Δέκα χρόνια πριν, ακριβώς σαν σήµερα, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε ένα τέταρτο για να φτάσει από την είσοδο του εκλογικού κέντρου στην Κυψέλη έως την κάλπη. Ολοι είχαν καταλάβει ποιος ήταν ο νικητής της αναµέτρησης εκείνου του Ιανουαρίου πριν καν αρχίσει η καταµέτρηση. Αυτό που δεν γνώριζαν είναι τι ακριβώς θα ακολουθούσε: ήταν η πρώτη φορά που ένα κόµµα της Αριστεράς θα αναλάµβανε τη διακυβέρνηση της Ελλάδας – και µάλιστα υποσχόµενο πως θα σταµατούσε τις πολιτικές λιτότητας «µε έναν νόµο και ένα άρθρο». Τελικά, ούτε οι αισιόδοξες ούτε οι απαισιόδοξες προβλέψεις επαληθεύτηκαν πλήρως. Ως αποτέλεσµα των επιλογών του πρώτου εξαµήνου, η χώρα άργησε να βρεθεί σε τροχιά ανάπτυξης, ωστόσο η «κωλοτούµπα» την κράτησε εντός ευρωζώνης. Για τους αντιπάλους, τα επόµενα χρόνια κουβαλούσαν πάντα το βάρος εκείνων των ηµερών. Για τους φίλους, την αγωνία ο ΣΥΡΙΖΑ να µην καταγραφεί ως «προσωρινός ενοικιαστής». Και από τις δύο πλευρές η µάχη δόθηκε µέχρι τέλους, µε κόστος.
Τα τέσσερα χρόνια της εξουσίας
Στη διαδρομή της Ιστορίας, μία δεκαετία είναι μικρό διάστημα. Κάθε πολίτης ξέρει τι έζησε, ξέρει τι θυμάται από εκείνη την εποχή – και αυτή τη βιωματική γνώμη, που δεν έχει ξεθωριάσει, δύσκολα μπορεί κανείς να την αλλάξει. Στο κλείσιμο των δέκα χρόνων, όμως, μπορούμε όλοι, από τις πλατείες του «Ναι» και του «Οχι», να κοιτάξουμε πίσω απολογιστικά και ψύχραιμα, να συζητήσουμε για την ανάγκη που υπηρέτησε η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, να καταλάβουμε πού απέτυχε, αλλά και πού πέτυχε, να αντιληφθούμε τι συνέβη από το 2015 έως το 2019 στην ελληνική κοινωνία, που σε μεγάλο βαθμό εξηγεί και όλα όσα ακολούθησαν. Από την επικράτηση της ΝΔ ως κύριας έκφρασης ενός «μετώπου λογικής» έως την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, που επιβεβαιώθηκε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Τα πυκνά γεγονότα, η οικονομική ταλάντωση, η κοινωνική ένταση και μια σειρά από κρίσιμες στιγμές ζωής και θανάτου για τη χώρα αποδεικνύουν πως τα τέσσερα χρόνια ΣΥΡΙΖΑ ήταν διαμορφωτικά, ένα σημείο καμπής που δεν μπορεί να προσπερνάται ή να κρίνεται με βάση το θυμικό.
Οι προκλήσεις της νέας εποχής
Η φυσιολογική διαδροµή των τραυµάτων είναι η επούλωσή τους. Και αυτή η διαδικασία δεν αφορά µόνο τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, που επέστρεφαν σε φαντάσµατα που δεν υπάρχουν πια για να φτιάξουν εκλογικά διλήµµατα και τώρα έρχονται αντιµέτωποι µε τα δικά τους πεπραγµένα. Αφορά την ίδια την Αριστερά, που δεν µπορεί να ζει πια αναµασώντας τις δάφνες ενός προ-µεταπολιτευτικού ηθικού πλεονεκτήµατος. Αν το θελήσει, µπορεί να αντιµετωπίζει τις προκλήσεις της νέας εποχής µε ίσους όρους, µε επίγνωση των διαχειριστικών δυσκολιών, των θεσµικών ορίων και των κυβερνητικών διακυβευµάτων, αλλά και της παγίδας του λαϊκισµού που αργά ή γρήγορα καταπίνει τους πάντες, ακόµα κι αυτούς που τον χρησιµοποίησαν. Μια Αριστερά συνειδητοποιηµένη δεν είναι βολική, είναι όµως χρήσιµη – και, ως εκ τούτου, απαραίτητη για το πολιτικό σύστηµα. Οσο απαραίτητη είναι για την ίδια η γενναιότητα της αυτοκριτικής.