«Είναι αντιδημιουργικό να μην επιτρέπεται να κάνεις λάθος»

«Ασε, φίλε, μ’ έχουν τρελάνει σήμερα, ειλικρινά τα έχω παίξει με το να μιλάω συνέχεια». Είναι το πρώτο πράγμα που θα μου πει γελώντας ο Βασίλης Κεκάτος όταν την περασμένη Κυριακή τον συνάντησα σε ένα μικρό στούντιο στο κτίριο όπου στεγάζεται η Unifrance στο Βερολίνο προκειμένου να… μιλήσουμε για περίπου μισή ώρα (ο Κεκάτος μετρούσε ήδη τουλάχιστον τέσσερις ώρες ομιλίας). Του υποσχέθηκα ότι μεταξύ μας όλα θα κυλήσουν πολύ χαλαρά. Γέλασε όταν του είπα ότι θα είναι μια cool κουβέντα όπως cool είναι ο ίδιος και οι δουλειές του. Ζήτησε μια Coca-Cola με πάγο, την οποία ήπιε με τη συνοδεία ξηρών καρπών. Από την πλευρά μου ένας σκέτος εσπρέσο (επίσης με τη συνοδεία ξηρών καρπών) ήταν υπεραρκετός. Στους ρυθμούς ενός μεγάλου κινηματογραφικού φεστιβάλ όπως αυτό της 75ης Μπερλινάλε, κανονικό γεύμα ή δείπνο είναι για όλους πολυτέλεια…

Ωστόσο ο λόγος για τον οποίο ο Βασίλης Κεκάτος «τα είχε παίξει» είναι καλός. Μιλούσε συνέχεια για κάτι που αγαπάει πολύ. Η πρώτη μεγάλου μήκους κινηματογραφική ταινία του «Οι άγριες μέρες μας» επιλέχθηκε για προβολή σε ένα από τα τμήματα της 75ης Μπερλινάλε, το Generation 14 plus. Μεγάλη τιμή για τον σκηνοθέτη της τηλεοπτικής σειράς «Milky Way» (επιτυχίας του Mega Channel), αν και προσωπικά η συμμετοχή του Κεκάτου στην Μπερλινάλε δεν μου προκάλεσε και τόσο μεγάλη εντύπωση. Πριν από έξι χρόνια ο ίδιος άνθρωπος είχε κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα ταινίας μικρού μήκους στο Φεστιβάλ των Καννών για την «Απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς». Από νωρίς ο Κεκάτος – γεννημένος το 1991 – φόρεσε βαριά φανέλα, οπότε ήταν βέβαιο ότι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία θα παιζόταν σε κάποιο μεγάλο φεστιβάλ. Οπως και έγινε.

Ευγενικός, γενναιόδωρος και καλόκαρδος άνθρωπος, πάντα με το χαμόγελο στο πρόσωπό του, ο Βασίλης Κεκάτος, ένας ψηλός, ξανθός Κεφαλλονίτης από τα Μεταξάτα – πολύ περήφανος για την επτανήσια καταγωγή του –, με τιμά μνημονεύοντας την περίοδο της πρώτης μας συνάντησης και με ευχαριστεί «για την εμπιστοσύνη που μου είχες δείξει». Στις Κάννες το 2019, προτού ακόμη η «Απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς» βραβευθεί, του είχα πει ότι βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο. «Εντελώς μεταξύ μας όμως, πες μου αν όντως σου άρεσαν οι “Αγριες νύχτες μας”» με ρώτησε. Ναι, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Βασίλη Κεκάτου μού άρεσε πολύ και για πολλούς λόγους. Μου άρεσε για την ντομπροσύνη και την ευθύτητά της, για την κινηματογραφική ελευθερία της, για το γεγονός ότι φαίνεται από την αρχή πως είναι μια ταινία με στόχο και ότι στο τέλος νιώθεις πως τον πετυχαίνει. Η αγάπη και η κατανόηση είναι ζητήματα που ενδιαφέρουν τον Βασίλη Κεκάτο και αυτήν ακριβώς την αγάπη θέλει κατά βάθος να προσφέρει η παρέα των σύγχρονων Ρομπέν των Δασών που με ηγετική μορφή τη Δάφνη Πατακιά πρωταγωνιστούν στις «Αγριες μέρες μας». Είναι όλοι τους νέοι, αρκετά «περπατημένοι», κάποιοι ήδη τραυματισμένοι. Και όλοι τους έχουν αποφασίσει να αφιερώσουν τον χρόνο τους βοηθώντας, ακόμα και με ακραίους τρόπους, εκείνους που σε μια περίοδο δύσκολη για την Ελλάδα χρειάζονται βοήθεια. Μέσα σε ένα τροχόσπιτο με δύο πλυντήρια, αυτή η παρέα περιφέρεται από τη μία επαρχιακή πόλη στην άλλη, υποτίθεται για να πλένει δωρεάν τα ρούχα ανθρώπων που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν. Ωστόσο στην πραγματικότητα ληστεύει ενεχυροδανειστήρια και επιστρέφει στους κατόχους των αντικειμένων τα υπάρχοντά τους…

Η «άλλη» Ελλάδα

Πολλοί από τους ανθρώπους που αυτή η παρέα βοηθά έχουν εγκαταλείψει την Αθήνα και έχουν επιλέξει να συνεχίσουν τη ζωή τους στην επαρχία ζώντας σε κάμπινγκ. Βρήκα πολύ ουσιαστικό αυτό το σημείο της ταινίας – κυρίως ως στάση ζωής – και το αναφέρω στον Κεκάτο. «Είναι όλα αλήθεια» είπε, «βρήκαμε ανθρώπους σαν αυτούς που βλέπουμε στην ταινία και αξιοποιήσαμε τις ιστορίες τους, έστω και αν πολλά σημεία στους διαλόγους είναι δικά μου». Σε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές των «Αγριων ημερών μας» μια γυναίκα την οποία υποδύεται η Αννα Μάσχα εξηγεί τους λόγους που μαζί με την οικογένειά της αποφάσισε να αφήσει πίσω της την Αθήνα για να ζήσει στην επαρχία. «Σε όλη μου τη ζωή δούλευα για να αποκτήσω ένα διαμέρισμα και τελικά με απέκτησε εκείνο» λέει. Ο Κεκάτος χαμογελάει. «Αυτό το κομμάτι του διαλόγου το εμπνεύστηκα από ένα μυθιστόρημα του Γουόλτ Γουίτμαν που αναφέρεται στην ιδιοκτησία, στο πόσο τυραννική μπορεί να καταλήξει από ονειρική» είπε.

Ο Κεκάτος στ’ αλήθεια πιστεύει ότι «η μόνη λύση στο πρόβλημα, σε κάθε πρόβλημα, είναι η αγάπη και η τρυφερότητα. Οφείλουμε να είμαστε λίγο πιο ευγενικοί, να δείχνουμε λίγη παραπάνω κατανόηση και στο τέλος της ημέρας να είμαστε απλώς λίγο πιο καλοί. Οσο αφελές και αν ακούγεται αυτό. Και όταν λέω καλοί, εννοώ με όλους. Με τους φίλους μας, με τους συντρόφους μας, με τους συνεργάτες μας. Δεν λέω ότι δεν θα υπάρξουν προβλήματα, ασφαλώς και θα υπάρξουν. Αλλά δεν γίνεται να μην κοιτάζουμε προς τον δρόμο της αγάπης. Πολλώ δε μάλλον σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα όπως είναι η ανθρωπότητα. Πόσες μπάτσες μπορείς να ρίξεις σε μια μικρότερη χώρα; Κάποια στιγμή πρέπει να τη χαϊδέψεις και λίγο, έτσι δεν είναι; Δεν γίνεται να φέρεσαι στους πολίτες σου τόσο βάναυσα όπως εν προκειμένω φέρεται η κυβέρνησή μας προς τους ανθρώπους που ζητούν απαντήσεις. Δεν γίνεται να μην τους δίνεις μιαν απάντηση και να τους τυραννάς σε ένα αέναο τηγάνισμα για το τι συνέβη στα Τέμπη».

Ο Κεκάτος είχε γράψει το σενάριο των «Αγριων ημερών μας» πολύ πριν από το «Milky Way» αλλά «όπως αντιλαμβάνεσαι, μιλάμε για Ελλάδα». Το γεγονός ότι στην παραγωγή συμμετείχαν η Γαλλία και το Βέλγιο έπαιξε καίριο ρόλο στην υλοποίησή της. Θα μπορούσε όμως να γυριστεί χωρίς τη συνδρομή αυτών των δύο χωρών; «Φυσικά και όχι» απάντησε αμέσως ο σκηνοθέτης. «Δηλαδή θα μπορούσε να γίνει γιατί η Ελένη Κοσσυφίδου, η παραγωγός μου, είχε πιστέψει σε αυτή την ταινία και θα με βοηθούσε με κάθε τρόπο να την κάνω. Αλλά το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ διαφορετικό. Η ταινία θα γινόταν σε πολύ λιγότερα μέρη, με πολύ λιγότερο κόσμο, σε πολύ λιγότερες ημέρες και φυσικά με πολύ λιγότερα χρήματα. Οπότε φυσικά και χρωστάμε και στους συμμάχους μας, παρόλο που ποτέ δεν είναι ευχάριστο να εξαρτάσαι από άλλους. Θα συμφωνήσω στο ότι όταν μιλάμε για οικονομικά ούτως ή άλλως εξαρτάσαι από άλλους, είναι όμως αλλιώς να εξαρτάσαι από τη χώρα σου και αλλιώς να εξαρτάσαι από άλλες χώρες. Παπούτσι από τον τόπο σου που λένε…».

Με ελληνικό χρήμα

Ζήτησα από τον Κεκάτο να αναλύσει λίγο περισσότερο αυτή τη θεωρία, αφού στο κάτω κάτω οι κινηματογραφικές συμπαραγωγές στις οποίες λαμβάνουν μέρος διάφορες χώρες – πολλές σε κάποιες περιπτώσεις – είναι πλέον κοινός τόπος σε όλες τις κινηματογραφίες του κόσμου. «Αν τα χρήματα προέρχονται από τη χώρα σου την Ελλάδα, αισθάνεσαι ότι με το έργο σου προσφέρεις κάτι στην ελληνική κοινωνία» απάντησε ο Κεκάτος. «Παίρνεις κάποια χρήματα αλλά τα επιστρέφεις πίσω με μια πολιτιστική κληρονομιά οποιασδήποτε αξίας. Δεν έχει σημασία αν είναι μεγάλη ή μικρή. Σημασία έχει ότι αφορά εσένα και τον τόπο σου. Αλλά το γεγονός ότι σαν χώρα είμαστε τόσο αδύναμοι οικονομικά και αναγκαζόμαστε να εξαρτηθούμε, για ακόμα μια φορά, από τις μεγάλες δυνάμεις, είναι κάτι που βρίσκω λίγο… στ’ αλήθεια εκνευριστικό».

Τα φαινόμενα, ως γνωστόν, ορισμένες φορές απαιτούν. Αν και βλέποντας την ταινία «Οι άγριες μέρες μας» νιώθεις πως ο δημιουργός της έκανε ό,τι ακριβώς ήθελε, τα πράγματα δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι. «Στο “Milky Way” έκανα ακριβώς ό,τι ήθελα, εδώ όχι» είπε ο Κεκάτος. «Στην περίπτωση του “Milky Way”, τόσο οι παραγωγοί της Foss Productions, ο Στέλιος Κοτιώνης και ο Βασίλης Χρυσανθόπουλος, όσο και το Mega, ο Κωνσταντίνος Σούσουλας που έχει τη Διεύθυνση Προγράμματος, μου έδειξαν απόλυτη εμπιστοσύνη και το βρήκα πολύ συγκινητικό. Οπως εμπιστοσύνη στην περίπτωση των “Αγριών ημερών” μού έδειξε και η Ελένη Κοσσυφίδου – αυτό που λέγαμε πριν για το παπούτσι από τον τόπο σου. Την ίδια ώρα όμως, ενώ οι ξένοι παραγωγοί μού έδειξαν επίσης ως ένα σημείο εμπιστοσύνη – στο να γράψω και να γυρίσω την ταινία όπως ήθελα –, είχαν πολύ ισχυρή άποψη για τα πράγματα στο editing, στο μοντάζ. Και αυτό εγώ δεν το έχω συνηθίσει. Δεν το είχα ζήσει ποτέ πριν και δεν θέλω να το ξαναζήσω κιόλας».

Εν τέλει «βρήκαμε μια ταινία κάπου στη μέση, που μας εκφράζει όλους, μια ταινία που έτσι όπως έχει γίνει αγαπώ πολύ» είπε ο Κεκάτος. «Αλλά κατάλαβα πως όταν παίρνεις χρήματα απ’ έξω, δεν έχεις τη δυνατότητα του λάθους, και αυτό είναι τρομερά αντιδημιουργικό. Δηλαδή ας κάνεις ακόμα και λάθος, βρε παιδί μου, και ας το μετανιώσεις μετά. Αυτό πιστεύω εγώ τουλάχιστον. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη με αυτή την ταινία, πάντως άφησα πολύ χώρο για απόψεις. Και το καταλαβαίνω γιατί στο τέλος της ημέρας ο κινηματογράφος είναι επίσης μπίζνες. Το βλέμμα σου γίνεται προϊόν».

Τι έμαθε τελικά από την εμπειρία των ξένων συμπαραγωγών; «Ενώ προτιμώ να είμαι πιο άνετος και πιο χαλαρός με το σενάριο, γιατί ούτως ή άλλως στην πράξη πολλά πράγματα αλλάζουν, αυτή η εμπειρία μού έμαθε για την επόμενη ταινία μου ότι ακόμα και το κόμμα έχει τη σημασία του. Γιατί μόνο έτσι μπορώ να πω μετά “αυτό συμφωνήσαμε, άρα αυτό θα πάρετε”. Οταν λοιπόν είσαι πολύ ανοιχτός – γιατί έτσι είμαι και σαν άνθρωπος –, βλέπεις πως η χαλαρότητά σου πρέπει να μεταβληθεί λίγο, αν μη τι άλλο μέχρι τουλάχιστον τη στιγμή που θα νιώσεις ότι έχεις μια κληρονομιά δική σου που θα σου επιτρέπει να είσαι λίγο πιο ελεύθερος στα πράγματα».

Μια νέα σειρά

Προς το παρόν ο Κεκάτος ανυπομονεί για την επόμενη δουλειά του, που θα είναι μια νέα σειρά την οποία αυτή την περίοδο γράφει και πάλι σε συζητήσεις με τη Foss. Ευελπιστεί να έχει την ίδια ομάδα συνεργατών, τόσο τη Vodafone όσο και το Mega, γιατί «είναι σημαντικό να έχεις δύο συνεργάτες που εμπιστεύεσαι και σε εμπιστεύονται», όπως είπε. «Είναι μια αρκετά βίαιη σάτιρα για τον ελληνικό τουρισμό. Παραμένω σε όσα πιστεύω – στην τρυφερότητα, στη μαγεία –, αν και είναι κάτι πιο βίαιο, πιο σκοτεινό και πιο αστείο από ό,τι έχω κάνει μέχρι στιγμής. Γιατί θέλω κι εγώ να δω τον εαυτό μου σε κάποιον άλλο ρόλο. Η τηλεόραση σου δίνει αυτό το πεδίο. Να είσαι λίγο πιο εμπορικός και να πειραματιστείς λίγο παραπάνω χωρίς να έχεις τη βαρύτητα του κινηματογράφου».

Κλείνοντας, του ζήτησα να μου πει την πρώτη εικόνα – ή κάποια από τις πρώτες – που θυμάται από τον κινηματογράφο. Ανέφερε αμέσως τα κινούμενα σχέδια «Ποκαχόντας». Ηταν πολύ μικρός όταν είδε την ταινία, αλλά για κάποιον λόγο σφραγίστηκε στο υποσυνείδητό του. «Ημουν ερωτευμένος μαζί της» είπε για την ινδιάνα ηρωίδα της Ντίσνεϊ. Ωστόσο, θα χρειαζόταν να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι τη στιγμή της απόφασής του να ακολουθήσει τον δρόμο του κινηματογράφου. «Η απόφαση πάρθηκε όταν ετοιμαζόμουν να μπω στο δεύτερο έτος της Νομικής» είπε. «Ενώ έπρεπε να γράφω εξεταστική, το μόνο πράγμα που έκανα ήταν να βλέπω τρεις ταινίες την ημέρα». Μία από αυτές τις ταινίες ήταν ο “Αντίχριστος” του Λαρς φον Τρίερ. «Τρελάθηκα, τότε ήταν που είπα: “Αυτό θέλω να κάνω. Ο,τι κι αν είναι, αυτό θέλω να κάνω”».