Το μοντέλο 1989-1990 και η αυτοδυναμία

Τα γκάλοπ της νέας περιόδου συμφωνούν: ο κατακερματισμός παραμένει, μεταξύ άλλων μπλοκάροντας την προοπτική αναπαλαίωσης ενός ισχυρού δικομματισμού. Από τη μία, η ΝΔ διατηρεί τις αποστάσεις ασφαλείας από τους αντιπάλους της, αλλά με υψηλές αρνητικές αξιολογήσεις και δυσκολία να ξεφύγει από την κακή επίδοση των ευρωεκλογών. Από την άλλη το ΠΑΣΟΚ είναι εδραιωμένο στη δεύτερη θέση, αλλά με κοντό βηματισμό και δυσκολία να βελτιωθεί στους δείκτες «κυβερνησιμότητας». Ψήλωμα σε κάποιες δημοσκοπήσεις ή έστω σταθερότητα καταγράφεται στο δεξιότερο φάσμα, πέραν της ΝΔ, όπου αθροίζεται ποσοστό – λίγο πάνω, λίγο κάτω – του 20%. Εξού και αναλυτές και δημοσκόποι ψάχνονται πλέον γύρω από τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν σε αυτό το φάσμα (στη δυναμική του υπερδεξιού λαϊκισμού και της Ακροδεξιάς, δηλαδή) όσα συντελούνται στις ΗΠΑ με τη νέα διοίκηση Ντόναλντ Τραμπ. Σε αυτό το τοπίο και παρότι μένουν δύο χρόνια και κάτι για την εθνική αναμέτρηση τρέχει η δημόσια συζήτηση περί μετεκλογικών συνεργασιών, οδηγώντας αφενός το Μαξίμου σε σπρώξιμο του ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά του, αφετέρου τη Χαριλάου Τρικούπη σε σπρώξιμο της ΝΔ δεξιότερα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης νιώθει ότι, παρά τα ψαλιδισμένα ποσοστά της κυβέρνησης, έχει κάθε λόγο να μην εγκαταλείπει το αφήγημα της «ισχυρής κεντροδεξιάς συμμαχίας», δηλαδή της αυτοδυναμίας: τραβά διαχωριστική γραμμή με τα δεξιά του («αυτά τα κόμματα» λέει «δεν αποτελούν και δεν θα αποτελέσουν μέρος οποιασδήποτε δυνητικής άσκησης οικοδόμησης συνασπισμού») και δηλώνει προσήλωση στην «τριγωνοποίηση» (υπεύθυνος πατριωτισμός, κοινωνικός προοδευτισμός, οικονομικός φιλελευθερισμός), γνωρίζοντας ότι όσο υπάρχουν εκ δεξιών πιέσεις δεν είναι απρόσκοπτη η κεντρώα κατεύθυνση του κυβερνώντος κόμματος. «Οταν έρθει η ώρα, θα ζητήσουμε μια ακόμα ισχυρή εντολή από τους πολίτες» λένε οι πρωθυπουργικοί συνεργάτες.

Τρεις κάλπες. Ακόμα και όταν έρθει εκείνη η ώρα, πόσω μάλλον τώρα, είναι αδύνατον να υπολογιστεί εκ των προτέρων με ακρίβεια ο πήχης της αυτοδυναμίας, αφού αυτός συναρτάται άμεσα από το άθροισμα του ποσοστού των κομμάτων που δεν πιάνουν το όριο του 3% για είσοδο στη Βουλή: με τα εκτός Βουλής κόμματα στο 10%, η ΝΔ θα χρειαζόταν ποσοστό 37,5%, με τα εκτός Βουλής στο 8% θα χρειαζόταν πρωτιά με 38%, με τα εκτός Βουλής στο 5% θα ήθελε σχεδόν 39% κ.ο.κ.

Και όσο κι αν προς το παρόν, δημοσκοπικά, η γαλάζια παράταξη απέχει από την τροχιά διεκδίκησης της αυτοδυναμίας, το Μαξίμου πορεύεται από τώρα με αυτό το χαρτί. Κυβερνητικά στελέχη θεωρούν ότι, την άνοιξη του 2027, όταν σκληρύνουν τα εκλογικά διλήμματα, θα «μετρήσουν διαφορετικά απ’ ό,τι μπορεί να ακούγονται σήμερα» τα διακυβεύματα της επόμενης μέρας. Η προσήλωση του Μητσοτάκη στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις, η προβολή της εικόνας αδυναμίας συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων (το γαλάζιο «δεν θα κυβερνήσουμε με τα δεξιότερα» και το πασοκικό «δεν συγκυβερνούμε με τη ΝΔ») φέρνει ως κυρίαρχο το σενάριο των διαδοχικών αναμετρήσεων, ένα μοντέλο 1989 – 1990 (προφανώς με άλλα γεγονότα και συνθήκες να επηρεάζουν τότε τις εξελίξεις), όταν στήθηκαν τρεις κάλπες μέχρι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης να κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία έναντι του Ανδρέα Παπανδρέου.

Δεν είναι τυχαίο ότι γαλάζια στελέχη επιχειρώντας να προβάλλουν, με βάση τα δημοσκοπικά ευρήματα, το μετεκλογικό σκηνικό μιλούν για χάος. «Αν αύριο στήνονταν κάλπες, δεν θα υπήρχαν και πολλές εναλλακτικές συνεργασίας», λένε πονηρά, χωρίς πάντως να είναι εκτός πραγματικότητας.

Πρώτον, το άθροισμα που θα έδινε κοινοβουλευτική πλειοψηφία προϋποθέτει οπωσδήποτε τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος – κανένας συνδυασμός είτε στα αριστερά είτε στα δεξιά του πολιτικού συστήματος, χωρίς τη ΝΔ, δεν φαίνεται να αρκεί.

Δεύτερον, η ΝΔ θα έπρεπε να κοιτάξει εκεί όπου είτε λένε ότι την απορρίπτουν (στα αριστερά της, στο ΠΑΣΟΚ) είτε λέει ότι τους απορρίπτει (σε οπωσδήποτε δύο κόμματα στα δεξιά της, αφού το ένα δεν φαίνεται να αρκεί).