Ο Κώστας Σημίτης είναι, ίσως, ο μόνος πρωθυπουργός που αφήνει ως κληρονομιά, όχι μόνο το πολιτικό αποτύπωμά του, αλλά κι έναν μεγάλο όγκο γραπτών, στο ψηφιοποιημένο προσωπικό αρχείο και το πλούσιο συγγραφικό έργο του. Στο σύνολο της εργογραφίας του περιλαμβάνονται κείμενα και βιβλία ακαδημαϊκά, ιδεολογικά και πολιτικές διακηρύξεις, διαλέξεις και ομιλίες, αναλύσεις και ίσως η πλέον εξομολογητική πολιτική αυτοβιογραφία που έχει γραφτεί ποτέ από έλληνα πολιτικό.
Ο διανοούμενος πολιτικός Σημίτης είχε, άλλωστε, συνεισφέρει από νωρίς σε δύο εμβληματικά κείμενα του εγχώριου δημοκρατικού σοσιαλισμού, την ιδρυτική διακήρυξη του «Ομίλου Παπαναστασίου» (από τον οποίο προήλθε η οργάνωση Δημοκρατική Αμυνα) και, βεβαίως, στη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη του ΠΑΣΟΚ. Τα δύο κείμενα γράφτηκαν με 9 χρόνια διαφορά, πριν και αμέσως μετά τη χούντα, αλλά έχουν σημαντικές ομοιότητες. Σε αντίθεση με ύστερες απλοϊκές αναγνώσεις του εκσυγχρονισμού, στον πυρήνα της σκέψης του ήταν από τότε η πάλη απέναντι στην υστέρηση και υπέρ της σύγκλισης. Δυο λέξεις-κλειδιά για την ανάγνωσή του.
Σχεδιάζοντας
τον «εκσυγχρονισμό»
Μετά την παραίτησή του από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας το 1987, ο Σημίτης αρχίζει και ξεδιπλώνει συστηματικά, πια, το όραμά του σε μια εκδοτική τριπλέτα (που εξέδωσαν, τότε, οι εκδόσεις Γνώση). Πρώτο ήταν το «Πολιτική της οικονομικής σταθεροποίησης» που συνυπογράφουν με τον Νίκο Γκαργκάνα, τον Τάκη Θωμόπουλο και τον Γιάννη Σπράο. Ακολούθησε το «Λαϊκισμός και Πολιτική», βασισμένο σε ημερίδα που ο Σημίτης διοργάνωσε στο Παντειο και συνυπογράφει με τον Νίκο Μουζέλη, τον Μιχάλη Σπουρδαλάκη και τον Θάνο Λίποβατς. Και, τέλος, το πρώτο πολιτικό «μανιφέστο» του εκσυγχρονισμού, το «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας». Εκεί πια ο συγγραφέας παραδίδει μια πολιτική πλατφόρμα για το ΠΑΣΟΚ, προπομπό του κειμένου θέσεων «για την πολιτική στρατηγική του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος» που κατέθεσε στο κόμμα το 1990.
Ως και το 1995, η συγγραφική δραστηριότητα του Σημίτη ήταν εντατική, όχι απλώς παράλληλη με τη συμμετοχή του στην ενεργό πολιτική αλλά αναπόσπαστο μέρος της, με τα έργα «Προτάσεις για μια άλλη Πολιτική», «Εθνικιστικός λαϊκισμός ή εθνική στρατηγική;» και «Για μια κοινωνία ισχυρή για μια ισχυρή Ελλάδα».
Το 2002, προς το τέλος της πρωθυπουργικής θητείας του, αποδέχθηκε, αν και με πολύ σκεπτικισμό αρχικά, την πρόταση των εκδόσεων Καστανιώτη να εκδοθούν οι ομιλίες που είχε εκφωνήσει από το 1996. Στην παρουσίαση του τρίτομου έργου, έκανε ένα σχόλιο που παραμένει επίκαιρο και εξηγεί, ίσως, και την ανάγκη του να μας αφήσει τόσα πολλά γραπτά: «Η πολιτική, χάρη στην ταχύτητα των εξελίξεων, χάρη στον “πολυβολισμό” εικόνων και γεγονότων που προσφέρει η τηλεόραση, εξελίσσεται όπως ένα σίριαλ με πολλές συνέχειες, συνέχειες ετών. Οταν βλέπουμε το τελευταίο, το τρέχον επεισόδιο για την ακρίβεια, έχουμε ξεχάσει πώς ξεκίνησε η σειρά, τι προηγήθηκε, πώς βρεθήκαμε ξαφνικά εδώ. Η συνεχής εντατική προβολή της επικαιρότητας θρυμματίζει τη συνείδηση της εξέλιξης των γεγονότων, αλλά όμως η μνήμη είναι απαραίτητη για να αξιολογήσουμε, να κρίνουμε, να προσδιορίσουμε τη συνέχιση της πορείας μας. Η μνήμη του γιατί η χώρα είχε πρόβλημα, η μνήμη πώς αγωνίσθηκε και ενάντια σε ποιους για να λύσει αυτά τα προβλήματα. Το παρελθόν είναι πάντα στοιχείο του παρόντος. Είναι επίσης το στοιχείο του μέλλοντος, το οποίο θέλουμε να προσδιορίσουμε. Η παρελθοντολογία είναι μερικές φορές ενοχλητική, αλλά το να ξεχνάμε, να μην έχουμε μνήμη, δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε, να έχουμε συνείδηση των γεγονότων».
Αποτίμηση, κρίσεις
και προβληματισμοί
Διόλου τυχαία, αποφάσισε να είναι αυτός ο πρώτος στη βιβλιογραφία της μελέτης του κυβερνητικού έργου του. Το opus magnum του είναι το «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 1996-2004» (εκδόσεις Πόλις) που εξέδωσε άμεσα, το 2005. «Η συγγραφή είναι πολιτική πράξη και πολιτική συμμετοχή» εξήγησε ο ίδιος, τονίζοντας ότι «οι συντηρητικές δυνάμεις δεν μπορούν να γράφουν αυτές και μόνο το χρονικό των εξελίξεων» και ότι «η δύναμη μιας παράταξης είναι το έργο της και αυτό δεν πρέπει να το χαρίζει σε άλλους».
Τα επόμενα χρόνια βρίσκουν τον πρώην πρωθυπουργό σε μια νέα περίοδο προβληματισμών από τα διεθνή γεγονότα και τη γέννηση κρισιακών φαινομένων. Ενδεικτικό είναι το έργο του «Η Δημοκρατία σε κρίση;» (εκδόσεις Πόλις) του 2007, όπου εκκινεί από τα αιτήματα των εξεγέρσεων της Αραβικής Ανοιξης για να αναπτύξει εγκαίρως καίριες ανησυχίες για τα προβλήματα της ποιότητας της δημοκρατίας στον δυτικό κόσμο.
Με το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους και την αρχή της μνημονιακής μας περιπέτειας, ο ήδη διαγραμμένος από το ΠΑΣΟΚ Σημίτης κάνει μια συστημική ανάλυση («Η Κρίση», Πόλις, 2009) αλλά στις πρώτες αποτιμήσεις του δεν διστάζει να κάνει ιδιαίτερα σκληρή κριτική στη ΝΔ, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς αλλά και να γίνει ενοχλητικός στο ίδιο του το κόμμα. Αυτά στο πλέον πολυσυζητημένο βιβλίο του, το «Ο εκτροχιασμός» (Πόλις, 2012) που απασχόλησε την επικαιρότητα κυρίως για την κριτική του στους χειρισμούς του Γιώργου Παπανδρέου το διάστημα πριν απ’ την ένταξη στον μηχανισμό στήριξης ΕΕ – ΔΝΤ.
Μια εξοµολογητική αυτοβιογραφία
Τέλος, το τελευταίο μεγάλο συγγραφικό έργο του είναι η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Δρόμοι Ζωής» (Πόλις, 2015). Σε ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο ο Σημίτης άνοιξε, τότε, το προσωπικό αρχείο του και με μεγάλη απλότητα και λιτό ύφος αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην οικογένειά του, τους γονείς του, Γεώργιο και Φανή Σημίτη, τον αδελφό του Σπύρο, τη γνωριμία με τη σύζυγό του Δάφνη, τις κόρες του, τους συνεργάτες του, φίλους και συντρόφους. Οι προβληματισμοί του για τη χώρα διακρίνονται, ωστόσο, αναλλοίωτοι, όπως και μια μακροσκοπική, πια, κριτική του στα λάθη που έγιναν από το ΠΑΣΟΚ παρά τις προθέσεις και την κληρονομιά που πάντα, μέχρι και την τελευταία στιγμή, υπερασπιζόταν.