Αν συμβαίνουν πρωτάκουστα και πρωτοφανέρωτα γεγονότα – όσα μπορεί να ελεγχθούν ως αντίστοιχα στα δικά μας τουλάχιστον χρόνια –, δεν είναι για αποκαλύψεις που πριν ακόμα γίνουν, ο κάθε στοιχειωδώς νοήμων και ευαίσθητος πολίτης υποψιάζεται ποιο περίπου θα είναι το περιεχόμενό τους όταν συμβεί να έρθουν στο φως. Είναι κυρίως για τον τρόπο που μετέρχονται τις αποκαλύψεις, πολιτικής και κοινωνικής τις περισσότερες φορές προέλευσης, οι ίδιοι και οι πολιτικοί και τα κόμματά τους είτε μεγάλα είτε μικρά είτε μικρομέγαλα είτε και σχεδόν ανύπαρκτα είναι αυτά. Ενας τρόπος που δείχνει, εκ των προτέρων, μόλις δηλαδή αρχίσουν να διατυπώνουν τη θέση τους ή τις θέσεις τους σε σχέση με τις αποκαλύψεις αυτές, πως αν σε επενδύουν όλοι τους (οι πολιτικοί) και όλα τους (τα κόμματα) είναι κυρίως η εξαργύρωση όσον αφορά την εντιμότητα και την ειλικρίνεια που μπορεί να πιστωθεί στους ίδιους και στα ίδια, άσχετα αν παραμένει ανέπαφη με τον τρόπο αυτό η ουσία του προβλήματος. Μια ουσία που δεν είναι άλλη παρά οι αποκαλύψεις να ταρακουνήσουν συνειδησιακά έναν όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, με συνέπεια, αν όχι να εκλείψουν, να μειωθούν περιστατικά ίδια ή συγγενικά σε σχέση με τα καταγγελλόμενα, και όχι βέβαια για να προσηλυτίσουν έστω και έναν μικρό αριθμό οπαδών στις τάξεις οποιουδήποτε κόμματος ή να προστεθεί ο αριθμός αυτός στους ψηφοφόρους του εξιστάμενου πολιτικού.
Η συνθήκη αυτή έχει εξελιχθεί σε κάτι τόσο το παγιωμένο και σχεδόν το αδιαμφισβήτητο, που αν είναι δύσκολο να ξορκιστεί ή να γίνει αντιληπτή στις πραγματικά τερατώδεις της διαστάσεις με τη λέξη «εργαλειοποίηση» (που με περισσή εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητά της και με καμάρι χρησιμοποιούν οι πάντες – εννοούμε τους πολιτικούς στο σύνολό τους) είναι για έναν λόγο ή μάλλον για μια αιτία που κανείς δεν φαίνεται να την υποψιάζεται. Ή και αν την υποψιάζεται να είναι πρόθυμος να τη θίξει, και δεν είναι άλλη παρά η θέση μας ή μάλλον η σχέση μας με τις λέξεις και με τη γλώσσα. Οταν οι λέξεις ποδοπατούνται, ευτελίζονται και διαψεύδονται καθημερινά χάρη στον τρόπο που με αυτόν τις χρησιμοποιεί ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, μη θελήσουμε να τον υπολογίσουμε γιατί θα μας πιάσει ίλιγγος, δεν γίνεται πλέον να τις μετέλθει ο οποιοσδήποτε, και πολύ περισσότερο οι ίδιοι οι πολιτικοί που κάθε άλλο παρά άμοιροι ευθύνης παραμένουν σε σχέση με αυτή τη χρεοκοπία των λέξεων, σαν οι λέξεις να μην έχουν υποστεί την παραμικρή ζημιά και αλώβητες καθώς είναι προορίζονται να λειτουργήσουν αποδεικτικά και αξιόπιστα (να μία ακόμη λέξη, η λέξη «αξιόπιστα» που μαζί με τη λέξη «συγκάλυψη», η κατάχρησή τους να τις έχει κάνει σχεδόν να μην ακούγονται, ή και αν ακούγονται να μη δηλώνουν απολύτως τίποτε).
Υπάρχει όμως και ένα κρίσιμο ζήτημα, εξίσου κρίσιμο σε σχέση με την κατάχρηση των λέξεων, που ενώ θα έπρεπε να είναι το κυριότερο επιχείρημα στη φαρέτρα όλων όσοι αμφισβητούν, έστω και σε έναν διαφορετικό βαθμό, απαξάπαντες τους πολιτικούς και τα κόμματα, παραμένει ωστόσο εντυπωσιακά ανενεργό: πώς γίνεται να χρησιμοποιούν τις ίδιες ακριβώς λέξεις προκειμένου να καταγγείλουν ατασθαλίες, καταχρήσεις και σκάνδαλα, μια κατάσταση έτσι ή αλλιώς δυσώδη και αποπνικτική που τους (μας) πνίγει όλους και οι διαφορές ανάμεσά τους να μην είναι μόνο αβυσσαλέες και αγεφύρωτες, αλλά όπως εκφράζονται να τους προϋποθέτουν και ως εχθρούς; Δεν θα έπρεπε τόσο κρίσιμες λέξεις όπως για παράδειγμα οι λέξεις «αξιοπιστία» και «συγκάλυψη», που αν μη τι άλλο θέλουν να υπογραμμίσουν την ύπαρξη μιας ηθικής κυρίως αγωνίας για τα κακώς κείμενα, να τους μεταβάλλουν όχι σε ομοϊδεάτες, τουλάχιστον σε φιλικά διακείμενους ανάμεσά τους ανθρώπους;