«Πολλοί φοβούνται μήπως τους συμβεί αυτό που έγινε στην Πύλο»

Ηταν σίγουρα ένα διαφορετικό γεύμα. Απέναντί μου δεν καθόταν κάποιος πολιτικός ή επιστήμονας ή άνθρωπος των τεχνών και των γραμμάτων, όπως άλλωστε συνηθίζεται σε αυτή τη στήλη. Στην απέναντι καρέκλα καθόταν ένας νέος άνθρωπος, με όνειρα και στόχους και μια ιστορία που σίγουρα δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο, μια ιστορία γεμάτη πολέμους, επικίνδυνες διαδρομές, ακόμη και ναυάγια. Μία ημέρα μετά τη Διεθνή Ημέρα Μεταναστών, λοιπόν, ο Αντελ Μπόσι με καταγωγή από τη Συρία άφησε για λίγο την καθημερινότητά του και κατέβηκε στο κέντρο της Αθήνας για μια συζήτηση όχι μόνο για όσα πέρασε και όσα ονειρεύεται, αλλά και τις νέες εξελίξεις στη χώρα του μετά την πτώση του καθεστώτος Ασαντ.

Η γεμάτη αγωνία, τρέξιμο και δύσκολες συνθήκες ιστορία του Αντελ ξεκινά το 2011, πριν καν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας του, τότε που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη του, τη Δαμασκό. Αιτία ήταν ο πόλεμος και προορισμός του τότε η Αίγυπτος. «Πίστευα πως ο πόλεμος θα τελειώσει σε λίγους μήνες κι εγώ θα επέστρεφα, όμως ο πόλεμος διήρκεσε τουλάχιστον μία δεκαετία. Κι έτσι έμεινα στην Αίγυπτο για τρία ολόκληρα χρόνια».

Ο Αντελ από μικρός «τρύπωνε» στην κουζίνα της μητέρας του, του άρεσε να μαγειρεύει, αλλά συνήθως εκείνη τον έδιωχνε γιατί ήταν πολύ ακατάστατος. Η αγάπη για τη μαγειρική, όμως, ήταν τόσο μεγάλη που πήγε σε σχολή, ολοκλήρωσε τις σπουδές μέσα σε τρία χρόνια και το 2005 άρχισε να εργάζεται σε εστιατόρια στη Συρία, φτάνοντας από βοηθός στην κουζίνα σε σεφ. Αυτό το επάγγελμα συνέχισε να κάνει και στην Αίγυπτο. Η ζωή εκεί, ωστόσο, δεν ήταν αυτό που έψαχνε και η επιστροφή στην πατρίδα ήταν ακόμη απαγορευτική, οπότε η Τουρκία φάνταζε τη στιγμή εκείνη ως μονόδρομος για να μπορέσει να… πατήσει αυτό το σκαλοπάτι και να περάσει σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Εκανε δύο απόπειρες για να προσεγγίσει τις ελληνικές ακτές. Η πρώτη, όμως, ήταν τραυματική: αφού επιβιβάστηκε στη βάρκα μαζί με δεκάδες άλλους και έχοντας απομακρυνθεί τουλάχιστον δύο ώρες από τις τουρκικές ακτές, το σκάφος έσπασε και οι επιβαίνοντες βρέθηκαν στο νερό. «Εμεινα στη θάλασσα για δύο ώρες, μέχρι που ήρθε το τουρκικό λιμενικό, μας έβγαλε και μας οδήγησε στη φυλακή, όπου μείναμε για δύο εβδομάδες», θυμάται ο Αντελ. Στην ερώτηση εάν φορούσε σωσίβιο, κουνάει το κεφάλι, αλλά πολύ γρήγορα μου απαντά πως ήταν τόσο κακής ποιότητας που δυσκόλευε την κατάσταση παρά εξυπηρετούσε τον σκοπό του.

Ενα συναίσθημα

που δεν περιγράφεται

Οντας ακόμη στη φυλακή, η σκέψη και μόνο για μια δεύτερη απόπειρα διάσχισης του Αιγαίου τον έκανε να τρέμει. Ακόμη κι όταν τελικά αποφυλακίστηκε και είχε την πληροφορία ότι υπάρχει χώρος σε μια βάρκα που θα έφευγε λίγες ώρες αργότερα, το σκεφτόταν διπλά, δεν ήθελε, όπως λέει, να ξαναζήσει τα ίδια. «Το συναίσθημα δεν περιγράφεται. Πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι φοβούνται για τη ζωή τους, μήπως τους συμβεί αυτό που έγινε στην Πύλο, όπου περίπου 700 άνθρωποι βρέθηκαν στη θάλασσα. Το ακούω συνέχεια από φίλους, από φίλους φίλων: προτιμούν να πεθάνουν στην πατρίδα τους και όχι στη θάλασσα. Είναι ένα άγριο συναίσθημα». Τελικά, η δεύτερη προσπάθεια είχε αίσιο τέλος.

Το 2015, λοιπόν, τη χρονιά της μεγάλης προσφυγικής κρίσης, φτάνει στη Λέσβο. Τότε που τις ακτές των ελληνικών νησιών προσέγγιζαν καθημερινά δεκάδες μη αξιόπλοες και υπερφορτωμένες βάρκες με πρόσφυγες και μετανάστες. Τότε που οικογένειες με μικρά παιδιά έπαιρναν την απόφαση να περάσουν το Αιγαίο για να ξεφύγουν από τον πόλεμο. Τότε που ο συνολικός αριθμός των προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα άγγιζε το ένα εκατομμύριο, με περισσότερους από τους μισούς να έχουν καταγωγή από τη Συρία.

Επί δέκα ημέρες ο Αντελ έμενε σε παραλίες, κοιμόταν σε sleeping bag. Μέσα στην ατυχία του, έχοντας μεταναστεύσει για δεύτερη φορά, αφήνοντας πίσω τη ζωή που είχε «φτιάξει» στην Αίγυπτο και τους αγαπημένους του, οι οποίοι επίσης εγκατέλειψαν τη Συρία, στάθηκε διπλά τυχερός (αν μπορεί κανείς να τον χαρακτηρίσει έτσι ύστερα απ’ όσα πέρασε): παρόλο που έφτασε στη Λέσβο, δεν έμεινε στο «κολαστήριο» της Μόριας – που έφτασε κάποια περίοδο να «φιλοξενεί» τετραπλάσιο αριθμό ατόμων από αυτόν που μπορούσε να αντέξει –, ενώ όταν μετακινήθηκε στην Αθήνα, μέσα σε τρεις μήνες είχε λάβει ταυτότητα και διαβατήριο.

Ηταν η Ελλάδα πάντα ο προορισμός; Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αντελ, μάλλον ναι. Εχοντας κάνει ένα… πέρασμα τεσσάρων ετών στη Γερμανία, όπου ζουν η μητέρα και ο αδερφός του, έχοντας εργαστεί για λίγο ως εθελοντής στη Νορβηγία, κατέληξε πως η χώρα που του ταιριάζει είναι η Ελλάδα. Στη χώρα της Κεντρικής Ευρώπης, άλλωστε, πέρα από εθελοντική εργασία, δεν είχε το δικαίωμα να δουλέψει, «κι αυτό για έναν νέο άνθρωπο είναι το Α και το Ω. Σήμαινε, λοιπόν, πως δεν έχω μέλλον στη Γερμανία».

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο 42χρονος σύρος πρόσφυγας ανανέωσε όλα τα χαρτιά του, έβγαλε ΑΦΜ, ΑΜΚΑ και ξεκίνησε την αναζήτηση εργασίας. Για τον σκοπό αυτό άρχισε μαθήματα αγγλικών – στην πραγματικότητα ήταν περισσότερο για φρεσκάρισμα –, ενώ δειλά δειλά άρχισε να μαθαίνει και ελληνικά.

Σε κάποια από τα μαθήματα αυτά, τα οποία πραγματοποιούνταν από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, ο Αντελ γνώρισε την επιχειρηματία, που ήταν εθελόντρια σε ΜΚΟ, στο εστιατόριο της οποίας εργάζεται από το 2021 μέχρι σήμερα.

Σκεπτικισμός για την επόμενη ημέρα στη Συρία

Από τη Συρία λείπει 13 χρόνια, ενδιαφέρεται όμως για τις πολιτικές εξελίξεις. Αλλωστε, πίσω στην πατρίδα έχει μείνει η αδερφή του με την οικογένειά της. Η πτώση του καθεστώτος Ασαντ ήταν μια είδηση που, όπως εξηγεί, τον γέμισε με χαρά. «Ηταν μια κατάσταση που ζούσε η χώρα μου τις τελευταίες δεκαετίες.

Μία οικογένεια πλούτιζε και ο λαός πεινούσε. Ηταν πρώτα ο πατέρας, μετά ο Μπασάρ αλ-Ασαντ και για τη διάδοχη κατάσταση προετοίμαζαν τον γιο του. Οπότε, ναι, είμαι ευτυχισμένος που σταμάτησε όλο αυτό».

Από εκεί και πέρα, ωστόσο, δηλώνει σκεπτικός.

«Περιμένω να δω τι θα γίνει, δεν ξέρω πώς θα είναι η επόμενη ημέρα. Η αδερφή μου που ζει στη Συρία λέει ότι η κατάσταση είναι καλύτερη, αλλά εγώ είμαι από αυτούς που κρατούν μια στάση αναμονής για να δω τι θα ξημερώσει στην πατρίδα με τη νέα κυβέρνηση και τον τρόπο που αυτή θα διοικεί». Στην ερώτηση, δε, εάν θα γύριζε στη Δαμασκό, η απάντησή του είναι αρνητική. «Σύροι που ζουν τα τελευταία χρόνια στην Τουρκία αλλά και στην Αίγυπτο θέλουν να επιστρέψουν γιατί οι συνθήκες διαβίωσης σε αυτές τις χώρες δεν είναι καλές. Εγώ, όμως, δεν θέλω να γυρίσω.

Η οικογένεια, η γειτονιά, οι φίλοι μου λείπουν, αλλά δεν μπορώ δυστυχώς να τους βοηθήσω. Μου αρέσει να ζω στην Ελλάδα», διευκρινίζει.

Το Saffron Kitchen Project (SKP), όπου τα τελευταία χρόνια είναι σεφ ο Αντελ, στην πραγματικότητα είναι ένας οργανισμός που ιδρύθηκε το 2021 στην Αθήνα, με βασικό σκοπό να στηρίξει την προσφυγική κοινότητα αλλά και τα ευάλωτα άτομα. Καθημερινά, οι τρεις εργαζόμενοι στην κουζίνα ετοιμάζουν περίπου 350-600 γεύματα, προκειμένου να μοιραστούν σε όλη την Αθήνα, πάντα σε συνεργασία με οργανισμούς που σκοπό έχουν την υποστήριξη μεταναστών, προσφύγων αλλά και αστέγων, και γενικά όσων ανθρώπων έχουν ανάγκη. «Κάνω αυτό που αγαπώ και εργάζομαι για έναν ιερό σκοπό. Το να προσφέρεις δωρεάν φαγητό σε ανθρώπους που δεν έχουν χρήματα, που έχουν ανάγκη, σε γεμίζει. Οταν δίνεις φαγητό, δίνεις ζωή. Βρέθηκα στη θέση αυτών των ανθρώπων, όταν ήμουν στη Λέσβο ή τον πρώτο καιρό στην Αθήνα, και μπορώ να καταλάβω πόσο σημαντικό είναι κάποιος να σε σκέφτεται».

Η συριακή

και η ελληνική κουζίνα

Οπως είναι φυσικό, τη συζήτηση μονοπώλησαν το φαγητό και η μαγειρική. Εξάλλου, μπορεί τις δύο χώρες να τις χωρίζουν 2.500 χιλιόμετρα, το φαγητό όμως, όπως λέει ο Αντελ, είναι μια γλώσσα διεθνής που ταξιδεύει ανά τους αιώνες και περνάει τα σύνορα των κρατών. Οι κουζίνες των δύο χωρών έχουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. «Πολλά φαγητά και μπαχάρια είναι ίδια. Το τζατζίκι το φτιάχνουμε κι εμείς, μόνο που δεν βάζουμε ελαιόλαδο. Φτιάχνουμε μελιτζανοσαλάτα, απλά την ονομάζουμε baba ganoush. Το αγαπημένο μου φαγητό είναι το mandi, ένα πιάτο με κίτρινο ρύζι, κοτόπουλο και σάλτσα ντομάτας, που έμαθα να το φτιάχνω από τη μητέρα μου».

Στάθηκε τυχερός, λέει, που μακριά από την πατρίδα του κατάφερε επαγγελματικά να ασχοληθεί με αυτό που σπούδασε, με αυτό που αγαπά. «Δυστυχώς, σε χιλιάδες άλλους πρόσφυγες δεν δίνεται η ευκαιρία να εργαστούν πάνω στο αντικείμενο των σπουδών τους. Πόσοι εκατοντάδες δικηγόροι, διοικητικοί, εκπαιδευτικοί, άνθρωποι με πανεπιστημιακές σπουδές, εγκατέλειψαν τη Συρία αλλά δεν κατάφεραν να εργαστούν πάνω στο αντικείμενό τους ή έστω σε κάτι παρεμφερές».

Ονειρό του είναι να ανοίξει το δικό του εστιατόριο. Γι’ αυτό και, πού και πού, ρίχνει κλεφτές ματιές στις αγγελίες μήπως τυχόν εντοπίσει τον χώρο εκείνο που θα του κάνει το «κλικ» για να στεγάσει τη δική του κουζίνα, η οποία, όπως λέει, δεν θα είναι μόνο συριακή αλλά μια μείξη γεύσεων από διαφορετικές κουζίνες του κόσμου.

Αυτό που ίσως τον… κρατάει λίγο πίσω στο να κάνει αποφασιστικά το επόμενο επαγγελματικό του βήμα είναι η γραφειοκρατική διαδικασία, για την οποία ακόμη δηλώνει ανέτοιμος.