Η Ολομέλεια της Βουλής επικύρωσε χθες την αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης στο κόμμα των «Σπαρτιατών» με 267 ψήφους υπέρ και 15 κατά («Σπαρτιάτες» και Νίκη), ενώ 5 ανεξάρτητοι βουλευτές, οι Μιχάλης Γαυγιωτάκης, Γιώργος Ασπιώτης, Χαράλαμπος Κατσιβαρδάς, Αρετή Παπαϊωάννου και Μιχάλης Χουρδάκης, ψήφισαν «παρών». Θυμίζω ότι προηγήθηκε η ενεργοποίηση της αναστολής με την ψήφιση της τροπολογίας τον περασμένο μήνα, κατόπιν της οποίας δεν έλαβαν την τελευταία δόση της χρηματικής ενίσχυσης, ύψους 462.332 ευρώ, ενώ για την κύρωσή της υπήρχε η θετική εισήγηση της Επιτροπής Δεοντολογίας της Βουλής. Συνεπώς, η χθεσινή ψηφοφορία στην Ολομέλεια ήταν τυπική και ολοκληρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Παρατήρησα δε, πως κανένας βουλευτής δεν «τσίμπησε» στην προσπάθεια των «Σπαρτιατών» να υψώσουν τους τόνους, υποστηρίζοντας ότι η διάταξη για τη διακοπή της χρηματοδότησης είναι αντισυνταγματική κι ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου, που έκρινε πως ο πραγματικός αρχηγός τους είναι ο Ηλίας Κασιδιάρης, «βασίστηκε στα υπομνήματα και τους ισχυρισμούς δύο κομμάτων που χρωστούν εκατομμύρια», όπως υποστήριξε ο Βασίλης Στίγκας. Ο ίδιος, μάλιστα, ενημέρωσε πως έχουν προσφύγει κατά της απόφασης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Μια πρωτιά με ένα κακούργημα
Για πρώτη φορά (τουλάχιστον στη Μεταπολίτευση) εν ενεργεία βουλευτής θα δικαστεί για κακούργημα από Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Δηλαδή και από ενόρκους, λαϊκούς «δικαστές». Πρόκειται για τον πρώην «Σπαρτιάτη» και νυν ανεξάρτητο βουλευτή, Κωνσταντίνο Φλώρο, που παραπέμφθηκε σε δίκη για βιαιοπραγία εις βάρος του βουλευτή της Ελληνικής Λύσης, Βασίλη Γραμμένου, στις 24 Απριλίου, στο περιστύλιο της Βουλής. Αντιμετωπίζει μια βαριά κατηγορία, τη βιαιοπραγία εις βάρος μέλους της Βουλής κατά την άσκηση των καθηκόντων του, η οποία για πρώτη φορά ενεργοποιείται και επισύρει ποινή κάθειρξης έως 10 χρόνια. Με τη βιαιοπραγία, κατά το βούλευμα, να αφορούσε την ψήφο του σε διαδικασία άρσης της ασυλίας του Κυριάκου Βελόπουλου, έπειτα από μήνυση του πατέρα τού Φλώρου. Ο Φλώρος στην απολογία του εμφανίστηκε μεταμελημένος για το ξύλο, αλλά υποστήριξε ότι ο Γραμμένος δεν εμποδίστηκε να ψηφίσει και πως είχε προηγηθεί φραστική πρόκληση.
Ο Σαμαράς ανοίγει το γραφείο
Θα ανοίξει αύριο, Παρασκευή, για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια, ο Αντώνης Σαμαράς την πόρτα του πολιτικού γραφείου του στην οδό Δημοκρίτου μετά τις 10 το πρωί. Αφορμή η ονομαστική του γιορτή, για την οποία περιμένει φίλους και ψηφοφόρους για ευχές, κεράσματα και συζητήσεις. Και επειδή ξέρω για ποιο θέμα αναρωτιέστε, πρέπει να πω ότι για την προεδρική εκλογή ο ίδιος και το περιβάλλον του κρατούν τα χαρτιά τους κλειστά – συνεπώς, οι περισσότεροι περιμένουν μήπως την ώρα των ευχών πληροφορηθούν για το εάν θα στηρίξει την επιλογή Μητσοτάκη.
Αναμένοντας τον Καραμανλή
Μηνύματα περιμένουμε, βέβαια, και από τον Κώστα Καραμανλή την ερχόμενη Δευτέρα 20 Ιανουαρίου, στο Πολεμικό Μουσείο όπου θα πραγματοποιηθεί η παρουσίαση του βιβλίου του φίλου του και πρώην υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Βαληνάκη, με τίτλο «Για μια νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία» (εκδόσεις Σιδέρης). Θα μιλήσει, προφανώς, για τα ελληνοτουρκικά, αλλά δεν αποκλείεται να στείλει εμμέσως μηνύματα και για τις εσωτερικές εξελίξεις.
Οι υποκλοπές στο Συμβούλιο Ασφαλείας
Η πρωταγωνίστρια στο σκάνδαλο των υποκλοπών ελληνική εταιρεία Intellexa και το λογισμικό Predator βρέθηκαν στο επίκεντρο της τοποθέτησης της εκπροσώπου των ΗΠΑ στην ειδική άτυπη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με θέμα τα κατασκοπευτικά λογισμικά. Η πρέσβης Ντόροθι Καμίλ Σία αναφέρθηκε εμφατικά στις βαριές κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην Intellexa, τους μετόχους και τους συνεργάτες της για το λογισμικό Predator, το οποίο χαρακτήρισε «απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια» μιας και χρησιμοποιήθηκε για την παρακολούθηση πολιτικών, δημοσιογράφων και μελών της κοινωνίας των πολιτών και εξήχθη σε αυταρχικά καθεστώτα και εστίες βίαιων συγκρούσεων. Τον λόγο, όμως, έλαβε και ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας, Ευάγγελος Σέκερης, ο οποίος επιχείρησε να αποσυνδέσει τη χώρα μας από το διεθνές σκάνδαλο. Τόνισε ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει την κρισιμότητα του ζητήματος και την «απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, υπονομεύοντας την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων και των εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης». Υποστήριξε δε ότι η Ελλάδα «έχει θεσπίσει μία από τις αυστηρότερες εθνικές νομοθεσίες στον κόσμο, με στόχο την προστασία των πολιτών και την αποτροπή της κακόβουλης χρήσης τεχνολογιών κατασκοπείας».