Μνήμη και επιβίωση: 80 χρόνια μετά

Πριν από 80 χρόνια, στις 27 Ιανουαρίου του 1945, η 60ή στρατιά του Κόκκινου Στρατού, κατά την προέλασή της στην Πολωνία, μετά την είσοδό της στην Κρακοβία, «ανακάλυπτε» το σύμπλεγμα στρατοπέδων του Αουσβιτς. Στις 18 Ιανουαρίου του 1945 οι γερμανοί αξιωματούχοι είχαν ήδη εκκενώσει το στρατόπεδο οδηγώντας διά της βίας τους αιχμαλώτους προς άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε γερμανικό έδαφος. Στο ερημωμένο στρατόπεδο του Αουσβιτς – Μπίρκεναου, με τον μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων της «τελικής λύσης» (1.100.000 άνθρωποι βρήκαν εκεί τον θάνατο, εκ των οποίων οι 960.000 επειδή ήταν Εβραίοι), περιφέρονταν 7.000 εκτοπισμένοι από διάφορες χώρες της Ευρώπης, που ήταν σε τόσο άθλια κατάσταση, ώστε δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τις «πορείες θανάτου». Ενας από αυτούς ήταν και ο νεαρός Πρίμο Λέβι από την Ιταλία, ο οποίος γράφει: «24 Ιανουαρίου [1945]: Ελευθερία. Το κατεστραμμένο συρματόπλεγμα ήταν η εικόνα της. Εάν το σκεφτούμε καλά, σημαίνει όχι πια Γερμανοί, όχι πια επιλογή [“σελεξιόν”, για αποστολή στους θαλάμους αερίων], όχι δουλειά, όχι ξύλο, όχι προσκλητήριο, και ίσως αργότερα η επιστροφή. […] 25 Ιανουαρίου: […] Το βράδυ, γύρω από τη σόμπα, ο Σαρλ, ο Αρτύρ κι εγώ αισθανόμασταν ότι είμαστε ξανά άνθρωποι». (Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, Αγρα 1997, μτφρ. Χ. Σαρλικιώτη, σ. 203, 206). «Η πρώτη ρωσική περίπολος φάνηκε από το στρατόπεδο [πρόκειται για το στρατόπεδο Μπούνα – Μόνοβιτς που ανήκει στο Αουσβιτς] κατά το μεσημέρι της 27ης Γενάρη του 1945. […] Δεν χαιρετούσαν, δεν χαμογελούσαν. Εδειχναν συντετριμμένοι όχι μόνο από οίκτο αλλά κι από ένα αίσθημα αμηχανίας που σφράγιζε τα στόματά τους […] μπροστά σ’ αυτό το μακάβριο θέαμα» (Η ανακωχή, μτφρ. Ζ. Σαμουήλ, Σέλας 1998, σ. 14).

Λίγους μήνες αργότερα, Απρίλιο – Μάιο του 1945 θα απελευθερωθούν από τους Συμμάχους σταδιακά όλα τα στρατόπεδα. Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 8 Μαΐου 1945, θα σημάνει και τη λήξη του φρικτού σύμπαντος των ναζιστικών στρατοπέδων. Η ανάδυση της μνήμης της γενοκτονίας των Εβραίων υπήρξε μία μακρόχρονη και επώδυνη διαδικασία. Μόνο εξήντα χρόνια μετά θεσπίστηκε η 27η Ιανουαρίου ως Ημέρα Μνήμης. Την επέλεξαν πρώτοι οι υπουργοί Παιδείας της ΕΕ το 2002 και την υιοθέτησε ο ΟΗΕ και η UNESCO το 2005 ως «Διεθνή Ημέρα Μνήμης Θυμάτων του Ολοκαυτώματος». Το 2005 εγκαινιάστηκε το Μνημείο των «Δολοφονηθέντων Εβραίων της Ευρώπης» στο Βερολίνο. Εξήντα χρόνια χρειάστηκαν λοιπόν για να γίνει αντιληπτό αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας με τους σημερινούς όρους και να αποτελέσει πολιτισμικό τραύμα για τον δυτικό κόσμο. Φέτος, 80 χρόνια μετά, στους αλλιώτικα δύσκολους και ανησυχητικούς καιρούς που διανύουμε, με άνοδο Ακροδεξιάς και αντισημιτισμού, η επέτειος αυτή οφείλει να λειτουργήσει ως έναυσμα αναστοχασμού.

Από την άνοιξη του 1945 ως τις αρχές του φθινοπώρου όσοι είχαν εκτοπιστεί από την Ελλάδα στο Αουσβιτς και κατάφεραν να επιζήσουν, 2.000 περίπου, εκ των οποίων οι 975 Θεσσαλονικείς, νέοι και νέες που είχαν επιλεγεί για εργασία και δεν είχαν σταλεί κατ’ ευθείαν στους θαλάμους αερίων, και που είχαν αντέξει ως τότε, επέστρεφαν μεμονωμένα ή κατά ομάδες στην Ελλάδα, με όποιον τρόπο έβρισκε ο καθένας και η κάθε μία. Τίποτε δεν είχε προβλεφθεί γι’ αυτούς και γι’ αυτές (οι γυναίκες επέστρεφαν ως τις αρχές του φθινοπώρου του ’45). Οταν φτάνουν στην Ελλάδα, οι περισσότεροι όμηροι στη γλώσσα της εποχής, επιζήσαντες στη σημερινή ορολογία, είναι σε άθλια κατάσταση, στερούνται στέγης, πόρων, συγγενών, αφού κατά κανόνα όλοι οι υπόλοιποι έχουν δολοφονηθεί. Επίσης μοιράζονται ένα βίωμα που θα γίνει ιδρυτικό τραύμα, ακόμη κι αν μείνει βαθιά θαμμένο για δεκαετίες. Από μεσαίες κοινότητες όπως τα Γιάννενα (1.850) και η Κέρκυρα (2.000) θα επιστρέψουν λίγο παραπάνω από 150 άτομα στην κάθε πόλη. Οι περισσότεροι είναι άστεγοι. Οπως γράφει η Ελένη Μπεζέ, που μελέτησε την Εκθεση του εκπροσώπου της Joint τον Δεκέμβριο του 1945: «Ετσι ο Γιάκομπσον σημειώνει στην ετήσια έκθεσή του πως στην Κέρκυρα ζουν 130 άστεγοι πρώην όμηροι, και πως κάτι ανάλογο ισχύει για τα Γιάννενα αλλά και άλλες κοινότητες. Στην Αθήνα σημειώνει πως για τον Οκτώβριο υπήρχαν 134 άστεγοι […]». (σ. 90)

Στη μελέτη της, που μόλις κυκλοφόρησε, η συγγραφέας παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αυτοί οι άνθρωποι, που από άλλον κόσμο αναχώρησαν και σε άλλον επιστρέφουν. Ο προπολεμικός κόσμος έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Κι οι ίδιοι όμως είναι «άλλοι» και «άλλες» στην επιστροφή από αυτή την «κόλαση», όπως είναι η συχνότερη μεταφορά για το Αουσβιτς.

Από τα άλλα κέντρα θανάτωσης της «τελικής λύσης», όπως η Τρεμπλίνκα, δεν υπάρχουν μαρτυρίες Ελλήνων Εβραίων, διότι εκεί δεν υπήρξαν επιζήσαντες. Οι 4.200 περίπου Εβραίοι της Μακεδονίας και της Θράκης που συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν από τους Βουλγάρους, αρχές Μαρτίου του ’43, πρώτοι στην Ελλάδα, παραδόθηκαν στους ναζί και εξοντώθηκαν εκεί μέχρι τον τελευταίο. Στο στρατόπεδο του Μπέργκεν-Μπέλσεν αντιθέτως, που δεν ήταν στρατόπεδο εξοντώσεως αλλά συγκεντρώσεως στη Γερμανία, παρά τις άθλιες συνθήκες και τον λιμό, επέζησαν οι περισσότεροι. Εκεί καλύτερης μεταχείρισης έτυχαν οι Εβραίοι με ισπανική υπηκοότητα, που εστάλησαν ήδη από το 1944 στην Ισπανία και μετά στην Παλαιστίνη χάρη στον πρόξενο Ραδιγάλες.

Υπάρχουν όμως και 8.000 με 10.000 ακόμη Εβραίοι το 1945 στην Ελλάδα, που γλίτωσαν την εκτόπιση είτε γιατί διέφυγαν στη Μέση Ανατολή, είτε γιατί κρύφτηκαν συνήθως στην Αθήνα, στη Θεσσαλία ή στην Πελοπόννησο, είτε γιατί στρατεύτηκαν στην ένοπλη Αντίσταση, μερικές εκατοντάδες στον ΕΛΑΣ, χωρίς να σκοτωθούν σε κάποια μάχη (περίπου 70 σκοτώθηκαν). Είναι και οι 275 Ζακυνθινοί Εβραίοι που γλίτωσαν όλοι χάρη στη συμπαράσταση αρχών, πληθυσμού και Αντίστασης. Αυτοί οι 10.000-12.000 άνθρωποι αποτελούν τον μεταπολεμικό εβραϊκού θρησκεύματος πληθυσμό στην Ελλάδα, μία πολύ μικρή πια μειονότητα, που στα επόμενα χρόνια θα μειωθεί στο μισό από τη μετανάστευση. Αυτός ο κόσμος κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος του βιβλίου της Ελένης Μπεζέ, που ρίχνει φως σε ζητήματα που δεν είχαν ως τώρα επαρκώς προσεγγιστεί, εμπλουτίζοντας σημαντικά το πεδίο των ελληνοεβραϊκών σπουδών.

«Νέα Ζωή». Ελληνες Εβραίοι μετά τη Σοά

Η συγγραφέας επικεντρώνει τη μελέτη της – που στηρίζεται σε διδ. διατριβή με την καθοδήγηση της καθ. Ρίκας Μπενβενίστε, η οποία υπογράφει και τον πρόλογο – σε όσους παρέμειναν στην Ελλάδα αποτελώντας τον πυρήνα του μεταπολεμικού ελληνικού εβραϊσμού, αλλά και σε όσους μετανάστευσαν στο Ισραήλ. Εντρύφησε σε αρχεία, εφημερίδες, στις πρώτες μαρτυρίες και στη λογοτεχνία της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας. Συνέλεξε προφορικές μαρτυρίες και άκουσε συνεντεύξεις προφορικών αρχείων. Σημαντικό επίσης είναι το φωτογραφικό υλικό που παρατίθεται είτε διάσπαρτο είτε συγκεντρωμένο σ’ ένα ένθετο δεκαεξασέλιδο.

Η αφήγηση της Ελένης Μπεζέ ξεκινά την πρώτη ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας. Την ίδια ημέρα κάποιοι άνθρωποι ανοίγουν τη γιαννιώτικη συναγωγή, την παλαιότερη και μικρότερη από τις δύο της οδού Μελιδώνη, στο Θησείο, την καθαρίζουν, και κάνουν μια πρώτη λειτουργία, δίχως ραβίνο βέβαια, για να ευχαριστήσουν τον Θεό που αυτή η ημέρα τούς βρήκε ζωντανούς και για να προσευχηθούν για τους δικούς τους, των οποίων τη μοίρα δεν γνωρίζουν ακόμη. Την επομένη της απελευθέρωσης, στις 13 Οκτωβρίου του 1944, μια μικρή ομάδα Εβραίων διαδήλωναν στην Ομόνοια και μοίραζαν προκηρύξεις στον κόσμο στις οποίες εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους προς τους Αθηναίους που τους βοήθησαν να φτάσουν ζωντανοί ως αυτή την πολυπόθητη ημέρα.

Στη συνέχεια η σ. θα μελετήσει ενδελεχώς την ανασυγκρότηση από το μηδέν αυτών των ανθρώπων, τόσο σε επίπεδο κοινοτικό, θεσμικό και οργανωτικό όσο και σε επίπεδο ατομικό. Η ρήξη με το παρελθόν είναι καθοριστική. «Νέα Ζωή» θα αρχίσει για τους λίγους που επέζησαν. Οι δύο μεγαλύτερες κοινότητες που θα οργανωθούν θα είναι της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, με την Αθήνα να αποκτά για πρώτη φορά τη μεγαλύτερη κοινότητα και να γίνεται έδρα του νεοϊδρυμένου Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, του συνομιλητή του ελληνικού κράτους. Την εποχή που η χώρα είναι διχασμένη και θα οδηγηθεί από το 1946-1949 στον τρομερό Εμφύλιο, η αντιπαράθεση στον κόσμο των Ελλήνων Εβραίων θα πάρει τη μορφή σιωνιστών – αριστερών (εκ των οποίων πολλοί ήταν πρώην Ελασίτες). Το δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετάζει τα υποκείμενα μέσα από τις ιδεολογικές τους θέσεις και αντιπαραθέσεις. Θεωρώ σημαντικό ότι πλέον ο όρος «Εβραίος» δεν αρκεί για να τους περιγράψει. Οι «Εβραίοι» είναι άνθρωποι σαν τους άλλους, Ελληνες πολίτες, με διαφορετικές απόψεις, εμπειρίες και πορείες, με διαφορετικές επιλογές και πολιτικές στάσεις. Ούτε η κοινή τραυματική εμπειρία του ναζιστικού διωγμού ήταν αρκετή για να τους κάνει πανομοιότυπους, σαν τον κατασκευασμένο από τον ναζισμό «αιώνιο Εβραίο». Ετσι από «θύματα», που προκαλούν απλώς οίκτο, οι άνθρωποι αυτοί γίνονται στο βιβλίο αυτό που πραγματικά ήταν: ιστορικά υποκείμενα, με διαφωνίες, με αντιπαραθέσεις, με μάχη για την εξουσία στις κοινότητες, με ανταγωνισμούς, με αγώνα για τη ζωή. Οι επιζήσαντες του Αουσβιτς, νέες γυναίκες και νέοι άνδρες, που έχουν χάσει όλους ή σχεδόν όλους τους δικούς τους, αποτελούν μια ομάδα με εντονότερα ακόμη προβλήματα. Γι’ αυτούς θα συσταθεί ειδική οργάνωση Περίθαλψης, Στέγη για τα απροστάτευτα κορίτσια, οργάνωση για τα πολλά ορφανά. Για την επιστροφή στη Θεσσαλονίκη, που βίωσε τη μεγαλύτερη τραγωδία, αφού 47.000 περίπου άνθρωποι εξοντώθηκαν (96% του προπολεμικού πληθυσμού), υπάρχουν πλέον στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία αρκετά βιβλία. Το παρόν βιβλίο που δεν επικεντρώνεται στη Θεσσαλονίκη μόνον αλλά και στην Αθήνα, πόλη μεταπολεμικά με τον μεγαλύτερο ελληνοεβραϊκό πληθυσμό, μεγάλο μέρος του οποίου διασώθηκε σ’ αυτήν, επιτρέπει μια πληρέστερη εικόνα της τόσο δύσκολης πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας.

Το βιβλίο δομείται σε δύο μέρη με δύο κεφάλαια το καθένα. Στο δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου μέρους εμβαθύνει στις πρώτες μαρτυρίες και τα πρώτα έργα που εκδίδονται αυτά τα χρόνια από τους ίδιους τους επιζήσαντες του «διωγμού», όπως είναι ο συχνότερος όρος που χρησιμοποιείται, για να ονομάσει το «ανείπωτο» αυτό, που καθιερώθηκε στη δεκαετία του ’80, δεκαετία της ανάδυσης και καθιέρωσης της μνήμης, να ονομάζεται «Ολοκαύτωμα» (στον αγγλόφωνο κόσμο και διεθνώς) και «Shoah» (στον γαλλόφωνο κόσμο και στο Ισραήλ).

Η μετανάστευση αφορά τους μισούς περίπου από τους επιζήσαντες. Με προνομιακούς προορισμούς τις ΗΠΑ και το νεοϊδρυθέν κράτος του Ισραήλ (1948), αλλά και προς κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής, θα οργανωθεί η μετανάστευση. Στο πρώτο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους η σ. επικεντρώνεται στη μετανάστευση προς την υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη και προς το Ισραήλ από το 1948 και μετά. Σε αγροκτήματα προετοιμασίας στην Ελλάδα εκπαιδεύονται οι «χαλουτσίμ» και οι «χαλουτσότ», αγόρια και κορίτσια. Ο φακός της φωτογράφου Βούλας Παπαϊωάννου αιχμαλωτίζει στιγμές όπου ορφανά εβραιόπουλα αναχωρούν με πλοίο από τον Πειραιά για την Παλαιστίνη. Οι φωτογραφίες που επιλέγει, εντάσσει και σχολιάζει η σ. στο βιβλίο είναι και αυτές σημαντικές πηγές. Πολλοί είναι οι Εβραίοι που φεύγουν. Θυμίζω όμως τη μεγάλη εικόνα: η φτωχή Ελλάδα, σε άθλια κατάσταση μετά τον Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, είναι κατ’ εξοχήν μια χώρα μετανάστευσης ακόμη και στη δεκαετία του ’60. Αριστεροί καταφεύγουν στις σοσιαλιστικές χώρες, φτωχοί άνθρωποι, συνήθως της υπαίθρου, φεύγουν για τις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Οι Εβραίοι έχουν και επιπλέον λόγους να μεταναστεύσουν, καθώς η υποστήριξη από την πολιτεία δεν ήταν αυτή που προσδοκούσαν, αλλά δεν είναι οι μόνοι.

Η ζωή συνεχίστηκε… Η «Νέα Ζωή» στηρίχθηκε στην απέραντη θέληση για ζωή των ανθρώπων αυτών, που ήδη είχαν επιδείξει τρομερή ανθεκτικότητα. Παντρεύτηκαν γρήγορα, πολλοί σε ομαδικούς γάμους δίχως γονείς, έκαναν παιδιά, δούλεψαν σκληρά, πάλεψαν με τις αντιξοότητες και καλύτερες μέρες ανέτειλαν από τη δεκαετία του ’60. Υπήρξαν όμως πάντοτε φορείς μιας μνήμης που μεταβιβάστηκε στους απογόνους. Η κρίσιμη στιγμή που και οι τελευταίοι επιζήσαντες μας εγκαταλείπουν έχει σημάνει. Το χρέος της μνήμης είναι υπόθεση της ευρύτερης κοινωνίας, καθώς πρόκειται πλέον για μια πολιτισμική μνήμη.

Η Ο. Βαρών-Βασάρ είναι ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων, Εστία, β έκδ. επαυξημένη 2013. Το 2025 θα κυκλοφορήσει το βιβλίο της με τίτλο Η αποτύπωση του άφατου. Μνήμη και λόγος για τα στρατόπεδα.