Μεταξύ πολλών άλλων ο Κώστας Σημίτης τον οποίο σήμερα αποχαιρετάμε θα περάσει στην ιστορία και ως ο πρωθυπουργός που έφερε στην Ελλάδα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Η Ελλάδα πέτυχε την ανάληψη της διοργάνωσης επί των ημερών της πρωθυπουργίας του. Η ανάληψη δεν ήταν εύκολη υπόθεση: η χώρα μας δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει τη διοργάνωσή τους κάποια χρόνια πριν – μάλιστα η απόρριψη της ελληνικής πρότασης για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996 είχε προκαλέσει ένα είδος εθνικού τραύματος. Οταν ανακοινώθηκε ότι θα υπάρξει εκ νέου κατάθεση υποψηφιότητας πολλοί υπουργοί δεν ήταν σύμφωνοι: αν θυμάμαι καλά η πρωτοβουλία ανήκε στον τότε υφυπουργό Αθλητισμού Γιώργο Λιάνη και ο πρωθυπουργός Σημίτης τη στήριξε.
Σχέση
Νομίζω πως ο Σημίτης είχε τη μικρότερη σχέση με τα αθλητικά από όλους τους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης. Υπάρχει ένας θρύλος με βάση τον οποίο όταν κάποτε πήγε στο ΟΑΚΑ να δει ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι ρωτούσε τον Θόδωρο Πάγκαλο πώς παίζεται το ποδόσφαιρο, ποιοι είναι οι κανόνες του κ.λπ. Δεν ξέρω αν αυτά ισχύουν – ωστόσο είναι δεδομένο ότι ο πρώην πρωθυπουργός δεν ήταν φίλαθλος. Είχε όμως γνώση της επικοινωνιακής δύναμης του αθλητισμού και καταλάβαινε κάτι σημαντικό: πως για να λειτουργεί μια ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται να υπάρχει ένας εθνικός στόχος. Μετά την είσοδο στην ΟΝΕ, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ένας εξαιρετικός στόχος διότι επέβαλε κάτι που άρεσε στον Σημίτη, δηλαδή το περίφημο χρονοδιάγραμμα. Ολα έπρεπε να ολοκληρωθούν σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και συγκεκριμένους χρόνους: η χώρα δεν θα έπεφτε στο τέλμα της αναβλητικότητας. Μου λένε άνθρωποι που τον έζησαν ότι εκείνους τους μήνες που προηγήθηκαν των Αγώνων ήταν με μεγάλο άγχος: φοβόταν ότι οι επικείμενες εκλογές θα μπορούσαν να φέρουν αργοπορίες στην εκτέλεση έργων που ήταν απαραίτητα για τους Αγώνες – αναφέρομαι στο νέο αεροδρόμιο, το μετρό, τους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας στην Αθήνα που ήταν για χρόνια ένα εργοτάξιο. Τελικά όλα σχεδόν ολοκληρώθηκαν στην ώρα τους. Ο Σημίτης στο μεταξύ έχασε τις εκλογές: στους Αγώνες οικοδεσπότης πρωθυπουργός ήταν ο φίλαθλος Κώστας Καραμανλής. Πιστεύω πως ο Σημίτης δεν είδε καν τους Αγώνες – μάλλον μετά την τελετή έναρξης θα πήγε στην αγαπημένη του Σίφνο. Με τη χαρά γιατί τα είχε καταφέρει να αφήσει χάρη στους Αγώνες ένα πλήθος από υποδομές που ήταν στην Αθήνα και στη χώρα κάτι το απαραίτητο.
Αγαπούσε
Μετά τον Σημίτη ακολούθησαν διάφοροι πρωθυπουργοί που καταλάβαιναν τα σπορ περισσότερο. Μετά τον Κώστα Καραμανλή ήρθε ο σπόρτσμαν Γιώργος Παπανδρέου, ακολούθησε ο Αντώνης Σαμαράς που ξέρει από μπάλα και ο Αλέξης Τσίπρας που ακόμα συχνάζει στα γήπεδα – πράγμα που έκανε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης πριν γίνει πρωθυπουργός. Προσωπικά αμφιβάλω αν κάποιος από αυτούς θα είχε τη μεθοδικότητα που έδειξε ο Σημίτης στην προετοιμασία της χώρας για τους Αγώνες. Διότι όλοι αυτοί αγαπούν τα σπορ και τις ομάδες τους. Ενώ ο Σημίτης αγαπούσε τη χώρα…
Ξεκινάει
Οπως πολλοί κι εγώ παρακολουθούσα χθες την εκδίκαση της έφεσης που κατέθεσε ο ΠΑΟΚ για την τιμωρία του προπονητή του Ραζβάν Λουτσέσκου και των συνεργατών του μετά τα όσα έγιναν στο ματς της ΑΕΚ με τον ΠΑΟΚ για το Κύπελλο Ελλάδος. Ακουσα τις αγορεύσεις των δικηγόρων του, αλλά και τις μαρτυρίες υπεράσπισης. Ο δικηγόρος του Ρουμάνου, Αλέξης Κούγιας θεωρεί ότι κακώς χρησιμοποιήθηκε το περίφημο βίντεο από το πάρκινγκ της «Οpap Αρένα» και ότι η όποια απόφαση πρέπει να βγει μόνο με βάση τις εκθέσεις της αστυνομίας που δεν σημειώνουν κάτι για τη συμπεριφορά του Λουτσέσκου. Τόνισε επίσης πως αν δεν αλλάξει η πρωτόδικη απόφαση, ο ρουμάνος προπονητής μπορεί να φύγει από την Ελλάδα. Αν αυτά είναι τα βασικά επιχειρήματα υπεράσπισης βλέπω δύσκολο να αλλάζει η ποινή. Ακόμα πιο παράξενη μου φάνηκε η κατάθεση του υπεύθυνου Επικοινωνίας και αντιπροέδρου του ΠΑΟΚ, Κυριάκου Κυριάκου. «Θεωρώ ότι υπάρχει μια στοχοποίηση του Λουτσέσκου από την ΑΕΚ η οποία δικαιώνεται και η δικαίωσή της δημιουργεί ένα κακό δεδικασμένο» ανέφερε. Ωραίο ως άποψη, αλλά με ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Διότι ο Ρουμάνος από το 2018 και μετά, σε κάθε ματς του ΠΑΟΚ με την ΑΕΚ, δεν κάνει άλλο από το να μιλάει για κλεμμένα πρωταθλήματα κ.λπ. Κι ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι έχει δίκιο, πώς διάβολο τον στοχοποιεί η ΑΕΚ όταν όλες τις συζητήσεις τις ξεκινάει αυτός;
Προσεχώς
Η περίπτωση του Λουτσέσκου είναι διδακτική, ανεξάρτητα με το ποια θα είναι η απόφαση της Επιτροπής Εφέσεων. Ο ΠΑΟΚ έκανε το λάθος να μην τον μαζέψει ποτέ καιρό τώρα. Τον άφησαν χρόνια να κάνει δηλώσεις κομμάτι εμπρηστικές, χωρίς να του κάνουν την παραμικρή σύσταση και χωρίς να τον προειδοποιούν για τον ποιο ακριβώς κίνδυνο διατρέχει έτσι και το πράγμα ξεφύγει: ότι θα ξέφευγε ήταν νομοτελειακό. Ο ΠΑΟΚ έπρεπε να προστατεύσει τον προπονητή του, ζητώντας του να σταματήσει τις συνεχείς επιθετικές αναφορές: ο Ρουμάνος δεν μιλά υποτιμητικά μόνο για την ΑΕΚ, αλλά και για την Ελλάδα γενικότερα – κι όχι μόνο για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Μια ποινή θα τον συνετίσει. Η πρωτόδικη βέβαια είναι υπερβολική, αλλά ισχύει ό,τι για τη στάμνα που πάει πολλές φορές για νερό. Βέβαια το διδακτικό της ιστορίας δεν έχει να κάνει μόνο με τον ΠΑΟΚ αλλά και με την ΑΕΚ που δείχνει κι αυτή μια παράξενη έφεση στους καβγάδες. Αυτή τη φορά ο ιδιοκτήτης της ΠΑΕ Μάριος Ηλιόπουλος έπεσε στα μαλακά: κρίθηκε ότι για την επίσκεψή του στα αποδυτήρια δεν έπρεπε να τιμωρηθεί παρά μόνο με επίπληξη. Αν καταλάβει πως δεν χρειάζεται να πλησιάζει σε αυτά, δεν θα ξαναπρωταγωνιστήσει σε ανάλογες ιστορίες. Αν την επίπληξη τη θεωρήσει νίκη ή δικαίωση θα του τύχουν κι αυτού προσεχώς χειρότερα.
Χωρίς
Στο μεταξύ αναμένοντας την τελική απόφαση για την τιμωρία του ρουμάνου προπονητή και των συνεργατών του σήμερα γίνεται στην Τούμπα η ρεβάνς του ματς του Κυπέλλου ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και στην ΑΕΚ. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να δούμε έναν ωραίο αγώνα: τα παιχνίδια ΠΑΟΚ – ΑΕΚ τα τελευταία χρόνια παρά τις εντάσεις με τα οποία ολοκληρώνονται είναι ωραία παιχνίδια. Η νίκη της ΑΕΚ με 1-0 στον πρώτο αγώνα της δίνει ένα αβαντάζ, αλλά μιλάμε για σκορ που ανατρέπεται. Τον ΠΑΟΚ, έστω και χωρίς τον Λουτσέσκου στον πάγκο, δεν πρέπει να τον υποτιμάει κανείς…