Ο «δικός μου» Κόμπι

Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από την αποφράδα ημέρα της 26ης Ιανουαρίου του 2020 όταν ο Κόμπι Μπράιαντ έχασε τη ζωή του σε δυστύχημα με ελικόπτερο στο Καλαμπάσας της Καλιφόρνιας, μαζί με την κόρη του Τζιάνα και επτά άλλους ανθρώπους.

Ο θάνατός του προκάλεσε παγκόσμια θλίψη και η μνήμη του τιμήθηκε από εκατομμύρια θαυμαστές αλλά η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή μέσω των επιτευγμάτων του, της επίδρασής του στο άθλημα και της αφοσίωσής του στην κοινωνία. Πρόκειται για έναν εκ των μεγαλύτερων παικτών στην ιστορία του μπάσκετ.

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης θυμάται μέσω των «ΝΕΩΝ» περιστατικά από τον Κόμπι που έζησε.

Ολυμπιακοί Αγώνες, Πεκίνο 2008 και ο Παναγιώτης Γιαννάκης βρίσκεται με τους παίκτες του στο Ολυμπιακό Χωριό, πριν από κάποιο παιχνίδι του ολυμπιακού τουρνουά μπάσκετ. Ξαφνικά βλέπουν τον Κόμπι Μπράιαντ να τους επισκέπτεται, να μιλάει μαζί τους και με άλλους αθλητές και να θέλει να ζήσει αυτή την ατμόσφαιρα του Χωριού, καθώς οι Αμερικανοί NBAers τότε έμεναν σε ξενοδοχείο εκτός του Ολυμπιακού Χωριού.

«Αυτός ήταν ο Κόμπι, που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε» λέει στα «ΝΕΑ» ο «Δράκος» του ελληνικού μπάσκετ, ο δικός μας μύθος του αθλήματος που είχε την τύχη να γνωρίσει αυτό τον μεγάλο αστέρα του παγκόσμιου μπάσκετ που έφυγε τόσο νωρίς και τόσο άδικα από τη ζωή.

«Αυτό είναι που κρατάω ιδιαίτερα ως ανάμνηση από αυτόν. Το χαρούμενο πρόσωπο που είχε έξω από το γήπεδο και σου έδειχνε ότι απολαμβάνει την παρέα σου. Είναι κρίμα που τον χάσαμε τόσο νωρίς, είχε τόσα να δώσει.

Τότε είχε ηγηθεί στην ομάδα του Μάικ Σιζέφσκι, στην προσπάθεια των ΗΠΑ να επανέλθουν στην κορυφή μετά την ήττα από εμάς στη Σαϊτάμα δύο χρόνια νωρίτερα το 2006, τότε που ο Κόμπι δεν έπαιζε. Το 2008 στο Πεκίνο τους οδήγησε στο χρυσό όπως και τέσσερα χρόνια αργότερα στο Λονδίνο.

Για αυτόν η Εθνική ομάδα των ΗΠΑ ήταν κάτι πολύ σημαντικό και ήταν από τους πρώτους μεγάλους σταρ που ήθελε να παίζει και στήριζε την Εθνική. Ενα τόσο μεγάλο όνομα και ένας παίκτης τόσο επιδραστικός στο παγκόσμιο μπάσκετ ήταν πρωτόγνωρο το ενδιαφέρον του για την Εθνική της χώρας του» λέει ο Παναγιώτης Γιαννάκης που θυμάται άλλη μια ξεχωριστή συνάντηση στην Κίνα, όχι ως αντίπαλοι αυτή τη φορά, το 2019.

«Μας ήξερε όλους»

«Ηταν στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, όπου ο Κόμπι ήταν ο πρεσβευτής της ΦΙΜΠΑ για τη διοργάνωση. Βρεθήκαμε έξω από το γήπεδο κάποια στιγμή, εγώ ο Κόμπι, ο Οσκάρ Σμιντ και ο Μανού Τζινόμπιλι και βγάλαμε μια κοινή φωτογραφία όλοι μαζί.

Δεν θα ξεχάσω τη χαρά που έκανε να είναι μαζί μας. Και όμως μας είχε όλους αναγνωρίσει καθώς έχοντας θητεία και από την Ιταλία όπου είχε πάει σε μικρή ηλικία λόγω του πατέρα του, μας γνώριζε και μιλούσε με εκτίμηση για μας ως ανθρώπους που συνεισφέραμε στο άθλημα που όλοι αγαπάμε. Ηταν απόλυτα ενήμερος και για τον Οσκαρ που ήταν λίγο πιο παλιός, αλλά και για μένα ενώ δεν ήμουν τότε ενεργός παίκτης ή προπονητής, αλλά και για τον Μανού».

Ομως ο «Δράκος» στέκεται και σε ένα ακόμα στοιχείο που έδειχνε το μεγαλείο του Κόμπι Μπράιαντ:

«Ηταν από τους λίγους σταρ ο οποίος εκτιμούσε την τεράστια πρόοδο που είχε γίνει στο διεθνές μπάσκετ. Είχε βέβαια την τύχη να περάσει από ευρωπαϊκή χώρα την Ιταλία. Αλλά είχε πάντα μια θετική εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούσαμε εμείς στην Ευρώπη να εξελιχθούμε για να τους πλησιάσουμε και  να τους συναγωνιστούμε.

Ο,τι και να πω είναι λίγο γιατί έβλεπες έξω από το γήπεδο έναν ωραίο άνθρωπο να εκτιμάει τις προσπάθειες ανθρώπων, ιδιαίτερα αυτών που ήταν εκτός αμερικανικού μπάσκετ. Αναγνώριζε την αξία και την πρόοδο. Η Ευρώπη γνώρισε το μπάσκετ από ανθρώπους που έπαιζαν με τέτοια προσόντα στις ΗΠΑ, και μέσα από το σχολείο και αυτό ήταν προβάδισμα γιατί στην Ευρώπη δεν υπήρχε τόσο έντονα το μπάσκετ στα σχολεία όπως στα κολλέγια στις ΗΠΑ. Αισθανόταν όμως την ανάγκη να αναγνωρίσει πόσο καλά το κάνουμε εδώ και πόσο έχουμε προχωρήσει στην ανάπτυξη του παιχνιδιού. Και όποτε του έπαιρναν συνέντευξη έλεγε το πόσο καλά δουλεύουν τα νέα παιδιά στην Ευρώπη».

Ο,τι πιο κοντά στον Τζόρνταν

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης φέρνοντας στον μυαλό του και τον Μάικλ Τζόρνταν δεν διστάζει να παραδεχτεί:

«Ο Κόμπι ήταν ό,τι πιο κοντά στον Τζόρνταν. Τον θαύμαζε, είχε πολλές κινήσεις ίδιες και δούλευε σκληρά για να του μοιάσει. Κάτι πολύ δύσκολο που ήθελε πείσμα και εξάσκηση εξαντλητική. Ποτέ όμως δεν δεχόταν τον τίτλο ότι ήταν ο διάδοχός του, δείγμα του πόσο ταπεινός έμενε πάντα. Συγχρόνως ήταν ένας θρύλος, ένας σταρ που αναγνώριζε την ικανότητα και το επίτευγμα αυτού που πέτυχαν στην Ευρώπη. Και πάντα είχε σεβασμό για αυτό. Το εισπράξαμε το 2008 στο Πεκίνο όπως και κάθε φορά που μιλούσε για την Ελλάδα και τα λόγια του ήταν αυθόρμητα, όχι προσποιητά» λέει ο «Δράκος» του ελληνικού μπάσκετ και συνεχίζει:

«Πόσο ταπεινός και ανθρώπινος ήταν εκτός γηπέδου και την ίδια ώρα πόσο διαφορετικός και ανταγωνιστικός ήταν μέσα στο παιχνίδι όπου ήθελε να φτάσει πάντα στο υψηλότερο επίπεδο απόδοσης και έπαιρνε πάντα ευθύνες. Ηταν τόσο μαχητικός και διεκδικητικός μέσα στο παιχνίδι και αυτό ήταν απόρροια του σεβασμού που είχε πάντα στον αντίπαλο. Ηταν τυχερός που όλη του την καριέρα έπαιξε στη μία από τις δύο ομάδες μύθους του ΝΒΑ, τους Λος Αντζελες Λέικερς, που μαζί με τους Μπόστον Σέλτικς είναι όλη η ιστορία του ΝΒΑ. Ομως λάτρευε αυτό που έκανε και ήθελε και ο κόσμος της ομάδας να είναι ευτυχισμένος και να το απολαμβάνει.

Τρομερό και το γράμμα με το οποίο αποχαιρέτησε το μπάσκετ του μικρού παιδιού. Εδειχνε την αγάπη του για όλα αυτά που έζησε μέσα από αυτό το παιχνίδι και αυτό είναι το πιο σημαντικό για το αποτύπωμα που άφησε. Οτι ο αθλητισμός μπορεί να δώσει τόσα πολλά σε ένα μικρό παιδί εάν αγαπάει αυτό που κάνει, σέβεται τους αντιπάλους και δουλεύει σκληρά. Είτε έχει τα προσόντα είτε όχι μπορεί να ζήσει μεγάλες στιγμές μέσα από τον αθλητισμό».

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης είχε επισκεφτεί και την ακαδημία που έχει δημιουργήσει: «Τρομερή. Δούλευε πολύ με τα νέα παιδιά και είχε φτιάξει μια απίστευτη εγκατάσταση με γυμναστήρια, γήπεδα, γήπεδα με άμμο για προπόνηση, φυσιοθεραπευτήρια και μέχρι και αίθουσα e basket για να παίζουν τα παιδιά και σε υπολογιστή.

Εδινε βάση ότι το παιχνίδι αυτό εάν το αγαπάς σε μαθαίνει πάρα πολλά. Να βοηθάς τον συμπαίκτη σου, να παίζεις άμυνα, να θέλεις να κάνεις σκριν. Ο,τι χρειάζεσαι και για τη ζωή σου έτσι ήθελε να αναπτύσσεται το παιχνίδι. Για αυτό είχε και τέτοιο σεβασμό και ποτέ δεν ήθελε να προσβάλει κανέναν μέσα στον χώρο. Ο,τι θέση και αν είχε ο καθένας είτε ήταν γυμναστής είτε φυσιοθεραπευτής ήξερε ότι κάτι μπορεί να του δώσει ο καθένας για να γίνει καλύτερος. Ο ίδιος έπαιζε πάντα σαν να είναι η τελευταία άμυνα ή η τελευταία επίθεση της καριέρας του, ήταν τρόπος ζωής».