Ηταν, ακριβώς, πριν από 92 χρόνια. Το πρωί της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου 1933, ο Αδόλφος Χίτλερ διορίστηκε 15ος καγκελάριος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Σε έναν από τους πιο πολιτικούς μετασχηματισμούς στην ιστορία της δημοκρατίας, ο Χίτλερ ξεκίνησε την καταστροφή μιας συνταγματικής δημοκρατίας με συνταγματικά μέσα. Κατάργησε συστηματικά δομές και διαδικασίες σε έναν μήνα, τρεις εβδομάδες, δύο ημέρες, οκτώ ώρες και 40 λεπτά. Σε αυτές τις 53 ημέρες ακόμα και τα λεπτά είχαν σημασία. Ο ιστορικός Τίμοθι Ράιμπακ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ιστορικής Δικαιοσύνης και Συμφιλίωσης στη Χάγη, καταγράφει στο Atlantic τις κινήσεις του Χίτλερ που στιγμάτισαν μια εποχή. Το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο: Αραγε μπορεί κάτι τέτοιο να ξανασυμβεί σήμερα; Με την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, υπάρχει περίπτωση κάποιος εκλεγμένος να στραφεί εναντίον της δημοκρατίας με τα δικά της μέσα;
Tα ερωτήματα τα θέτουν και άλλοι ιστορικοί. Οπως ο καθηγητής του Γέιλ Τίμοθι Σνάιντερ, ο οποίος στο βιβλίο του «Περί τυραννίας» περιγράφει ακριβώς όσα μας δίδαξε ο 20ος αιώνας για τον απολυταρχισμό και τους κινδύνους που απειλούν τη δημοκρατία τονίζοντας πως όλα όσα λέει και κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, η Εθνική Συσπείρωση στη Γαλλία, το Reform UK στο Ηνωμένο Βασίλειο και πολλά άλλα ακραία αντισυστημικά κόμματα ανά τον κόσμο δεν αποτελούν απλώς μια μετάβαση εντός του δημοκρατικού πλαισίου. Η ιστορικός Αν Απλμπομ δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή της στα «ΝΕΑ» την ανησυχία της επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποιεί τη ρητορική του Χίτλερ και του Στάλιν.
Οι αδυναμίες του συστήματος
Ο Χανς Φρανκ, ιδιωτικός δικηγόρος του Αδόλφου Χίτλερ, περιέγραψε στη δίκη της Νυρεμβέργης πως ο πελάτης του είχε «την ικανότητα να αισθάνεται την αδυναμία του συστήματος». Μετά το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας» το 1923, είχε αποκηρύξει την προσπάθεια ανατροπής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με βίαια μέσα, αλλά όχι την απόφασή του να καταστρέψει το δημοκρατικό σύστημα της χώρας με «νομιμότητα» – κάτι που είχε δηλώσει στο Συνταγματικό Δικαστήριο το 1930. «Λοιπόν, με συνταγματικά μέσα;» τον είχε ρωτήσει ο προεδρεύων δικαστής. «Jawohl!» απάντησε ο Χίτλερ.
Μέχρι τον Ιανουάριο του 1933, έχοντας περάσει μια δεκαετία στην αντιπολίτευση, ο Χίτλερ γνώριζε πια πόσο εύκολα θα μπορούσε να γίνει αυτό. Επί χρόνια, παρέλυε τις νομοθετικές διαδικασίες, και τους προηγούμενους οκτώ μήνες, είχε συμβάλει στην ανατροπή τριών καγκελαρίων και είχε αναγκάσει δύο φορές τον πρόεδρο να διαλύσει το Ράιχσταγκ και να ζητήσει νέες εκλογές.
Οταν έγινε ο ίδιος καγκελάριος, ο Χίτλερ ήθελε να εμποδίσει τους άλλους να του κάνουν ό,τι τους είχε κάνει. Αν και το μερίδιο ψήφων του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματός του είχε αυξηθεί στο 37% εκείνος ήθελε την απόλυτη πλειοψηφία, χρειαζόταν έναν Ermächtigungsgesetz («εξουσιοδοτικό νόμο»). Αλλά η ψήφιση ενός τέτοιου νόμου – που θα καταργούσε τη διάκριση των εξουσιών θα παρείχε στην εκτελεστική εξουσία του Χίτλερ την εξουσία να εκδίδει νόμους χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση και θα του επέτρεπε να κυβερνά με διατάγματα, παρακάμπτοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς και το Σύνταγμα – απαιτούσε την υποστήριξη των 2/3 του Ράιχσταγκ.
«Ο βάλτος της πολιτικής»
Στις 11:30 εκείνο το πρωί της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου 1933, ο Χίτλερ ορκίστηκε να τηρήσει το Σύνταγμα, πήγε απέναντι στο ξενοδοχείο Kaiserhof για γεύμα και επέστρεψε στην Καγκελαρία για να συναντήσει τους υπουργούς του. Τους μίλησε για τον νόμο που χρειαζόταν να του δίνει πλήρη εξουσία ώστε να υλοποιήσει το πρόγραμμά του: αναζωογόνηση της οικονομίας, μείωση της ανεργίας, αύξηση στρατιωτικών δαπανών, απόσυρση από τις διεθνείς συνθήκες, εκκαθάριση της χώρας από ξένους, καθάρισμα του «βάλτου της πολιτικής» και εκδίκηση στους πολιτικούς του αντιπάλους. Αν αναρωτιέστε εάν έχουμε ακούσει τέτοια ρητορική πολύ πρόσφατα, δεν κάνετε λάθος.
Εξήγησε ότι για να έχει τα 2/3 των ψήφων χρειαζόταν να απαγορευθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά δεν ήθελε να κατέβουν σε διαδηλώσεις τα εκατομμύρια οπαδοί του ΚΚ. Ενώ οι «New York Times» είχαν τίτλο «Ο Χίτλερ βάζει στην άκρη τον στόχο να γίνει δικτάτορας», εκείνος προκηρύσσει πρόωρες εκλογές για τον Μάρτιο.
Ο Ράιμπακ υπενθυμίζει μια φράση του Χανς Φρανκ στη Νυρεμβέργη: «Ο Χίτλερ ήρθε ακριβώς σε αυτήν την τρομερή μεταβατική περίοδο, όταν η μοναρχία είχε φύγει και η δημοκρατία δεν ήταν ακόμα ασφαλής». Εάν ο προκάτοχος του Χίτλερ στην καγκελαρία, Κουρτ φον Σλάιχερ, «παρέμενε στην εξουσία για άλλους έξι μήνες, ή εάν ο γερμανός πρόεδρος Πολ φον Χίντενμπουργκ ασκούσε τις συνταγματικές του εξουσίες πιο συνετά, ή εάν μια ομάδα μετριοπαθών συντηρητικών βουλευτών του Ράιχσταγκ ψήφιζε διαφορετικά, τότε η Ιστορία μπορεί κάλλιστα να είχε πάρει μια πολύ διαφορετική τροπή. Τόσο η άνοδος του Χίτλερ στην καγκελαρία όσο και η συντριβή των θεσμικών προστατευτικών μέτρων, είναι ιστορίες πολιτικού ενδεχόμενου και όχι ιστορικού αναπόφευκτου», τονίζει.
Ο διορισμός του Χίτλερ ως καγκελαρίου της πρώτης δημοκρατίας της χώρας ήταν σχεδόν τόσο έκπληξη για τον Χίτλερ όσο και για την υπόλοιπη χώρα. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1932, το κίνημα του Χίτλερ είχε χρεοκοπήσει οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά. Ο Χίτλερ είπε σε αρκετούς στενούς συνεργάτες του ότι σκεφτόταν να αυτοκτονήσει. Αλλά μια σειρά από παρασκηνιακές συμφωνίες που περιελάμβαναν την απόλυση του καγκελαρίου Σλάιχερ έσπρωξαν τον Χίτλερ στην καγκελαρία. Ο Σλάιχερ θα θυμόταν αργότερα τον Χίτλερ να του έλεγε ότι «ήταν εκπληκτικό στη ζωή του που διασώζονταν πάντα ακριβώς όταν ο ίδιος είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα».
Το ξήλωµα ξεκινά
Σε εκείνη την κυβέρνηση ο Χίτλερ επιλέγει τον Βίλχελμ Φρικ ως υπουργό Εσωτερικών και τον Χέρμαν Γκέρινγκ ως υπουργό ένευ χαρτοφυλακίου. Ανιχνεύοντας πάντα τις αδυναμίες στις δομές και τις διαδικασίες, ο Χίτλερ τους βάζει να στοχεύσουν τους βασικούς δημοκρατικούς πυλώνες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: ελευθερία του λόγου, δίκαιη διαδικασία, δημοψήφισμα και δικαιώματα. Ο Φρικ είχε ευθύνη για το ομοσπονδιακό σύστημα της δημοκρατίας, καθώς και για το εκλογικό σύστημα της χώρας και τον Τύπο – γι’ αυτό και ανέλαβε να καταστείλει τον αντιπολιτευόμενο Τύπο. Ο Γκέρινγκ διορίζεται επίσης αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας – του ομοσπονδιακού κρατιδίου που αντιπροσώπευε τα 2/3 του γερμανικού εδάφους –, έχει επιφορτιστεί με την εκκαθάριση της πρωσικής κρατικής αστυνομίας, της μεγαλύτερης δύναμης ασφαλείας στη χώρα μετά τον στρατό. Δίνει εντολή στα μέλη της να πυροβολούν επί τόπου όσους αντιδρούν, χωρίς να φοβούνται τις συνέπειες. «Οταν πυροβολούν, πυροβολώ εγώ», είπε ο Γκέρινγκ. «Οταν κάποιος βρίσκεται εκεί νεκρός, εγώ τον πυροβόλησα». Επίσης υποχρεώνει το κράτος να παρέχει στους τραμπούκους του κόμματός του όπλα και αναγνωρίζει την εξουσία τους στις οδομαχίες. Νομιμοποιεί τη βία που θα εξαπολύσουν.
Υπάρχουν έντονες αντιδράσεις και το βράδυ της 26ης Φεβρουαρίου γίνεται ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ, τον οποίο ο Χίτλερ αποδίδει σε απόπειρα κομμουνιστικού πραξικοπήματος. Ο υπουργός Εσωτερικών Φρικ παρουσιάζει διάταγμα που αναστέλλει τις πολιτικές ελευθερίες και περιορίζει τα δικαιώματα των κρατιδίων. Το έκτακτο διάταγμα που υπογράφει ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ την επόμενη ημέρα δίνει στο Χίτλερ τεράστιες εξουσίες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα τίθεται εκτός νόμου – όπως ήθελε ο Χίτλερ εξ αρχής –, κλείνουν αντιπολιτευόμενες εφημερίδες, συλλαμβάνονται χιλιάδες κομμουνιστές και σοδιαλδημοκράτες.
Απόρησαν και οι ίδιοι
Το πρωί της Κυριακής 5 Μαρτίου, μία εβδομάδα μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, 40 εκατομμύρια γερμανοί ψηφοφόροι προσέρχονται στις κάλπες σε ποσοστό άνευ προηγουμένου: 89%. Το ποσοστό των ναζί αυξάνεται εντυπωσιακά. Την επόμενη μέρα, οι εθνικοσοσιαλιστές εισβάλουν σε δημόσια κτίρια σε όλη τη χώρα, κρεμώντας πανό με σβάστικα. Ο Χίντεμπουργκ δεν αντιδρά. Στις 21 Μαρτίου εκδίδεται διάταγμα του άρθρου 48 με το οποίο αμνηστεύονταν οι εθνικοσοσιαλιστές που καταδικάστηκαν για εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων φόνων, οι οποίοι διαπράχθηκαν «στη μάχη για την εθνική ανανέωση». Οι άνδρες που καταδικάστηκαν για προδοσία είναι πλέον εθνικοί ήρωες. Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης ανοίγει εκείνο το απόγευμα, σε ένα παλιό ζυθοποιείο κοντά στο κέντρο της πόλης Οράνιενμπουργκ, βόρεια του Βερολίνου. Την επόμενη μέρα, η πρώτη ομάδα κρατουμένων φτάνει σε ένα άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης, σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο πυρομαχικών έξω από τη βαυαρική πόλη Νταχάου.
Νομοσχέδια που θα εξαιρούσαν τους Εβραίους από τα νομικά και ιατρικά επαγγέλματα, καθώς και από κυβερνητικά γραφεία, ήταν σε εξέλιξη, οι λογαριασμοί των εβραίων καταθετών δεσμεύονται και ο Γκέρινγκ, πρόεδρος πλέον του Ράιχσταγκ επιπλήττει τη διεθνή κοινότητα, καλώντας τους ξένους να μην ανακατεύονται. Στις 23 Μαρτίου ο Χίτλερ μιλά στο Ράιχσταγκ για «τις αποτυχίες της δημοκρατίας» και η πλειοψηφία των βουλευτών ψηφίζει για την κατάργηση σχεδόν όλων των συνταγματικών περιορισμών στην κυβέρνησή του.
Ο Γιόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος ήταν παρών εκείνη την ημέρα, αργότερα θα απορούσε πώς οι ναζί κατάφεραν να διαλύσουν τόσο γρήγορα μια συνταγματική δημοκρατία. Πως ακόμα και οι άνθρωποι που δήλωναν ξεκάθαρα ότι ήταν εχθροί της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης είχαν στη διάθεσή τους ταξίδι στην πρώτη θέση και δωρεάν γεύματα, μαζί με τη δυνατότητα να παραλύσουν τις δημοκρατικές δομές κατά βούληση. «Το μεγάλο αστείο με τη δημοκρατία», παρατήρησε, «είναι ότι δίνει στους θανάσιμους εχθρούς της τα μέσα για την καταστροφή της».