Το στοίχημα της Δικαιοσύνης

Είναι φορές που οι πολίτες δυσφορούν ή οργίζονται επειδή είναι βέβαιοι ή υποπτεύονται ότι οι εκπρόσωποι κάποιας εξουσίας συνειδητά τους κοροϊδεύουν, σκόπιμα τους παραπλανούν. Αλλες φορές πάλι η δυσφορία, οργή ή ανασφάλεια προκαλείται από περιστατικά που αποτελούν δείγματα ανεπάρκειας, από την ανικανότητα των φορέων εξουσίας να ανταποκριθούν αποτελεσματικά σε κάποια στοιχειώδη, ιδίως στην υποχρέωση να προστατεύουν τη ζωή, την ασφάλεια όλων μας. Εχουμε πράγματι την ανάγκη να πιστεύουμε σε κάποιες σταθερές του βίου, την αξίωση να απαιτούμε ένα πλαίσιο προστασίας των θεμελιωδών μας δικαιωμάτων. Το χειρότερο όμως που μπορεί να συμβεί, είναι να εμπεδωθεί η αίσθηση ενός καταστροφικού σπιράλ περιστατικών εξόφθαλμης αναποτελεσματικότητας που εναλλάσσονται με επεισόδια σκόπιμης παραπλάνησης. Αυτό δυστυχώς έχει γίνει με τα Τέμπη. Με συνέπεια μια ολόκληρη κοινωνία να διαδηλώνει ενόσω καταρρακώνεται η εμπιστοσύνη σε βασικούς θεσμούς του δημοκρατικού κράτους δικαίου.

Είναι πολύ βαριά η ευθύνη όσων με πράξεις, παραλείψεις και λόγους ισοπέδωσαν όσο κύρος είχε απομείνει σε θεσμούς, είναι η αλήθεια, ήδη πολύ ταλαιπωρημένους, όπως οι διαδικασίες κοινοβουλευτικού ελέγχου με τις εξεταστικές επιτροπές ή οι παντελώς αναποτελεσματικές εσωτερικές μορφές ελέγχου της διοίκησης. Οταν, σε μια υπόθεση με δεκάδες νεκρούς, εγκαθίσταται η καχυποψία ότι δεν μπορεί κανείς –  ούτε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός κατά τα λεγόμενά του –, να είναι βέβαιος για το αν ένα τρένο που συγκρούστηκε μετέφερε λαθραία εύφλεκτα υλικά, ενόσω με ενεργητικές παρεμβάσεις κρατικών αξιωματούχων έχει γίνει πολύ δύσκολο να το μάθουμε και εκ των υστέρων, τότε πώς μπορεί να ελεγχθεί η διαβρωτική αμφισβήτηση των πάντων από τους πάντες; Η ποιότητα των θεσμών, τόσο πολύτιμη για την ποιότητα της Δημοκρατίας, ήταν πάντοτε ζητούμενο στην Ελλάδα. Οι διαβεβαιώσεις οργάνων της Διοίκησης ή επιτροπών της Βουλής ότι όλα έγιναν καλώς ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστες. Η συνεχής θεσμική διολίσθηση όμως προς το χειρότερο δεν έχει πλέον τη δικαιολογία, ούτε της οικονομικής κρίσης ούτε της πανδημίας. Οποια κι αν είναι εφεξής η εξέλιξη στο δικαστικό σκέλος, πολιτικές συνέπειες έχουν ήδη παραχθεί και πιθανότατα θα υπάρξουν και άλλες.

Απομένει να δούμε πώς θα κινηθεί η Ποινική Δικαιοσύνη, μέσα στο αυστηρά οριοθετημένο από το Σύνταγμα πλαίσιο στις υποθέσεις που έχουν και πολιτικές προεκτάσεις. Εδώ που έφτασαν τα πράγματα όμως, με την προσοχή όλης της κοινωνίας στραμμένη επάνω της, μιας κοινωνίας που επέβαλε με την κινητοποίησή της την ανατροπή βεβαιοτήτων και την αλλαγή της δρομολογημένης πορείας των πραγμάτων, κάθε μία πράξη των δικαστικών λειτουργών θα φέρει το μεγάλο βάρος να πείθει με την αιτιολογία της για την ορθότητα, την ανεξαρτησία και ευθυκρισία τους. Κάτι που, για να το πούμε κομψά, δεν επιτυγχάνεται πάντα σε υποθέσεις μείζονος σημασίας. Ας το ελπίσουμε.

Ο Γιάννης Φ. Ιωαννίδης είναι δικηγόρος, αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου