Οσο εύκολα αντιληπτές, ορατές και σχεδόν αυτόματα καταξιωμένες εμφανίζονται οι αλλαγές στην καλλιτεχνική ζωή –ακριβώς γιατί είναι προϊόν πολλής σκέψης, περισυλλογής, αγωνίας και δουλειάς, τόσο δύσκολα μπορεί να τις εντοπίσει κανείς σε οποιοδήποτε άλλο τομέα της ζωής, όχι βέβαια γιατί στερείται αυτός τις προϋποθέσεις που ήδη αναφέραμε, αλλά γιατί η σύμφωνη με τον καλλιτεχνικό χώρο καθαρότητα τον κάνει ευκολότερα προσεγγίσιμο.
Γίνεται απολύτως αντιληπτό διαβάζοντας τη συνομιλία με τον ηθοποιό Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, όταν υπογραμμίζει με ευφροσύνη την ύπαρξη μιας ποικιλίας απόψεων, τάσεων, πειραματισμών και επιρροών που αν και δημιουργούν μια περίεργη Βαβυλώνα, δεν παύει να προκαλεί η τελευταία ένα υπέροχο συναίσθημα.
Είναι μια από τις «ιδιομορφίες» του θεάτρου, ακόμη και λίγων χρόνων η θητεία ενός ηθοποιού στη σκηνή, να μπορεί να μιλά για εμπειρίες ιδιαίτερες, δυνατές, πόσο μάλλον όταν η θητεία αυτή μετρά ένα τέταρτο του αιώνα. «Για μένα το θέατρο απέκτησε τον χαρακτήρα ενός πολύ μεγάλου συντροφικού “παραληρήματος” στα σχολικά μου χρόνια. Είχα τη χαρά και την τύχη να έχω δύο σπουδαίους δασκάλους, την Τασούλα Δημοπούλου και τον Νίκο Κόββα, εμπνευστές και οργανωτές δύο θεατρικών εργαστηρίων. Παρέα με τους φίλους μου, αρχίσαμε να επικοινωνούμε μέσω των προβών, που τις αγαπούσα και εξακολουθώ να τις αγαπώ πάρα πολύ, αλλά και της ίδιας της θεατρικής πράξης, με ανθρώπους και με κείμενα σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο σε σχέση με ό,τι συνέβαινε στην καθημερινότητά μας. Αρχισα να συνειδητοποιώ ότι χάρη στο θέατρο οι άνθρωποι μπορούν να συνομιλούν ουσιαστικά μεταξύ τους, να συνομιλούν είτε για το σκοτάδι είτε για το φως τους με μια μοναδική αίσθηση ελευθερίας. Χάρη σ’ αυτή τη διαδρομή που ανοιγόταν μπροστά μου, άρχισα τις ιδέες και τις συμπεριφορές μου λανθασμένες ή μη, να τις κατανοώ, θα έλεγα μάλλον να τις ανασαίνω καλύτερα. Ενιωθα τελικά πως η ίδια η “γλώσσα” δεν είναι παρά μια διαφυγή, μια διέξοδος ώστε να συναντηθούμε με τον ίδιο μας τον εαυτό, με τους ανθρώπους και με τα κείμενα μ’ έναν τρόπο διαφορετικό σε σχέση με τον καθιερωμένο. Παρ’ όλη την ανωριμότητα που κουβαλούσα εκείνο το διάστημα, και που ένα μεγάλο κομμάτι της εξακολουθώ να το κουβαλώ, ευτυχώς, ακόμη, άρχισα ν’ ανακαλύπτω τα λάθη που είχανε “γράψει” στο μυαλό και στην ψυχή μου, ανεξάρτητα αν οφείλονταν στην ελλιπή μου παιδεία είτε σε τρόπους συμπεριφοράς που μου είχαν επιβληθεί. Κατάλαβα πλέον μ’ έναν πολύ ουσιαστικό – ελπίζω – τρόπο, ότι πέραν της όποιας χαράς, επιβεβαίωσης ή αίσθησης ήττας μπορεί να σου δώσει το θέατρο, το ίδιο συνιστά μια δεύτερη οικογένεια. Παρά τα αδιέξοδα και τις αρνητικές στιγμές που συναντά κανείς στο θέατρο, δεν παύουν τελικά τόσο τα πρώτα όσο και οι δεύτερες να συγκροτούν μια θετική εμπειρία. Αν υπάρχει ο παράγοντας “τύχη”, στάθηκε δυνατό να συναντηθώ με πολύ σπουδαίους ανθρώπους που μου μεταλαμπαδεύσανε τον τρόπο, ή μάλλον τη γνώση, να προσπαθώ να καταλάβω κάτι περισσότερο για τον εαυτό μου αλλά και σε σχέση μ’ ένα σύμπαν όπως εμείς οι ίδιοι το ονειρευόμαστε».
Ρόλοι που συγκινούν
Συζητώντας με τον Γρηγόρη Βαλτινό πριν από περίπου τρία χρόνια σ’ αυτές εδώ τις σελίδες, είχε εξομολογηθεί πως αισθάνεται σχεδόν ευτυχής με τον χρόνο που περνάει γιατί, σ’ αντίθεση με ό,τι συνήθως πιστεύουμε, τόσο περισσότεροι γίνονται οι ρόλοι που έχει την ευχέρεια να ενσαρκώσει ένας ώριμος ηλικιακά ηθοποιός. Να πρόκειται άραγε για μια κοινή πεποίθηση στο θεατρικό «συνάφι» και ιδιαίτερα στους άντρες ηθοποιούς; «Αν αισθάνομαι μια ιδιαίτερη χαρά μεγαλώνοντας είναι τόσο γιατί ο χρόνος που μου “έχει αναγνωριστεί” θα μπορούσε να έχει τελειώσει για μένα όσο και για το πλήθος των ρόλων που μας επιφυλάσσονται ενώ στενεύουν τα χρονικά περιθώρια της ζωής μας. Ωστόσο από νεαρή ακόμη ηλικία δεν αισθανόμουν να με συγκινούν οι ρόλοι που κυριαρχούσαν στις φιλοδοξίες των συνομηλίκων μου. Για παράδειγμα αν και αγαπώ ιδιαίτερα τον “Ορέστη” (στη μετάφραση στου Γιώργου Χειμωνά), δεν είναι ο ομώνυμος ρόλος που θα μ’ ενδιέφερε να ενσαρκώσω, όσο τουλάχιστον με προκαλεί ο ρόλος του Κρέοντα που για έναν ανεξερεύνητο, σε μένα τον ίδιο, λόγο τον αγαπώ πολύ περισσότερο. Ή όσο κι αν εντυπωσιάζομαι, διαβάζοντας ή βλέποντας τον “Αμλετ”, που είναι από μόνος του μια θεατρική βίβλος, το έργο που για δέκα χρόνια μελετώ συνέχεια είναι ο “Βασιλιάς Ληρ”. Δεν κάνω συνήθως σχέδια γιατί πραγματικά πιστεύω πως όταν κάνουμε σχέδια ο Θεός γελάει μαζί μας, αν ωστόσο υπάρχει ένας ρόλος που θα ήθελα να “συναντηθώ” μαζί του είναι ο “Ληρ”. Να καταλάβω αν με το “λίγο» που διαθέτω, μπορώ να καταφέρω κάτι σε σχέση με το μέγεθος και τη μαγεία ενός τόσο σημαντικού κειμένου. Από την άλλη, αν φτάσω στην ηλικία ενός παππού, θα είμαι ευτυχής ακόμη κι αν κάθομαι σε μια γωνιά και κοιτάζω τους ανθρώπους. Και μόνο η συνάντηση με τους άλλους σ’ έναν χώρο, όπως είναι η θεατρική αίθουσα – ως θεατής εννοώ – είναι για μένα κάτι πολύ σημαντικό. Δεν θα αναφέρω λοιπόν άλλους ρόλους γιατί αν υπάρχει ένας κόσμος που ονειρεύομαι είναι ο κόσμος που μπορώ να καταλάβω»
Διερχόμαστε ίσως μια «περίοδο» – μακάρι να κρατήσει για πάντα – που οι άνθρωποι του θεάτρου αλλά και οι θεατρόφιλοι, θα μπορούσε να την χαρακτηρίσουν ως «χρυσή». Οι πρώτοι για μια πρωτοφανή αριθμητικά προσέλευση θεατών, οι δεύτεροι για ένα πανθομολογούμενα υψηλό επίπεδο των θεατρικών παραστάσεων. Πώς άραγε εξηγεί το φαινόμενο αυτό ένας νέος, δυναμικός και ταλαντούχος άνθρωπος του θεάτρου; «Μόνον προσωπική είναι η απάντηση που μπορώ να δώσω. Οταν συνέβη αυτό που συνέβη σε όλη την ανθρωπότητα και πάθαμε όλοι μας ό,τι πάθαμε, χρειάστηκε να γίνει μια επανεκκίνηση, τουλάχιστον πνευματική. Βέβαια μια επανεκκίνηση, δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση γιατί η ζωή του ανθρώπου, όποια κι αν υπήρξε, δεν διαγράφεται, επανέρχεται δημιουργώντας συχνά μια τροχοπέδη μέσα σε όσα αυθορμήτως συχνά λίγο απερίσκεπτα αποφασίζει να επιχειρήσει κανείς. Μια επανεκκίνηση που την εννοώ κυρίως ως μια διερώτηση «γιατί βγαίνουμε από το σπίτι μας;» έτσι όπως είχαμε στερηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα κάτι που θεωρούσαμε ως αυτονόητο. Ολοι οι άνθρωποι, που είχαμε περιοριστεί μέσα στα σπίτια μας, εκτιμήσαμε περισσότερο την ελευθερία που αισθανθήκαμε να επαναποκτάμε. Το θέατρο που παρέμενε βέβαια πάντα στη θέση του, η σημασία του φάνηκε αιφνίδια να ζωηρεύει σε σχέση με το κίνητρο «για ποιο λόγο προσπαθούμε», κάτι που ήταν σαν να είχε λίγο χαθεί τα περασμένα χρόνια. Σαν να είχαν αποσυνδεθεί οι έννοιες του ηθοποιού και του θεατή. Θα έλεγε κανείς πως η εμφάνιση νέων συγγραφέων, τα έργα που γεννήθηκαν, η τόλμη τους να πούνε πράγματα που ενδεχομένως αποσιωπούνταν παλαιότερα, είχαν ως αποτέλεσμα να αγκαλιάσουν οι άνθρωποι το θέατρο μ’ έναν πολύ πιο ζεστό τρόπο, να εξελιχθεί σε μια κυρίαρχη επιλογή τους».
«Το θέατρο, μια παρέα»
Οσο κι αν η έννοια της «συντροφικότητας» φαίνεται να μονοπωλείται στην πολιτική της εκδοχή, ωστόσο μια «ανιδιοτελέστερη» χροιά αποκτά στον καλλιτεχνικό χώρο και ιδιαίτερα στον χώρο του θεάτρου ώστε κάθε σχετική τεκμηρίωσή της να γίνεται ιδιαίτερα συγκινητική. «Το θέατρο δεν είναι μόνο καλλιτεχνική δημιουργία, είναι και μια πολύ ωραία παρέα. Θυμάμαι το 2008, όταν παίζαμε στο θέατρο “Δημήτρης Χορν” το “Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης”. Είχαμε προσέξει όλοι οι ηθοποιοί έναν κύριο μεγάλης ηλικίας που καθόταν στις πρώτες σειρές της αίθουσας πώς συμπεριφερόταν σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Σαν εμείς που ήμασταν στη σκηνή να ήμασταν οι άνθρωποί του, η συντροφιά που δεν είχε στη ζωή. Ο ηλικιωμένος αυτός κύριος είχε συναντηθεί μέσα στο μυαλό του με τους φίλους του σε μια θεατρική αίθουσα. Οπως η μοναξιά υπάρχει παντού, το θέατρο, ανεξάρτητα από το ποια παράσταση επιλέγει να δει κανείς, περιέρχεται αυτόματα και σ’ ένα άλλο επίπεδο. Εκτίμησα τότε διπλά την προσπάθεια που κάνουν όλοι οι ηθοποιοί αλλά και την πολυδιάστατη συγκρότηση της ίδιας της θεατρικής πράξης. Είτε πρόκειται για την πιο ιδιαίτερη και σύνθετη καλλιτεχνική αναζήτηση είτε για την απλότητα και την αμεσότητα που αποκτούν οι έννοιες της “συντροφικότητας”, της ζεστασιάς και της αγάπης. Υπήρξε λοιπόν μια επανεκκίνηση όσον αφορά την ανάγκη των ανθρώπων να ξανασυναντηθούμε. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πολλοί νέοι άνθρωποι που έχουν έρθει στο θέατρο είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι, η σκέψη τους και η πράξη τους όσο διαφορετικές ή και περίεργες κι αν ακούγονται έχουν συχνά πολύ ουσιαστικά αποτελέσματα. Σε βαθμό που μας επιτρέπουν να ονειρευόμαστε έναν δρόμο με πολύ περισσότερους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς παραδρόμους. Βέβαια οι επιρροές του εξωτερικού καθώς οι νέοι άνθρωποι είναι πολύ πιο εύκολο να ταξιδεύουν απ’ ό,τι παλαιότερα, δημιουργεί αυτή την περίεργη Βαβυλωνία που για να λειτουργεί φαίνεται πως την έχουμε ανάγκη. Αυτό το υπέροχο συναίσθημα, να θέλεις να ακούσεις, να μάθεις ή να δεις μιαν ιστορία από μιαν άλλη οπτική γωνία και η θεατρική αίθουσα είναι αυτή που προσφέρεται κατ’ εξοχήν γι’ αυτού του είδους την εμπειρία. Για να υπάρχει το θέατρο 2.500 χρόνια, κάτι σημαίνει αυτό».
Πέρα από ταμπέλες
«Η υπόθεση του #MeToo έφερε στην επιφάνεια σκέψεις που είχαν παραμείνει θα έλεγε κανείς για δεκαετίες ανενεργές, προβληματισμούς και ανησυχίες προκειμένου να συγκροτηθεί ένα “μοντέλο ζωής” γόνιμα και ουσιαστικά φιλελεύθερο για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο, χρώμα, ερωτικό προσανατολισμό. Αυτό που σκέφτομαι είναι γιατί να χρειαζόμαστε μια ταμπέλα προκειμένου να μπορούμε να λειτουργούμε ελεύθερα ως μειονότητα – σ’ οποιαδήποτε μειονότητα και αν εντάσσεται ο καθένας μας. Γιατί να πρέπει να ορίσουμε ποιος είναι ο άνδρας, ποια είναι η γυναίκα, ποιος είναι, επιτέλους, ο καθένας σ’ αυτή την κοινωνία ώστε η συμβίωσή μας να μπορεί να υπάρξει αρμονική. Είναι τρομερό να σκεφτείς ότι ζούμε σε μια κοινωνία που μας χρειάζεται μια ταμπέλα προκειμένου να καθορίσουμε την ελευθερία μας. Προσωπικά μου είναι τελείως αδιάφορη. Αν φιληθεί ένας σκύλος μ’ έναν άνθρωπο, ένας άνδρας με μια γυναίκα, ένας άνδρας μ’ έναν άλλον άνδρα, ή δύο πουλιά στον αέρα, είναι το πιο όμορφο πράγμα που θα μπορούσα να αντικρίσω στη βόλτα μου. Μου δημιουργεί την αίσθηση ότι ο έρωτας δεν πεθαίνει ποτέ κι ότι οι άνθρωποι μπορούν να υπάρχουν ενωμένοι και όχι ως υποχείρια πολέμων. Είναι αδιανόητο αυτή τη στιγμή που μιλάμε άνθρωποι να σκοτώνονται, ή να προσπαθούν να σώσουν τα παιδιά τους από τις βόμβες, ή να προσπαθούν να βρουν ένα κομμάτι ψωμί ή ένα ποτήρι νερό και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε όλοι οι υπόλοιποι είναι απλά να σκεφτόμαστε ή να συζητάμε για τα γεγονότα αυτά – αν συμβαίνει και αυτό. Με τρομάζει η ιδέα να χρειάζεται να κρίνω τους συνανθρώπους μου σύμφωνα με την ηλικία τους, τη σεξουαλικότητα ή τη διαφορετικότητά τους, το φυσιολογικό ή μη φυσιολογικό τους, διαφορετικά θα μου είναι αδύνατο να τους προσδιορίσω μέσα μου. Με συνέπεια να αδυνατούμε να καταλάβουμε πόσο δίκιο έχει ο Ελύτης όταν γράφει “από ένα τίποτε γίνεται ο παράδεισος;”».