Ο ρόλος της Γερμανίας ως κινητήριας δύναμης της ευρωπαϊκής οικονομίας βρίσκεται σε κίνδυνο. Η ανάπτυξη είναι αναιμική από το 2019, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει βαθιές διαρθρωτικές προκλήσεις: γήρανση του πληθυσμού, δύσκολη αγορά εργασίας, φθίνουσα αύξηση της παραγωγικότητας και πρωτοφανή επίπεδα αβεβαιότητας πολιτικής.
Συνδυάζοντας αυτές τις προκλήσεις, οι δημόσιες επενδύσεις στην εκπαίδευση και τις υποδομές ήταν ανεπαρκείς ακόμη και για τη διατήρηση του υπάρχοντος κεφαλαίου. Το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας (German Council of Economic Experts – GCEE) προβλέπει ότι η δυνητική αύξηση της παραγωγής θα είναι κατά μέσο όρο μόλις 0,3% ετησίως για το υπόλοιπο της δεκαετίας – το ένα τέταρτο του μέσου ρυθμού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010.
Μια πιο πρόσφατη αιτία ανησυχίας είναι η αυξημένη πολιτική αβεβαιότητα, που επιδεινώνεται από την αναποφασιστικότητα. Ακόμη το κόστος εργασίας στη Γερμανία είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο. Αυτό που προκαλεί απογοήτευση σε αυτές τις εξελίξεις είναι ότι ήταν σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμες, δεδομένων των δημογραφικών τάσεων. Επίσης το υψηλό κόστος ενέργειας και πρώτων υλών είναι άλλο ένα σημαντικό εμπόδιο για την επιχειρηματική δραστηριότητα στη Γερμανία.
Πώς μπορεί η Γερμανία να ξεφύγει από την τρέχουσα δύσκολη θέση; Ενα προφανές σημείο εκκίνησης είναι να κλείσει το χάσμα παραγωγικότητας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Για να προωθήσουν σταθερές, προσανατολισμένες στο μέλλον δαπάνες, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να κάνουν τρία βασικά βήματα. Πρώτον, θα πρέπει να εφαρμόσουν συστηματικές αναλύσεις κόστους – οφέλους για τον εξορθολογισμό των διαδικασιών δημόσιου σχεδιασμού.
Δεύτερον, η Γερμανία πρέπει να μεταρρυθμίσει το φρένο χρέους της, το οποίο περιορίζει τις δαπάνες του ελλείμματος στο 0,35% του ΑΕΠ. Επιπλέον, το όριο του διαρθρωτικού ελλείμματος θα πρέπει να προσαρμοστεί με βάση τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ.
Τέλος, και ίσως το πιο κρίσιμο, η Γερμανία χρειάζεται νέες θεσμικές ρυθμίσεις για να διασφαλίσει ότι τα δημόσια κονδύλια κατευθύνονται προς τις δαπάνες για την εκπαίδευση και τις υποδομές. Η Γερμανία πρέπει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του εικοστού πρώτου αιώνα διαφοροποιώντας την οικονομία της και αναπτύσσοντας νέες μηχανές ανάπτυξης, ανταποκρινόμενη αποφασιστικά στις δυσμενείς δημογραφικές τάσεις και κλείνοντας το επενδυτικό χάσμα που μαστίζει το εκπαιδευτικό σύστημα και τις υποδομές της Γερμανίας.
Η προσκόλληση σε αυτό που λειτούργησε στο παρελθόν είναι μια σίγουρη συνταγή για συνεχιζόμενη οικονομική στασιμότητα.
Η Ουλρίκε Μαλμεντιέρ είναι μέλος του German Council of Economic Experts και καθηγήτρια Οικονομικών στο University of California, Berkeley
Ο Θίλο Κρόγκερ είναι senior economist στο German Council of Economic Experts και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο University of Copenhagen
Ο Κρίστοφερ Ζούμπερ είναι senior economist στο German Council of Economic Experts