Το στεγαστικό ζήτημα στην Ελλάδα έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα για τους νέους που προσπαθούν να ανεξαρτητοποιηθούν ή να δημιουργήσουν οικογένεια. Επειτα από μία δεκαετία οικονομικής κρίσης, η κατασκευή νέων κατοικιών έπεσε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Ταυτόχρονα, η άνοδος του ενδιαφέροντος διεθνών επενδυτών στα ελληνικά ακίνητα έφερε επιπλέον πίεση στις τιμές. Οι υψηλές αποδόσεις που προσφέρουν ακίνητα, ιδίως σε τουριστικές περιοχές και μεγάλα αστικά κέντρα, προσελκύουν κεφάλαια από το εξωτερικό, ενώ η τοπική ζήτηση αδυνατεί να ανταποκριθεί.
Ενα εύλογο ερώτημα είναι εάν προτιμώνται οι ξένοι επενδυτές στην ελληνική αγορά ακινήτων. Η απάντηση δεν είναι μονοδιάστατη. Από τη μία, οι ξένες επενδύσεις ενισχύουν την οικονομία, προσφέροντας έσοδα από φόρους και δημιουργώντας θέσεις εργασίας στον κατασκευαστικό κλάδο. Από την άλλη, οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται, καθιστώντας τα σπίτια μη προσιτά για τους Ελληνες, ειδικά όταν οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι.
Είναι εύκολο να αποδοθούν όλες οι ευθύνες στους ξένους επενδυτές, αλλά αυτό θα ήταν υπεραπλούστευση. Η ελληνική πολιτεία, με τις χρόνιες αδυναμίες της, έχει συμβάλει στην επιδείνωση του προβλήματος. Η απουσία στρατηγικού σχεδίου για την προσιτή κατοικία, η έλλειψη μέτρων για την προστασία της πρώτης κατοικίας, καθώς και η μη καταγραφή και εκμετάλλευση των αδρανών ακινήτων, έχουν αφήσει το πεδίο ελεύθερο για ανεξέλεγκτες αυξήσεις τιμών.
Το ζήτημα απαιτεί πολυεπίπεδη προσέγγιση. Πρωτίστως, η πολιτεία πρέπει να επαναφέρει πολιτικές για προσιτή κατοικία, όπως κίνητρα για κατασκευή κοινωνικών κατοικιών και επιδοτήσεις ενοικίου για τους νέους. Επιπλέον, θα μπορούσαν να τεθούν περιορισμοί στις επενδύσεις ξένων κεφαλαίων για συγκεκριμένες κατηγορίες ακινήτων, προκειμένου να προστατευθεί η εγχώρια αγορά. Τέλος, είναι απαραίτητο να δοθεί έμφαση στη στήριξη των εισοδημάτων και στην καταπολέμηση της μαύρης εργασίας, ώστε οι έλληνες πολίτες να αποκτήσουν καλύτερη αγοραστική δύναμη.