Συνολικά 78 παράπονα στα 4 χρόνια εφαρμογής νόμου για δικαίωμα σε πληροφορίες δημοσίου

Συνολικά 78 παράπονα στα 4 χρόνια εφαρμογής νόμου για δικαίωμα σε πληροφορίες δημοσίου – Τι ανέφερε η Επίτροπος Λοϊζίδου Νικολαϊδου

Το δικαίωμα σε πληροφορίες του δημόσιου τομέα έκλεισε τέσσερα χρόνια ζωής και στα πλαίσια της εφαρμογής του σχετικού νόμου, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 22 Δεκεμβρίου 2020, έχουν εγκριθεί 267 σχέδια δημοσίευσης, έχουν εξεταστεί 78 παράπονα, έχουν απαντηθεί 45 γραπτά ερωτήματα και έχουν διοργανωθεί εκπαιδευτικές παρουσιάσεις και σχετικές εκστρατείες, σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν στο πλαίσιο σημερινής δημοσιογραφικής διάσκεψης της Επιτρόπου Πληροφοριών, Ειρήνης Λοϊζίδου Νικολαϊδου.

Η Επίτροπος είπε ότι οι κυριότερες κατηγορίες παραπόνων, από τα 78 που έχουν καταχωριστεί είναι η μη πληροφόρηση σχετικά με την κατοχή των πληροφοριών εντός προθεσμίας.

«Βρίσκουμε δηλαδή ότι υπάρχει πρόβλημα στη διοίκηση να απαντήσει. Δεν απαντούν του αιτητή οι δημόσιες αρχές ούτε καν ότι κατέχουν αυτές τις πληροφορίες, πόσο μάλλον να δώσουν πρόσβαση. Τριάντα επτά από αυτά τα παράπονα αφορούσαν στο ότι δεν έχουν απαντήσει εντός του πλαισίου, δηλαδή μπορεί να έχουν πει ότι έχω τις πληροφορίες αλλά δεν έχουν απαντήσει εντός του χρονικού πλαισίου του ενός μηνός. Καμία παροχή βοήθειας σε 6 από αυτά και σε 5 μη τήρηση των διαδικασιών που πρέπει να ακολουθηθούν κατά την απόρριψη της αίτησης, δηλαδή τι μέλλει γενέσθαι όταν η αίτηση απορρίπτεται», σημείωσε.

Όπως είπε η κ. Νικολαϊδου, ο νόμος δίνει στους πολίτες το δικαίωμα να ζητούν και να λαμβάνουν, υπό προϋποθέσεις, πληροφορίες από Δημόσιες Αρχές, στα πλαίσια της διαφάνειας και για σκοπούς ελέγχου των πράξεων της Διοίκησης.

«Δεν χρειάζεται ούτε το φυσικό ούτε το νομικό πρόσωπο να αιτιολογήσει κάποιο έννομο συμφέρον. Μπορεί να κάνει μια απλή αίτηση, να βάλει πολύ απλά δεδομένα: μια διεύθυνση και ένα στοιχείο επικοινωνίας, και μπορεί να αιτηθεί πληροφορίες οι οποίες κατέχονται από οποιαδήποτε δημόσια αρχή. Βεβαίως υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις, αλλά είναι ένα δικαίωμα το οποίο είναι προς το σωστό σκοπό της διαφάνειας και λογοδοσίας, αφού ουσιαστικά με αυτήν την άσκηση, αυτού του δικαιώματος ελέγχει τη δημόσια διοίκηση. Αναγκάζουμε τη δημόσια διοίκηση να απαντήσει επί των ερωτήσεών μας», πρόσθεσε η Επίτροπος.

Βεβαίως, συνέχισε,, το δικαίωμα αυτό αφορά και την επιβεβαίωση της δημόσιας αρχής ότι κατέχει την πληροφόρηση.

«Δεν φτάνει δηλαδή να μην μας απαντήσει ή να μας απαντήσει ότι τις κατέχει. Θα πρέπει να μας το πει πρωτίστως πριν να μας τις παραχωρήσει. Επομένως, επιβεβαίωση ότι τις έχει και μετά στη συνέχεια εντός 30 ημερών, έχει τη δυνατότητα να μας τις παραχωρήσει», σημείωσε.

Είπε, παράλληλα, ότι σκοπός του νόμου δεν είναι άλλος από την άσκηση ελέγχου με αυτό το αίτημα προς τη δημόσια μηχανή, που είναι υποχρεωμένη εντός αυτού του χρονικού πλαισίου των 30 ημερών «να μας απαντήσει αν κατέχει και αν τις κατέχει να δώσει πρόσβαση και αν δεν απαντήσει ή αν δεν απαντήσει ικανοποιητικά, τότε υπάρχει δικαίωμα παραπόνου στο Γραφείο Επιτρόπου Πληροφοριών, το οποίο διερευνάται.

Η Επίτροπος διευκρίνισε ότι «δεν μπορούμε προφανώς να ζητήσουμε πληροφορίες για ένα άλλο πρόσωπο».

«Μπορούμε μόνο να ζητήσουμε πληροφορίες για μας. Επομένως, είναι μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή, η οποία εκδίδει εκτελεστές αποφάσεις, είναι δεσμευτικής ισχύς οι αποφάσεις, δεν είναι συμβουλευτικού χαρακτήρα, δεν εκδίδει μόνο συστάσεις, αλλά έχει δεσμευτική εξουσία», συμπλήρωσε.

Ανέφερε, επίσης, ότι κάτι πολύ βασικό είναι η αξιολόγηση και έγκριση των σχεδίων δημοσίευσης.

«Σχέδιο δημοσίευσης δεν είναι τίποτε άλλο από εικόνα της δημόσιας υπηρεσίας που πρέπει να υπάρχει αναρτημένη σε κάθε δημόσια αρχή για το ποιες πληροφορίες κατέχει, τι πληροφορίες δίνονται δωρεά και ποιες πληροφορίες για να τις αποκτήσουμε πρέπει να καταβάλουμε ένα κάποιο τέλος. Έχουμε εκδώσει ήδη αρκετές εγκυκλίους για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με αυτό το εργαλείο, είναι καινούργια νομοθεσία, συνεχώς έχουμε ερωτήματα, αλλά έχουμε διαπιστώσει ότι δεν έχει χρησιμοποιηθεί ενδεχομένως όπως θα περιμέναμε αυτό το εργαλείο στα χέρια των πολιτών και των δημοσιογράφων. Γιατί σε άλλες χώρες αυτή η νομοθεσία είναι εργαλείο στα χέρια των δημοσιογράφων για να αποκτούν πληροφορίες, να κάνουν τις έρευνές τους και τη δουλειά τους», πρόσθεσε.

Είπε, παράλληλα, ότι το Γραφείο της δικαιούται να κάνει την οποιαδήποτε επιθεώρηση στις δημόσιες αρχές για να δουν αν υφίσταται το παράπονο και πώς θα αποφανθούν.

Σημείωσε ότι ο Επίτροπος εκδίδει δεσμευτικές αποφάσεις, οι οποίες μπορεί να είναι από μια σύσταση προειδοποίηση ή ακόμα και να επιβάλλει διοικητική κύρωση προστίμου στις δημόσιες αρχές €5.000 ή και €50 επιπλέον για κάθε μέρα που δεν συμμορφώνεται η δημόσια αρχή με μια απόφαση.

«Βεβαίως, αντιλαμβάνεστε ότι όταν επιβάλλουμε πρόστιμα σε δημόσιες αρχές μετακυλίεται αυτό το κόστος στον πολίτη και γι΄αυτό είμαστε ιδιαίτερα φειδωλοί με την επιβολή τέτοιου είδους κυρώσεων, διότι ο σκοπός μας είναι η καθιέρωση τούτης της κουλτούρας να απαντά η διοίκηση και προφανώς να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις και όχι να επιβάλλουμε διοικητικές κυρώσεις. Δεν προχωρήσαμε μέχρι τώρα στην επιβολή οποιασδήποτε διοικητικής κύρωσης προστίμου, διότι αμέσως οι δημόσιες αρχές έχουν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις μας», σημείωσε.

Η Επίτροπος είπε πως όταν δεν είναι ικανοποιημένος ένας διοικούμενος από την απόφαση έχει το δικαίωμα ένστασης ενώπιον της Επιτρόπου Πληροφοριών εντός 14 ημερών.

«Από εκεί και πέρα, έχουμε 20 μέρες εμείς να εξετάσουμε την υπόθεση εκ νέου. Μπορεί παραδείγματος χάριν να έχουν διατεθεί καινούργια στοιχεία που δεν υπήρχαν κατά την πρώτη εξέταση, έχει γίνει αυτό σε δυο περιπτώσεις και έχουμε αλλάξει απόφαση από την αρχική, δηλαδή μας έχουν προσκομίσει καινούργια δεδομένα και μετά την ένσταση έχει αλλάξει η απόφασή μας”, ανέφερε.

Όπως είπε, “εάν κριθεί αναγκαίο μπορούμε να ακούσουμε είτε δια ζώσης είτε με γραπτά σημειώματα τα μέρη. Αν έχουμε δηλαδή κάτι το οποίο χρειαζόμαστε επιπλέον διευκρίνηση, μπορούμε να ενεργοποιήσουμε το δικαίωμα ακρόασης και να ακούσουμε τα μέρη. Βεβαίως, όταν κλείσει η υπόθεση υπάρχει το δικαίωμα του άρθρου 146 του Συντάγματος, μετά τη λήξη των 75 ημερών μπορεί ο διοικούμενος ή κάποιος που δεν είναι ικανοποιημένος ακόμα και η δημόσια διοίκηση αν διαφωνεί μαζί μας, να ασκήσει το δικαίωμά της προσφυγής», πρόσθεσε.

«Η διακύμανση των ερωτημάτων των παραπόνων είναι: 25 το πρώτο διάστημα, 21, 23 και 9 το 2024. Παρόλο, που επαναλαμβάνω, κάνουμε συνεχώς προσπάθειες να γνωρίσει η κοινωνία αυτό το θεσμό διότι είναι, επαναλαμβάνω φορτικά, εργαλείο λογοδοσίας και διαφάνειας», συμπλήρωσε.

Η Επίτροπος διευκρίνισε, παράλληλα, ότι δεν φτάνει μόνο η δημόσια αρχή να απαντήσει στο ερώτημα, «που εκεί βρίσκουμε ουσιαστικά το πρόβλημα, πρέπει λέει η νομοθεσία να δώσει και καθοδήγηση για το πώς να γίνει η αίτηση, τι να συμπεριλάβει, ποιες πληροφορίες να συμπεριλάβει, κλπ».

«Πολλές φορές όχι μόνο δεν υφίσταται αυτό, δηλαδή δεν δίνεται καθόλου καθοδήγηση, αλλά δεν δίνεται καμία απάντηση αν κατέχονται καν οι πληροφορίες. Αυτοί είναι άλλοι λόγοι υποβολής παραπόνου. Τα λέει πολύ αναλυτικά η νομοθεσία, την οποία βεβαίως θα βρείτε μαζί με παρουσιάσεις και με συχνές ερωτήσεις στην ξεχωριστή ιστοσελίδα του Επιτρόπου Πληροφοριών, Information Commissioner. Μπορείτε να ανατρέχετε εκεί για να βρίσκετε και τις ετήσιες εκθέσεις και τις αποφάσεις μας και διάφορες ερωτήσεις που θεωρούμε ότι πρέπει να έχουμε αναρτημένες για να σας βοηθούν να αντιλαμβάνεστε την ουσία της νομοθεσίας», συμπλήρωσε.

Προβαίνονας σε μια αποτίμηση των 4 χρόνων εφαρμογής της νομοθεσίας, η Επίτροπος είπε ότι υπήρξαν 267 εγκεκριμένα σχέδια δημοσίευσης, 78 παράπονα και 45 γραπτά ερωτήματα, τα οποία έχουν απαντηθεί.

Η Επίτροπος είπε ότι οι κυριότερες κατηγορίες παραπόνων, από τα 78 που έχουν καταχωριστεί είναι η μη πληροφόρηση σχετικά με την κατοχή των πληροφοριών εντός της προθεσμίας.

Στην αρχή, συνέχισε η Επίτροπος, «είχαμε 29 ερωτήματα, μετά βλέπετε σιγά σιγά ότι δεν έχουμε τόσα, το 2023 είχαμε μόνο 2, επανήλθαν το 2024 με 6 ερωτήματα.

«Να πούμε ότι τα κυριότερα ερωτήματα που προέρχονται από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα προς το γραφείο είναι προφανώς ότι δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τις δημόσιες αρχές, δεν βρίσκουν άτομο να επικοινωνήσουν, ποια είναι η διαδικασία υποβολής αιτημάτων, αφού δεν παίρνουν καθοδήγηση από τις δημόσιες αρχές, και τι γίνεται αν δεν δοθεί πρόσβαση στις πληροφορίες τις συγκεκριμένες, τι γίνεται μετά δηλαδή, τι ακολουθεί μετά, ποια είναι η πορεία διερεύνησης από το γραφείο μας και από τις δημόσιες αρχές έχουμε ερωτήματα που αφορούν στην ετοιμασία, στη σύνταξη των σχεδίων δημοσίευσης», συμπλήρωσε.

Ανέφερε, επίσης, ότι χρειάζονται οι δημόσιες αρχές καθοδήγηση για το που σταματά και που ξεκινά αυτό το δικαίωμα πρόσβασης, προσθέτοντας ότι το Γραφείο της δίνει συνεχώς καθοδήγηση τόσο στους πολίτες όσο και στις δημόσιες αρχές.

Είπε, παράλληλα, ότι αυτή η νομοθεσία επειδή έχει να κάνει με πρόσβαση στις πληροφορίες, ελέγχεται από διάφορα διεθνή φόρα «και συγκεκριμένα υποκείμεθα σε αξιολόγηση της εφαρμογής αυτής της νομοθεσίας και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και από την Επιτροπή Greco του Συμβουλίου της Ευρώπης».

Η Επίτροπος ανέφερε, επίσης, ότι δεν φτάνει μόνο η δημόσια μηχανή να λέει ότι έχει διαφανείς διαδικασίες, θα πρέπει να μπορεί να τις αποδείξει μέσα από τις διαδικασίες και την καθημερινότητά της. «Δεν είναι αρκετό πλέον να λέμε ότι είμαστε διαφανείς, θα πρέπει να μπορούμε να το αποδείξουμε», σημείωσε.

Είπε, ακόμα, ότι η νομοθεσία καταγράφει ξεκάθαρα στο άρθρο 19 (1) τις απόλυτες εξαιρέσεις, οι οποίες δεν μπορούν να δοθούν από τις δημόσιες αρχές σε καμία περίπτωση και το 19 (2) λέει τις μη απόλυτες εξαιρέσεις, που μέσα από μια στάθμιση της δημόσιας αρχής και του δημόσιου συμφέροντος μπορεί να αποφανθεί αν θα δώσει αυτές τις πληροφορίες ή όχι.

«Προφανώς, οι απόλυτες εξαιρέσεις αφορούν σε πληροφορίες που κατέχονται από την αστυνομία, από την ΚΥΠ, από την Εθνική Φρουρά, πληροφορίες που έχουν να κάνουν με θέματα ασφάλειας του κράτους. Οι δημόσιες αρχές κρίνουν με βάση την εφαρμογή των διατάξεων αυτών αν θα δώσουν. Να πούμε ότι είναι σημαντικό να αντιληφθούμε την σκοπιμότητα αυτής της νομοθεσίας, δηλαδή κάνοντας, μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας, ερωτήσεις προς τις δημόσιες αρχές, μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για τις οποίες δεν θα είχαμε πρόσβαση με άλλη νομοθεσία. Είναι σημαντικό εργαλείο και να πω ότι σε άλλες χώρες, αυτή η νομοθεσία προ υπάρχει αυτής της Προστασίας προσωπικών δεδομένων», κατέληξε.

Σημειώνεται πως χρήσιμο υλικό παρέχεται στην ιστοσελίδα του Γραφείου του Επιτρόπου Πληροφοριών: www.informationcommissioner.gov.cy.