Η Ελλάδα χάνει έως 1,5 δισ. ευρώ τον χρόνο από τις κενές θέσεις εργασίας

Το πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας είναι εμφανές στην αγορά, ειδικά σε ορισμένους τομείς, κάτι που υπογραμμίζουν σε κάθε ευκαιρία οι θεσμικοί φορείς και οι επιχειρηματίες. Πρόσφατο είναι το παράδειγμα του κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος σε συνέντευξή του έκανε λόγο για 200.000 κενές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα. Κι αυτό, την ώρα που η ανεργία κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, λίγο κάτω από 10% –  αν και σημαντικά χαμηλότερα από τα θηριώδη ποσοστά στα οποία συνηθίσαμε την περασμένη δεκαετία. Ποιο είναι όμως το πραγματικό κόστος αυτών των κενών στην αγορά εργασίας;

Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Γιώργο Κουτρουμάνη, το πραγματικό κόστος για κάθε κενή θέση εργασίας που μένει ακάλυπτη εκτιμάται στα 7.500 ευρώ ετησίως στα ταμεία του κράτους. Περίπου 5.400 ευρώ είναι οι απώλειες στις εισφορές, ενώ τα χαμένα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος υπολογίζονται σε 800 ευρώ ετησίως. Σε αυτά προστίθενται και οι απώλειες από έμμεσους φόρους, που υπολογίζονται σε περίπου 1.300 ευρώ ετησίως. «Τα χρήματα αυτά ουσιαστικά λείπουν από τον ΕΦΚΑ και την οικονομία συνολικά», λέει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο Γιώργος Κουτρουμάνης. Στους παραπάνω υπολογισμούς, μάλιστα, δεν συμπεριλαμβάνεται το γεγονός ότι η χώρα δεν καρπώνεται το επιπλέον όφελος που προκύπτει από τη μείωση της ανεργίας και οι θετικές συνέπειες από τη συνολική μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat για το τρίτο τρίμηνο του 2024, οι κενές θέσεις εργασίας στον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα στη χώρα ανέρχονται σε 48.813. Τα μεγαλύτερα κενά εντοπίζονται στην εκπαίδευση (11.642 θέσεις εργασίας), το εμπόριο (8.447), τη δημόσια διοίκηση και την άμυνα (6.903) και στην εστίαση και τα καταλύματα (6.345). Στα παραπάνω προστίθενται περίπου 120.000 κενές θέσεις εργασίας στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία κ.λπ.), με αποτέλεσμα το σύνολό τους να διαμορφώνεται – με βάση τα παραπάνω στοιχεία – κοντά στις 170.000. Πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό αυτό με το ετήσιο κόστος ανά κενή θέση, ο ετήσιος λογαριασμός φτάνει τα 1,28 δισ. ευρώ, ήτοι 0,6% του ΑΕΠ της χώρας.

Αν εμπιστευθούμε δε τις εκτιμήσεις που κάνουν λόγο για 200.000 κενές θέσεις εργασίας, το συνολικό κόστος φτάνει το 1,5 δισ. ευρώ ετησίως (0,7% του ΑΕΠ). Οσο για τις πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις, οι οποίες κάνουν λόγο για 300.000 κενά, ακούγονται μάλλον υπερβολικές – εάν ισχύουν, όμως, θα ανέβαζαν το κόστος στα 2,25 δισ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ. Οπως γίνεται σαφές από τα παραπάνω δεδομένα, το πρόβλημα των κενών θέσεων βλάπτει σημαντικά την οικονομία της χώρας, ενώ παράλληλα συμβάλλει στο έλλειμμα που παρατηρείται στην παραγωγικότητά της.

 

Ο πρωτογενής τομέας εκπέμπει SOS.Τα στοιχεία δείχνουν προς συγκεκριμένους τομείς οι οποίοι αντιμετωπίζουν ιδιαίτερο πρόβλημα στην κάλυψη θέσεων εργασίας, με τον πρωτογενή να δείχνει πως αποτελεί τη μεγαλύτερη πληγή. «Τα προβλήματα στον πρωτογενή τομέα είναι πολύ σοβαρά, καθώς δεν υπάρχει αναπτυξιακό μοντέλο για την ύπαιθρο» τονίζει ο Γιώργος Κουτρουμάνης. «Η ελληνική γεωργία χαρακτηρίζεται από μικρούς κλήρους, που συνεπάγονται υψηλό κόστος, χαμηλή παραγωγή και επομένως μικρά εισοδήματα» προσθέτει ο ίδιος.

Αξίζει να σημειωθεί πως ένα τμήμα των κενών θέσεων εργασίας στον πρωτογενή τομέα καλύπτεται από μετακλητούς εργαζομένους οι οποίοι προέρχονται από τρίτες χώρες και έρχονται στην Ελλάδα στη βάση διακρατικών συμφωνιών που έχουν υπογραφεί με τις κυβερνήσεις τους – ανάμεσά τους Αλβανία, Πακιστάν, Αίγυπτος ή Μπανγκλαντές. Οι εν λόγω εργαζόμενοι έρχονται στην Ελλάδα για εργασία με την ανώτατη διάρκεια της βίζας να είναι στους 12 μήνες. Από τις σχεδόν 150.000 μετακλήσεις εργαζομένων που προέβλεπε η σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση για τη διετία 2023 – 2024, περίπου 120.000 θέσεις αφορούσαν απασχόληση στον πρωτογενή τομέα. Παρ’ όλ’ αυτά, το ποσοστό κάλυψης των κενών μέσω μετακλητών εργαζομένων δεν είναι ιδιαιτέρως υψηλό, με αποτέλεσμα περίπου μία στις τρεις θέσεις να μην καλύπτεται.

«Η εμπειρία των τελευταίων ετών έχει δείξει πως σε ορισμένους κλάδους του πρωτογενούς τομέα, όπως και στον τουρισμό, είναι απαραίτητο να διευρυνθεί η δυνατότητα κάλυψης των κενών θέσεων για την αντιμετώπιση είτε της έλλειψης προσφοράς εργασίας γενικώς είτε συγκεκριμένων περιόδων αιχμής, μέσω τόσο της μετακλητής εργασίας, όσο και με την ένταξη μεταναστών – που είναι ήδη στη χώρα – στην επίσημη  αγορά εργασίας» σχολιάζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Alpha Bank Παναγιώτης Καπόπουλος. «Αλλωστε, η εισροή εργαζομένων από το εξωτερικό δεν υπαγορεύεται μόνο από την ανάγκη κάλυψης θέσεων εργασίας για τις οποίες δεν υπάρχει προσφορά από το εγχώριο εργατικό δυναμικό, αλλά και για εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού επιδεινώνεται» συμπληρώνει.