Ξιπασιά

Ο Κριστιάνο Ρονάλντο φτωχός γεννήθηκε και φτωχός παραμένει.

Ενας ξιπασμένος, απαίδευτος που προσπαθεί να ξεπλύνει την παιδική του φτώχεια, τη μυρωδιά του αλκοόλ του πατέρα και της μπουγάδας στα ξένα σκαλιά της μάνας με κενόσοφο λούστρο.

Είναι η μοίρα όσων έσπασαν το κέλυφος της παιδικής τους δυστυχίας και ήρθαν αντιμέτωποι με τη δόξα και το χρήμα, να πετούν στα πυκνά σκοτάδια της λήθης κάθε τι που τους πληγώνει.

Σμίλευσαν το ταλέντο τους, αρίστευσαν στις διαπραγματεύσεις, αλλά ξέχασαν να κάνουν το ίδιο με το πνεύμα τους, την ψυχή τους και τις αναμνήσεις τους.

Ο Ρονάλντο έχει λεφτά, πολλά λεφτά και θέλει να τα επιδεικνύει και να φωνάζει: «Δεν είμαι πια το φτωχό κοκκαλιάρικο παιδί της Μαδέρα αλλά ο σπουδαίος Κριστιάνο».

Μπορούν τα λεφτά να ξαναγράψουν τη ζωή σου; Να επουλώσουν τις χαρακιές της μνήμης, να σε ξανακάνουν παιδί έχοντας έναν πατέρα που νοιάζεται και όχι αυτόν που τα πενιχρά του έσοδα τα ξόδευε όλα στο αλκοόλ; Μπορείς να αλλάξεις τα λόγια της μάνας όταν σου εκμυστηρεύτηκε πως δεν ήθελε να γεννηθείς; Μπορείς να ξεχάσεις τη μεγάλη απραγματοποίητη επιθυμία σου να αποκτήσεις μια μπάλα; Τα πειράγματα των συμπαικτών σου για την εμφάνιση και τη φτώχεια σου; Οταν ζητιάνευες ένα χάμπουργκερ;

Οπου κι αν την ακουμπάς τη μνήμη, πονά. Ο πλούσιος βίος του δεν μπορεί να αλλάξει αυτό που πραγματικά είναι: τα παιδικά του χρόνια. Οταν γνωρίζεις τι σημαίνει ακραία φτώχεια δεν σου συγχωρείται η ξιπασιά γιατί δεν σέβεσαι αυτούς που δεν θα καταφέρουν ποτέ να ξεφύγουν απ’ αυτή την κατάσταση – κι ας εργάζονται μερόνυχτα.

Το ρολόι του ενάμισι εκατομμυρίου ευρώ δείχνει την ίδια ώρα με το ρολόι των πενήντα ευρώ. Τα πολυτελή αυτοκίνητα δεν μπορείς να τα κυκλοφορήσεις παρά μόνο να τα ξεσκονίσεις και τα δεκάδες σπίτια θα τα επισκεφτείς μία, δύο φορές. Και στο τέλος τι μένει; Η ανάμνηση που πονά και δεν μπορείς να αλλάξεις.