Ο ύποπτος κόσμος του Ντέιβιντ Λιντς

Η είδηση κατέφτασε μέσω Whatsapp στην παράσταση «Λεωφορείο ο Πόθος», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Και από την επόμενη στιγμή, ενώ εκτυλισσόταν μπροστά μου η μονομαχία ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη μαγεία α λα Τένεσι Ουίλιαμς, σκεφτόμουν ποιο έργο του Ντέιβιντ Λιντς αποτύπωνε τον σουρεαλιστικό χαρακτήρα του κινηματογράφου του – εξίσου δηλωτικού για τις προσδοκίες και τα αδιέξοδα του αμερικανικού ονείρου.

Συνήθως σε αυτού του είδους τη φανταστική μονομαχία το «Twin Peaks» εισέρχεται με μεγάλες αξιώσεις. Στις αρχές του 1990, ενώ η «Δυναστεία» έφευγε και η «Τόλμη και γοητεία» έπαιρνε τη σκυτάλη, η σειρά μυστηρίου εφτά επεισοδίων για τον θάνατο της Λόρα Πάλμερ ήταν μία χειροβομβίδα μέσα στο ABC. Η συνδημιουργία των Λιντς και Μαρκ Φροστ ξέφευγε από τη στενή αφηγηματική γραμμή ενός σίριαλ και αποτέλεσε ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό γεγονός, με επίκεντρο τη φανταστική μικρή πόλη στα σύνορα ΗΠΑ – Καναδά (χώρια η φανταστική σειρά μέσα στη σειρά με τίτλο «Invitation to love»).

Είχε προηγηθεί βέβαια το «Μπλε βελούδο», μια αριστουργηματική ταινία με βαθύ αποτύπωμα για όλη τη δεκαετία του 1980. Εκεί όπου ο Λιντς εμπνεόταν από τους πίνακες του αγαπημένου του Εντουαρντ Χόπερ, το φιλμ νουάρ και, φυσικά, το ομότιτλο τραγούδι του Μπόμπι Βίντον από το 1963. Και εδώ η φαινομενικά ειδυλλιακή κωμόπολη της Αμερικής λειτουργούσε σαν προπέτασμα για να κρύψει το έγκλημα, όπως έγραφε ο Λουκάς Κατσίκας στο περιοδικό «ΣΙΝΕΜΑ» (χειμώνας 2015).

Θυμάμαι πάντως την πρωτόγνωρη έκπληξη όταν ένα βράδυ ανακάλυπτα στην κρατική τηλεόραση τον «Ανθρωπο ελέφαντα» (1980). Εχω βέβαια ακόμη την απατηλή (;) εντύπωση ότι η δύναμη εκεί πήγαζε από την ερμηνεία του Τζον Χερτ, καθώς κατάφερνε να διαπεράσει τη μάσκα του μέικ απ και να αποδώσει την αληθινή ιστορία του παραμορφωμένου Τζον Μέρικ στη βικτωριανή Αγγλία. Ο Λιντς φυσικά ήξερε τα ερωτήματα που επέλεγε: επιβιώνει το άτομο μέσα στο βιομηχανικό περιβάλλον; Μπορεί κανείς να φτάσει από το αλλόκοτο στην αλήθεια;

Θυμάμαι επίσης την προβολή του «Mulholland drive» (2001) στον κινηματογράφο και μια παρέα να χωρίζεται στα τρία: σε όσους βούτηξαν στο παραισθησιογόνο σύμπαν – τη βιομηχανία του χολιγουντιανού θεάματος, δηλαδή (κι εγώ ανάμεσά τους) –, σε όσους δεν έδωσαν άλλα credit στη χωροχρονική ασάφεια του σκηνοθέτη και σε όσους απλώς αδιαφόρησαν.

Αν έπρεπε, πάντως, να εμπιστευτώ το συναίσθημα την ώρα που γεννιέται, θα έπρεπε να ποντάρω όλες τις αναμνήσεις μου στο «Straight story» του 1999. Την ταινία όπου ο 73χρονος Αλβιν Στρέιτ (Ρίτσαρντ Φάρνσγουορθ) μαθαίνει πως ο αδερφός του έχει υποστεί εγκεφαλικό και αποφασίζει να διανύσει μία απόσταση 644 χιλιομέτρων για να τον ξαναδεί. Εκείνο που ξενίζει την κόρη και τους συντοπίτες του είναι το μέσο που επιλέγει: μία μηχανή του γκαζόν. Ο σκοπός, όμως, αγιάζει τα μέσα και ο Αλβιν δεν φαίνεται να τρομάζει μπροστά στη διαδρομή Αϊόβα – Ουισκόνσιν. Στους επαρχιακούς δρόμους, στα δάση και στις κωμοπόλεις των ΗΠΑ θα γνωρίσει τις αθέατες όψεις της americana και τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων, για να καταλήξει στη βεράντα του αδελφού του κάτω από τον έναστρο ουρανό. Εκεί θα ακούσει τον τελευταίο να του λέει: «Κι έκανες τόσο δρόμο μόνο και μόνο για να δεις εμένα;».

Ναι, σε ένα σύμπαν που περιέχει το «Eraserhead», το αποτυχημένο «Dune», την «Ατίθαση καρδιά», τη «Χαμένη λεωφόρο» και το «Inland empire», το «Straight story» είναι ίσως η πιο απρόσμενη παράκαμψη από τα σκοτεινά μονοπάτια του σκηνοθέτη. Η μεγαλύτερη παραδοξότητα στη φιλμογραφία του ενταγμένη σε έναν κόσμο απλότητας, συναισθηματικότητας και ανθρώπινων χαρακτήρων. Κατ’ αυτή την έννοια, συμπυκνώνει αλλιώς το εικονοκλαστικό μήνυμα του Ντέιβιντ Λιντς.