Το γεγονός ότι μέχρι τώρα η κυβερνητική πλευρά έχει αντιμετωπίσει το χωρίς προηγούμενο κύμα μαζικών κινητοποιήσεων γύρω από το αίτημα δικαιοσύνης για την τραγωδία των Τεμπών, αυτή την πάνδημη τοποθέτηση «στις 28/2 θα είμαι και εγώ εκεί», μέσα από μια εναλλαγή ανάμεσα στην αμηχανία, την επίκληση σχεδίων εκτροπής και τον κίνδυνο της απώλειας της «πολιτικής σταθερότητας», την πατερναλιστική αντιμετώπιση των αντιδράσεων ως πρωτίστως «θυμικών» και την παράλληλη συστηματική προσπάθεια απόσεισης κάθε πραγματικής πολιτικής ευθύνης, απλώς υπογραμμίζει μια βαθύτερη αδυναμία κατανόησης των κοινωνικών διεργασιών.
Το πέρασμα στην εποχή των κοινωνιών «μειωμένων προσδοκιών», όπου ύψιστος στόχος φαινομενικά είναι απλώς η «κανονικότητα», οριζόμενη ως μη επιδείνωση μιας συνθήκης ούτως ή άλλως επισφαλούς και χωρίς μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, και όπου φαίνεται να έχει απεμποληθεί η εμπιστοσύνη στα «μεγάλα αφηγήματα» κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, έχει εμπεδώσει μια βαθύτερη παραγνώριση του πώς σκέφτονται οι άνθρωποι.
Για την ακρίβεια μια παραγνώριση του ίδιου του γεγονότος ότι αντιλαμβάνονται, σκέφτονται και κατανοούν αυτά που συμβαίνουν περισσότερο από όσο εκτιμούν οι σχεδιαστές πολιτικής.
Και εάν στην υπόθεση των υποκλοπών κυριάρχησε ίσως η πεποίθηση ότι ούτως ή άλλως ζούμε σε εποχές που η αυταρχική επιτήρηση και η κατάργηση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι ο κανόνας, στην υπόθεση των Τεμπών τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η άρνηση ανάληψης ευθύνης για το ότι ο σιδηρόδρομος λειτουργούσε με όρους που θα έκαναν το «ανθρώπινο λάθος» τραγωδία και η εμφανής απροθυμία πραγματικής διερεύνησης (που ισοδυναμεί, αντικειμενικά, με συγκάλυψη) συγκρούστηκε και συγκρούεται με έναν πυρήνα αναπαλλοτρίωτων απαιτήσεων για το τι σημαίνει «κράτος που λειτουργεί και εγγυάται την ασφάλεια» και πυροδοτεί μια βαθιά και ουσιωδώς μη αντιστρέψιμη κρίση νομιμοποίησης που ενισχύεται από την κρίση κόστους ζωής, τη στεγαστική κρίση και τα ελλείμματα στη δημόσια υγεία. Κοντολογίς, είναι μια συνθήκη που δεν αντιμετωπίζεται με «χειρισμούς» και «αλλαγές ατζέντας» αλλά μόνο με βαθιές και πραγματικές πολιτικές τομές.