Η απαγόρευση χρήσης κινητών τηλεφώνων από τους μαθητές κατά τις ώρες διδασκαλίας δεν φαίνεται να συμβάλλει στη βελτίωση της απόδοσης, της συμπεριφοράς ή της ψυχικής υγείας τους, σύμφωνα με νέα βρετανική μελέτη που δείχνει ταυτόχρονα ότι ένα τέτοιο μέτρο πρέπει να εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική περιορισμού χρήσης των κινητών, ώστε να είναι πράγματι αποδοτικό.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ είχαν διαπιστώσει σύνδεση του χρόνου που διαθέτουν οι μαθητές σε τηλέφωνα και μέσα κοινωνικής δικτύωσης με χαμηλότερους βαθμούς, κακό ύπνο, προβληματική συμπεριφορά και έλλειψη άσκησης.
Ωστόσο με βάση τα αποτελέσματα νέας τους μελέτης που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση The Lancet Regional Health – Europe δεν υπήρξε διαφοροποίηση αποτελεσμάτων μεταξύ των σχολείων που απαγόρευσαν τα τηλέφωνα και εκείνων που δεν το έκαναν. Μάλιστα, οι ανήλικοι αντισταθμίζουν τους περιορισμούς με υπερβολικές ώρες μπροστά στην οθόνη κατά την έξοδό τους από το μάθημα ή το Σαββατοκύριακο.
Οι πιθανές εξηγήσεις
Η σύγκριση μεταξύ των διαφόρων σχολικών πολιτικών με βάση τα αποτελέσματα υποδηλώνει ότι προβλήματα όπως άγχος, κατάθλιψη, προβληματική χρήση των κοινωνικών δικτύων, χρόνος ύπνου, σωματική δραστηριότητα, ακαδημαϊκές επιδόσεις και ακόμα και κακή συμπεριφορά στην τάξη δεν βελτιώνονται απλώς και μόνο με τον περιορισμό της χρήσης κινητών τηλεφώνων για πέντε ή έξι ώρες την ημέρα. «Μια πιθανή εξήγηση», αναφέρει η έκθεση, «είναι ότι οι περιοριστικές πολιτικές των σχολείων για τα κινητά τηλέφωνα δεν μειώνουν τον συνολικό χρόνο που ξοδεύουν οι έφηβοι στις οθόνες τους και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης». Υπάρχει άλλωστε ένα ευρύ πεδίο μελέτης για τη σχέση μεταξύ της χρήσης κοινωνικών δικτύων και της ψυχικής ευημερίας των ανηλίκων.
Ειδικά το Ηνωμένο Βασίλειο έχει μια πολύ ευέλικτη παράδοση όσον αφορά τις πολιτικές απαγόρευσης, επιλέγοντας συνήθως να εκδίδει συστάσεις αντί να επιβάλλει δεσμευτικές εντολές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι συγγραφείς της μελέτης μπόρεσαν να εργαστούν με διαφορετικούς τύπους ακαδημαϊκών κέντρων τα οποία περιέγραψαν ως «αυτά που επιτρέπουν» ή «αυτά που περιορίζουν». Στην πρώτη περίπτωση, τα κινητά τηλέφωνα επιτρέπονταν ορισμένες ώρες της ημέρας ή σε καθορισμένους χώρους.
Ολιστική προσέγγιση
Σύμφωνα μάλιστα με τα τελευταία στοιχεία της βρετανικής ρυθμιστικής υπηρεσίας τηλεπικοινωνιών, Ofcom., το 96% των ανηλίκων μεταξύ 12 και 15 ετών στη χώρα έχουν κινητό τηλέφωνο. Τα αποτελέσματα της έκθεσης μπορούν να χρησιμεύσουν για την προώθηση μιας ευρύτερης συζήτησης που αρχίζει να ενισχύει στην εκπαιδευτική και υγειονομική κοινότητα: την ιδέα της γενικής απαγόρευσης της χρήσης κοινωνικών δικτύων για άτομα κάτω των 16 ετών, όπως έχει ήδη ανακοινώσει η αυστραλιανή κυβέρνηση.
Το αποτέλεσμα της έρευνας δεν πρέπει πάντως να παρερμηνευτεί, όπως διευκρινίζει η Βικτόρια Γκουντγίαρ, καθηγήτρια Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και επικεφαλής ερευνήτρια. «Αυτό που επισημαίνουμε είναι ότι αυτή η απαγόρευση, μεμονωμένα, δεν αρκεί για να μειώσει τις αρνητικές επιπτώσεις» εξηγεί. Οπως συμπερασματικά προτείνεται στην έκθεση, είναι ανάγκη να υπάρξει μια ολιστική προσέγγιση, «οι προσπάθειες πρόληψης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη άλλους παράγοντες όπως η σωματική δραστηριότητα ή οι ώρες ύπνου» και «οι παρεμβάσεις εντός και εκτός σχολείου για τη μείωση της χρήσης θα πρέπει να εξετάζονται ταυτόχρονα και συνδυαστικά».
Το γενικό συμπέρασμα είναι πως πρόκειται για ένα κρίσιμο κοινωνικό ζήτημα που απαιτεί επείγουσα προσοχή και δράση από γονείς, σχολεία και κυβερνήσεις.