«Εγώ δεν κάνω αυτή τη δουλειά»

Πριν από λίγες ημέρες, μιλούσα με έναν σκηνοθέτη. Απόλυτα καταξιωμένο στη δουλειά του, με πολλές επιτυχίες και μεγάλη πείρα όχι μόνο στη σκηνοθεσία αλλά και στη διαχείριση ενός θεάτρου. «Αισθάνομαι ξένος σε αυτόν τον χώρο», μου έλεγε. «Κι ας είμαι μέσα από τα δεκαοκτώ μου». Την επομένη έτυχε να μιλήσω με άλλον σκηνοθέτη και ηθοποιό που έχει γράψει κεφάλαια στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Συζητώντας για τις σημερινές θεατρικές «αξίες», του είπα ότι ο ίδιος είναι δύσκολο να αποστασιοποιηθεί, μιας και αυτή είναι η δουλειά του. «Οχι, εγώ δεν κάνω αυτή τη δουλειά», απάντησε. «Αλλο πράγμα έμαθα ότι είναι το θέατρο πριν από πενήντα πέντε χρόνια που ξεκίνησα». Προχθές, ένας ηθοποιός της λεγόμενης «νέας γενιάς» που όμως έχει προ πολλού καβατζάρει τα σαράντα, ήθελε να μου γνωρίσει τη μάνατζέρ του. Γνώρισα λοιπόν μια κυρία, γνωστή από τηλεοπτικές της εμφανίσεις και συμπαθή κατά τα άλλα, που όμως με το θέατρο έχει τη σχέση της «επίσημης πρεμιέρας». Το αντιμετωπίζει δηλαδή ως κοσμικό ή ημικοσμικό event. «Είναι αυτή που διαχειρίζεται τα κοινωνικά μου δίκτυα. Αμοιβές για αναρτήσεις προϊόντων και τέτοια», μου εξήγησε (έχω κι εγώ αυτό το ύφος που δεν φιλτράρει τίποτα το άτιμο). Μάλιστα…

Είχε δίκιο ο φίλος που, στις σημερινές συνθήκες, δεν αναγνωρίζει το επάγγελμα που κάνει εδώ και δεκαετίες. Και καταλαβαίνω απόλυτα τους λόγους. Το θέατρο πλέον, παρόλο που διανύει μία από τις καλύτερες, εισπρακτικά, εποχές του, λειτουργεί και επιβάλλεται με τους κανόνες και τη στρατηγική της μόδας. Που, αρχικά, καλλιεργεί με «χειρουργικούς» χειρισμούς την αισθητική του κοινού και, στη συνέχεια, έρχεται να την καλύψει. Και, ως μόδα, αποτυπώνεται πρώτα απ’ όλα στο κοινό. Κυρίες και κυρίους που «ανακάλυψαν» το θέατρο σε ηλικίες που δύσκολα αφομοιώνεις καινούργια πράγματα και που αποθεώνουν ασήμαντες παραστάσεις με το ίδιο λανγκάζ που αποθέωναν πριν από δεκαετίες το Mamaca’s (εντελώς τυχαία η αναφορά του συγκεκριμένου εστιατορίου).

Κυρίως όμως αυτά τα χαρακτηριστικά της μόδας αποτυπώνονται στις παραστάσεις και στα πρόσωπα της «θεατρικής εξουσίας», τυπικής ή άτυπης. Μια απεγνωσμένη ανάγκη για πρωτοπορία που, τελικά, μπορεί και να μας πηγαίνει πίσω. Διότι η πρωτοπορία μπορεί να εκπέσει σε φληνάφημα όταν δεν παίρνει φόρα από την εμπειρία από τη σπουδή στο κλασικό. Βλέπω, για παράδειγμα, το βιογραφικό της νέας διευθύντριας του Εθνικού Θεάτρου Αργυρώς Χιώτη, όπου το βάρος πέφτει στην καλλιτεχνική της πρωτοπορία. Μακάρι να τα πάει εξαιρετικά σε αυτό το δύσκολο και πολύπλοκο «τιμόνι», αλλά μία απορία την έχω για τον λόγο που προκρίθηκε η κυρία Χιώτη σε σχέση με άλλους υποψηφίους που και εμπειρία έχουν, και υπήρξαν πρωτοποριακοί όταν χρειάστηκε.

Η πραγματική πρωτοπορία δεν μπαγιατεύει. Δεν χρειάζεται συστάσεις τύπου «μια παράσταση που αναδεικνύει την ανάγκη του ανθρώπου για ελευθερία». Ούτως ή άλλως, αυτή είναι η πυρηνική λειτουργία του θεάτρου εκ φύσεως και από καταβολής του. Μόνο που το κάνει με την υψηλή τέχνη του υπαινιγμού. Αυτή είναι η σπουδαιότητά του και εκεί κρύβεται η δύναμή του. Ο Σοφοκλής έγραψε τον «Οιδίποδα» για να καταγγείλει την οίηση του Περικλή. Και αναρωτιέμαι πόσα έργα γράφονται σήμερα τόσο ουσιαστικά πρωτοποριακά όσο ο «Οιδίποδας».