Ο συγγραφέας και φιλόσοφος Μαρκ Φίσερ είχε γράψει για τα «χαμένα μέλλοντα»: για την αδυναμία να φανταστούμε διαφορετικές μελλοντικές εκδοχές του κόσμου, υπό το βάρος του καπιταλισμού που δεν επιτρέπει τον παραμικρό χώρο σε καμία εναλλακτική. Μιλούσε για την ακύρωση του μέλλοντος, τη σιωπηρή παραίτηση από την ελπίδα ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, τη σιωπηρή παραδοχή ότι ο κόσμος δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο πέρα από αυτό που είναι. Σήμερα, αναρίθμητοι νέοι άνθρωποι έχουν αυχένες και ώμους σφιχτούς σαν τσιμέντο από το στρες, ημικρανίες που τυφλώνουν και πριονίζουν τους κροτάφους, ανάσες που κόβονται, μέρες που πετιούνται στα σκουπίδια πίσω από κατεβασμένα παντζούρια· σωματοποιούν, μεταξύ άλλων, τον τρόμο και τη θλίψη, για έναν κόσμο που δεν μπορεί, δεν πρόκειται, αποκλείεται να βελτιωθεί κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, περιβαλλοντικά.
Δεν έχει σημασία αν τα πράγματα είναι πράγματι τόσο άσχημα. Σημασία έχει το πώς μοιάζει ο κόσμος στα μάτια και τα κεφάλια μας. Σημασία έχει το πώς τον μεταβολίζουμε και τι μένει μέσα μας. Αν πράγματι αδυνατούμε να φανταστούμε ένα διαφορετικό μέλλον, τότε δεν έχει καν νόημα να σπαταλήσουμε χρόνο θρηνώντας. Δεν έχει καν νόημα να νιώθουμε αυτή την ανοίκεια, μουδιασμένη φρίκη, παρακολουθώντας τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη σε live μετάδοση στο Instagram. Να αρρωσταίνουμε από τα νεύρα μας με την υποκρισία, να ανατριχιάζουμε από την ειρωνεία όταν ο ημίθεος δισεκατομμυριούχος στέκεται στο πλάι του νεοεκλεγέντα προέδρου και τα πλήθη αλαλάζουν. Αν το μέλλον έχει ακυρωθεί, αν το μόνο που μας μένει είναι το χθες και το τώρα, ίδιο και απαρηγόρητα απαράλλαχτο μέχρι να πάψει κι αυτό, τότε ας μη φτιάξουμε καν καφέ, ας το αφήσουμε μια ώρα αρχύτερα.
Γράφοντας για το ξεφούσκωμα των μελλοντικών προσδοκιών, ο Φίσερ έθεσε το παράδειγμα της μουσικής βιομηχανίας, και συγκεκριμένα του εθισμού στη νοσταλγία. Αφού δεν περιμένουμε τίποτα από το μέλλον, σίγουρα δεν περιμένουμε να γραφτεί μια νέα μουσική αντάξια των Beatles ή της ντίσκο, και επιστρέφουμε αέναα στα 60’s, τα 70’s, τα 80’s, τις δήθεν χρυσές εποχές που έφυγαν ανεπιστρεπτί. Χορεύουμε με το παρελθόν και μελαγχολούμε όχι γιατί πέρασε, αλλά γιατί τίποτα καλύτερο δεν πρόκειται να έρθει. Η μουσική καταδικάζεται από μια παράδοξη αναδρομική λούπα: κανείς δεν επιχειρεί να δημιουργήσει κάτι νέο, διότι το θεωρεί εξαρχής μάταιο. Δεν υπάρχει καμία εναλλακτική.
Αυτό είναι το στοίχημα. Το 2025, η πρώτη πρόκληση είναι να σκοτώσουμε τη νοσταλγία. Γιατί στον αντίποδα της νοσταλγίας δεν βρίσκεται η αδικαιολόγητη, παραληρηματική αισιοδοξία. Στον αντίποδα της νοσταλγίας βρίσκεται η επανάκτηση του χαμένου μέλλοντος. Επομένως η πρόκληση για κάθε γενιά, ή τέλος πάντων για αυτούς που ενδιαφέρονται για το μέλλον, είναι να συγκρουστεί με το αφήγημα που θέλει το μέλλον τετελεσμένο και χωρίς εναλλακτικές, και να το απορρίψει ξανά και ξανά. Το αφήγημα που φοβάται τη νέα σκέψη, που αποστρέφει το βλέμμα από τα ζωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και βλέπει τον «εχθρό» μόνο στην πολιτική ορθότητα, τον φεμινισμό και το woke, για να διαιωνιστεί.
Είναι κρίσιμο να ψάξουμε χαραμάδες για να δούμε πέρα από την καμία-εναλλακτική. Να δώσουμε σχήμα σε αύριο ριζικά διαφορετικά από το σήμερα και να πιστέψουμε στη μουσική του μέλλοντος – που δεν έχει ακυρωθεί. Ηδη γράφεται.
Ο Φοίβος Οικονομίδης είναι συγγραφέας