Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ζητεί από τους Ευρωπαίους μεγαλύτερη συνεργασία για επενδύσεις και ενοποίηση στην κατακερματισμένη, όπως τη χαρακτηρίζει, αγορά ενέργειας της ΕΕ με στόχο να πέσουν οι τιμές και να μπορούν οι εταιρείες της ΕΕ να ανταγωνιστούν καλύτερα τους αντιπάλους τους από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Εάν οι 27 κυβερνήσεις της ΕΕ ενσωματώσουν τις ενεργειακές τους αγορές θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν περίπου 40 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, εκτιμά το ΔΝΤ.
Το ανταγωνιστικό μειονέκτημα για την Ευρώπη ήταν ιδιαίτερα ορατό σε βιομηχανίες έντασης ενέργειας όπως η παραγωγή χημικών, χάλυβα και αλουμινίου, ανέφερε έγγραφο του ΔΝΤ προς τους Ευρωπαίους, το οποίο επικαλείται το Reuters.
Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της Ευρώπης αποτελεί προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ενωση καθώς προσπαθεί να αναπτύξει νέες, πιο φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες ενάντια στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναφέρεται.
Η πρόκληση έχει γίνει πολύ πιο σκληρή μετά τον τερματισμό των φθηνών εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία στον απόηχο της εισβολής της Μόσχας στην Ουκρανία το 2022, κάνοντας τις εταιρείες της ΕΕ να πληρώνουν διπλάσια από τους αντιπάλους τους στις ΗΠΑ για ηλεκτρική ενέργεια, σημειώνεται.
Ασφάλεια
Το έγγραφο του Ταμείου, που επικαλείται το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο, το οποίο ετοιμάστηκε ενόψει συνομιλιών με τους υπουργούς Οικονομικών της ΕΕ τη Δευτέρα, αναφέρει ότι μια ενοποίηση της ενεργειακής αγοράς της ΕΕ όχι μόνο θα μειώσει τις τιμές, αλλά θα βελτιώσει επίσης την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ και θα συμβάλει στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει το ΔΝΤ στις μεγάλες διαφορές της ηλεκτρικής ενέργειας ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ, χαρακτηρίζοντας την αγορά κατακερματισμένη. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι ο κατακερματισμός αυτός θα μπορούσε να διορθωθεί εάν οι χώρες ανταλλάσσουν περισσότερο ηλεκτρισμό διασυνοριακά και ενισχύουν τα διασυνοριακά δίκτυα.
Αναφέρει πως οι χώρες που εισάγουν και εξάγουν ηλεκτρική ενέργεια ενδέχεται να διστάζουν να κάνουν περισσότερες διασυνοριακές συναλλαγές, επειδή όσες από αυτές παρήγαν ηλεκτρική ενέργεια με χαμηλό κόστος και μπορούσαν να την εξάγουν, συχνά δεν ήθελαν την ενοποίηση στα δίκτυα από φόβο μήπως αυξηθούν οι εγχώριες τιμές.
Επίσης «οι χώρες υψηλού κόστους (ρεύματος) μπορεί να είναι απρόθυμες να ανοίξουν τις αγορές τους σε φθηνότερες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι χαμηλότερες από αυτές των τοπικών παραγωγών», ανέφερε το Ταμείο.