Ο Κωνσταντίνος Τασούλας είναι ένας σοβαρός, ευγενής και μετριοπαθής συντηρητικός πολιτικός. Παρά τις, απόλυτα δικαιολογημένες, ενστάσεις της αντιπολίτευσης για τη στάση του στο σκάνδαλο των υποκλοπών και στην αποκάλυψη των υπευθύνων για την τραγωδία των Τεμπών, είναι μια προφανής επιλογή εάν έπρεπε να επιλεγεί κάποιος από τη ΝΔ. Γιατί όμως «έπρεπε»;
Ο Πρωθυπουργός για μία ακόμη φορά προέκρινε τις εσωτερικές ισορροπίες στο κόμμα του, αυτή τη φορά στη επιλογή του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενός θεσμού με περιορισμένες αρμοδιότητες αλλά υψηλού συμβολισμού. Ενός θεσμού που οφείλει να συμβολίζει την ενότητα και τη συναίνεση, πέραν κομματικών προτιμήσεων.
Η ανάγκη κάλυψης της δεξιάς πτέρυγας του κόμματός του, ο φόβος διαρροής προς την Ακροδεξιά αλλά και η ανάγκη επούλωσης του τραύματος από τη διαγραφή Σαμαρά (με μικρό άμεσο αντίκτυπο αλλά με πολλά απόνερα), οδήγησαν σε μια επιλογή που «μικραίνει» τον θεσμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Τασούλας δεν θα είναι καλός Πρόεδρος. Λέει όμως πολλά για την ανάγκη εξισορρόπησης του Πρωθυπουργού εντός του κόμματός του, παρά τα περί «ισχυρής ενότητας» που επαναλαμβάνονται από πολλές μεριές.
Η επιλογή αυτή σημαίνει παράλληλα το κόψιμο της γέφυρας με το ΠΑΣΟΚ, που βρίσκεται στη δύσκολη θέση, αν η Λούκα Κατσέλη στηριχθεί από τη Νέα Αριστερά, ο υποψήφιός του Τάσος Γιαννίτσης να έρθει τρίτος, θολώνοντας την εικόνα του «δεύτερου κόμματος» και «της επόμενης κυβέρνησης» που ο Νίκος Ανδρουλάκης συστηματικά καλλιεργεί.
Τι χαρακτηριστικά θα έπρεπε να έχει ο Πρόεδρος; Ενωτικός, συναινετικός, με διεθνή ακτινοβολία, για να μπορεί να σταθεί το – ορθό – επιχείρημα του Πρωθυπουργού ότι στις ταραγμένες εποχές που ζούμε χρειάζεται ένα πολιτικό πρόσωπο, που όμως θα έπρεπε να έχει διεθνή αναγνώριση και κύρος. Κυρίως, όμως, θα ήταν σημαντικό να επρόκειτο για μια προσωπικότητα που μπορεί να εκφράσει την μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων.
Ο Κωνσταντίνος Τασούλας θα κληθεί σε μια εποχή μεγάλων ανατροπών να συναντήσει διεθνείς ηγέτες εκπροσωπώντας την Ελλάδα. Φυσικά δεν διαπραγματεύεται, αλλά το μήνυμα οφείλει να είναι ισχυρό. Σε μια εποχή που δεν υπάρχει καμιά σταθερότητα και καμιά προβλεψιμότητα, οι απαιτήσεις ακόμη και από μια θέση συμβολικού χαρακτήρα όπως του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα είναι πολλές και υψηλές. Το επόμενο διάστημα θα δοκιμαστεί η αντοχή της ΕΕ, των επιμέρους κυβερνήσεων αλλά και των λαών της Ευρώπης. Κλυδωνισμένη από δυο μεγάλους πολέμους στη γειτονιά μας, η Ενωση καλείται να δώσει μάχη επιβίωσης. Φυσικά είναι η κυβέρνηση που έχει το βάρος και την ευθύνη να κρατήσει το τιμόνι της χώρας και να την οδηγήσει σε ήρεμα νερά μέσα σε έναν χαώδη κόσμο. Ομως, όσο περιορισμένος και να είναι ο ρόλος του, ο ΠτΔ που οφείλει να συμβολίζει την ενότητα και την ομοψυχία του ελληνικού λαού είναι η εικόνα της χώρας. Δεν ζούμε σε μια εποχή business as usual. Τώρα όλο το δυναμικό του λαού και της χώρας, ό,τι καλύτερο έχουμε, με ακτινοβολία και διεθνές κύρος, θα έπρεπε να είχε αξιοποιηθεί.
Η Μαριλένα Κοππά είναι καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής,
κοσμήτορας της Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο