Ελπίδες στο ημίφως

Δεν μπορεί να «σκηνοθετηθεί» κανένα κόμμα ώστε να συμπεριλάβει τις πολιτικές προσδοκίες. Αυτό το στοιχείο πολιτικής απομάγευσης δεν είναι μόνο διάλυση των φαντασιώσεων ή η μαζική βύθιση στον ρεαλισμό, αλλά κυρίως αποτελεί εκδοχή ενός συντριπτικού εθνικού πεσιμισμού. Το «δεν πείθει κανείς» είναι η μεταμφιεσμένη όψη του «δεν ελπίζω πουθενά». Δεν είναι τυχαίο ότι ο κόσμος επενδύει σε ανεξάντλητα πρόσωπα και αφήνει ανοικτό περιεχόμενο στο γεγονός του δυστυχήματος των Τεμπών. Είναι μια από τις λίγες φορές που ο εξαιρετικά «αντισυλλογικός» λαός μας ομονοεί σε κάτι. Το οποίο, όμως, δεν έχει τα τυπικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά των κομμάτων (ούτε και τη γραφειοκρατία ή τις κακές παραστάσεις των τελευταίων). Νομίζω έχουμε μια εξέγερση απέναντι στο γνωστό, στο νοηματικά κατειλημμένο, στο προβλέψιμο. Η λύση που δεν δίνεται από το πολιτικό σύστημα μπορεί να επινοηθεί ευκολότερα μέσα σε ένα τέτοιας συναισθηματικής χωρητικότητας διάβημα, όπως είναι το φαινόμενο των Τεμπών.             Η κυβέρνηση δεν συνέλαβε τη δυναμική. Θεώρησε ότι η μοναδική αντικειμενοποίηση, η μοναδική έκφραση της πολιτικής, είναι η ίδια και οι αντίπαλοί της, δηλαδή τα καταληπτά κομματικά σχήματα. Ετσι, καλύπτοντας τεχνικά το πρόβλημα (με τα μπαζώματα, την κατ’ επίφασιν έρευνα, τις απαράδεκτες συμπεριφορές στην εξεταστική επιτροπή κ.λπ.), νόμισε ότι μπορεί να οδηγήσει στην εξάτμισή του. Θεώρησε ότι το πρόβλημα θα ξεχαστεί, πολύ περισσότερο αφού η ίδια επιβεβαιώθηκε εκλογικά το ’23 με το πρωτοφανές ποσοστό. Το φαινόμενο τροφοδοτείται, όπως είναι κοινός πλέον τόπος, από όλα τα ανεκπλήρωτα, όλες τις ματαιώσεις και επομένως έχει αναπτυσσόμενη ποιότητα και πάντως ισχυρό ηθικό άξονα. Απέναντι σε αυτή την ενδιαφέρουσα και δύσκολα χειραγωγήσιμη δυναμική έχουμε παραδείγματα απίστευτου πρωτογονισμού και αμυντικογενούς πολιτικού εγωισμού, που τον εκφράζουν ο λόγος και η ενοχοποιητική ένταση πολεμικών στελεχών όπως οι κ.κ. Βορίδης, Γεωργιάδης κ.ά. Ποιος δημιουργεί τη λαϊκή διέγερση απέναντι στην κυβερνητική απροθυμία για διεισδυτική έρευνα και αυτοκριτική; Απάντηση: το ότι η αντιπολίτευση θέλει να επαναλάβει τις «πλατείες» και να αποσταθεροποιήσει τη χώρα! Αυτή η αναλυτική ρηχότητα (που μόνο πανικόβλητοι αυλικοί διαθέτουν) ισχύει όχι μόνο στον κεντρικό κυβερνητικό λόγο με τον οποίο γίνεται προσπάθεια να αποκρουστεί το ρεύμα, αλλά επεκτείνεται και σε παρεμπίπτοντα θέματα. Τι φταίει για τις ουρές στο μετρό; Οι μικρές αποβάθρες.

Τι φταίει για την εγκληματικότητα (εφηβική και σκληρή); Οι καταλήψεις στα πανεπιστήμια και οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία. Στην αργκό: «μπάλα στην εξέδρα». Διιστορικό φαινόμενο το να μη θέλεις να δεις την πραγματικότητα. Η κυβέρνηση δοκιμάζει τεχνικές. Από την οργανωμένη καθυστέρηση των πρώτων δύο ετών πέρασε (ορθά) στην αρκετά αυτοκριτική συνέντευξη του Πρωθυπουργού, αλλά στη συνέχεια αναδιπλώθηκε προς μια επιθετική, διχοτομική και στρεψόδικη διαχείριση. Ολες οι λαϊκές πολιτικές επενδύσεις, τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια, έχουν αποδειχτεί αναντίστοιχες των προσδοκιών. Ολες οι κυβερνήσεις υποσχέθηκαν κάτι άλλο από αυτό που έκαναν ή µπόρεσαν. Μεταφυσικός προεκλογικός λόγος έναντι της µετεκλογικής γείωσης. Αυτή η διακύμανση «αέριας» προεκλογικής προσδοκίας και δύσκολου μετεκλογικού ρεαλισμού (και, φυσικά, διάψευσης) δεν διαμόρφωσε μόνο το πολιτικό σύστημα, αλλά και το κοινό του. Εχει διαμορφωθεί μια συνθλιπτική ποιοτική αναλογία ανάμεσα στους δυο πόλους, κόμματα και κοινό. Εντέλει προγερασμένη προσδοκία και επίφαση ελπιδοφόρου λόγου. Ε, μερικές φορές φαίνεται ότι αυτός ο υπερπροσδιορισμός σπάει. Αυτό το «κλειδωμένο ζεύγος» στην εκλογική και πολιτική εθιμοτυπία διαρρηγνύεται. Δημιουργείται κάτι ως αποκλίνον, ως έκτακτο φαινόμενο, ενώ μπορεί να είναι βαθύτατα εξυγιαντικό. Υπάρχουν ελπίδες το «φαινόμενο των Τεμπών», πριν αποδυναμωθεί, να αλλάξει κάπως τους όρους αυτού του παρατεταμένου πολιτικού τέλους που ζούμε.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ