Ο φετινός χειμώνας, πάντως, διακρίνεται από μία σημαντική διαφορά σε σχέση με τους προηγούμενους, καθώς ο κορωνοϊός φαίνεται να χάνει την κυριαρχική του τάση. Ομως η παρατήρηση αυτή δεν προκαλεί έκπληξη στην επιστημονική κοινότητα. «Στην πραγματικότητα βλέπουμε να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη ο συνεχής ανταγωνισμός των παθογόνων. Αρα το παθογόνο που πλεονεκτεί στην ανοσιακή διαφυγή, δηλαδή αυτό που μπορεί να προσβάλει περισσότερο και καλύτερα τον πληθυσμό, είναι και εκείνο που κυριαρχεί», εξηγεί ο καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, Δημήτρης Παρασκευής.
Από τη νέα αυτή πραγματικότητα όμως ο SARs-CoV-2 δεν απουσιάζει, αλλά αντιθέτως βρίσκεται ανάμεσά μας. Οπως πάντως παραδέχεται στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Νίκος Τζανάκης, εάν ο ίδιος αρρώσταινε σήμερα θα… προτιμούσε να διαγνωστεί με λοίμωξη Covid. «Πρόκειται για μία ίωση που πλέον έχουμε σε καλό έλεγχο. Θα πρέπει οι άνθρωποι που βρίσκονται σε ομάδες υψηλού κινδύνου (όπως είναι οι ηλικιωμένοι, οι ανοσοκατασταλμένοι, αλλά και όσοι έχουν χρόνια νοσήματα), εφόσον επιβεβαιωμένα νοσούν με Covid, να λάβουν χωρίς καθυστέρηση αντιιική αγωγή, ώστε να αποφύγουν τις άμεσες αλλά και μακροχρόνιες επιπλοκές της – όπως είναι το Long Covid».
Ο ίδιος, δε, προσθέτει πως εμβόλια και φάρμακα υπάρχουν διαθέσιμα και για την αντιμετώπιση της εποχικής γρίπης, αντιθέτως για τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV) δεν υπάρχει διαθέσιμη θεραπεία παρά μόνον εμβόλιο «το οποίο θα πρέπει να κάνουν όσοι το δικαιούνται».
Υπενθυμίζεται ότι αυτή είναι άλλωστε και η σύσταση των ειδικών του ΕΟΔΥ, όπως σημειώνεται και στην τελευταία έκθεση του Οργανισμού. «Τόσο η γρίπη όσο και η λοίμωξη Covid-19 σχετίζονται με σημαντικό αριθμό θανάτων μεταξύ σοβαρών περιστατικών, με τη λοίμωξη Covid-19 να υπερτερεί έναντι της γρίπης. Συστήνεται τα άτομα που πληρούν τις προϋποθέσεις για εμβολιασμό, ιδιαίτερα εκείνοι που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο σοβαρών εκβάσεων (ηλικιωμένοι και άτομα με υποκείμενα νοσήματα), να εμβολιάζονται για τα δύο νοσήματα».
Αυξημένη νοσηρότητα
στα παιδιά
Σημαντικοί κρίκοι στην αλυσίδα των μεταδόσεων είναι τα παιδιά, που επίσης τις τελευταίες εβδομάδες «βομβαρδίζονται» από τους εποχικούς ιούς.
Οπως όμως υπογραμμίζει στα «ΝΕΑ» η παιδίατρος και αντιπρόεδρος της Ενωσης Ελευθεροεπαγγελματιών Παιδιάτρων Αττικής, Αννα Παρδάλη, η αυξημένη νοσηρότητα είναι αντίστοιχη των προηγούμενων ετών και συνεπακόλουθα πρόκειται για μία παραδοσιακή έξαρση εν μέσω της χειμερινής περιόδου.
«Κυρίως τα παιδιά νοσούν με γρίπη ή RSV. Είναι ενδεικτικό πως για ένα στα δύο παιδιά που νοσηλεύονται σήμερα, η εισαγωγή τους οφείλεται σε έντονα συμπτώματα που προκάλεσε ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός. Επίσης, καταγράφονται λοιμώξεις από αδενοϊούς, όμως σε φυσιολογικά επίπεδα», διευκρινίζει η ίδια. Αντιθέτως, προς το παρόν δεν καταγράφονται περιστατικά στρεπτόκοκκου, μια ακόμη λοίμωξη που κατέγραψε έξαρση τα προηγούμενα χρόνια στον παιδιατρικό πληθυσμό, εντός και εκτός συνόρων.
Η παιδίατρος εντούτοις υπενθυμίζει πως παραδοσιακά ο στρεπτόκοκκος εμφανίζεται όταν η γρίπη υποχωρεί. «Οι μολύνσεις συνήθως καταγράφονται τον Φλεβάρη, τον Μάρτιο και καθ’ όλη τη διάρκεια της άνοιξης».
Εν τω μεταξύ και εστιάζοντας στο άνοιγμα των σχολείων, η ίδια συστήνει «ιδίως τα μικρά παιδιά που έχουν πρόσφατα νοσήσει (π.χ. με Covid και γρίπη ή με RSV και Covid) να παραμένουν στο σπίτι, εφόσον είναι δυνατόν, ώστε να αναρρώσουν πλήρως. Και αυτό διότι στην αντίθετη περίπτωση εκτίθενται στον κίνδυνο μιας σοβαρότερης νόσησης. Οσο για τα μεγαλύτερα παιδιά, η χρήση μάσκας έως ότου να αποδράμουν τα συμπτώματα θα ωφελούσε αφενός τα ίδια και αφετέρου τους συμμαθητές τους, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα μεταδόσεων εντός των σχολικών αιθουσών».
Και καταλήγει με την εξής συμβουλή: «Δεδομένου πως υπάρχουν διαθέσιμα τεστ και για τους τρεις ιούς – Covid, γρίπη και RSV – είναι σημαντικό τα παιδιά να ελέγχονται αφενός για να λάβουν θεραπεία εφόσον είναι απαραίτητο και αφετέρου να περιοριστεί η διασπορά».