Μεταφράστηκε στην ελληνική το βιβλίο για τον καινοτόμο επιχειρηματία Nick Thyssen (Νικολάου Θεοδοσιάδη)

Μεταφράστηκε στην Ελληνική η συναρπαστική ζωή και η παγκόσμια συμβολή του καινοτόμου επιχειρηματία Nick Thyssen (Νικολάου Θεοδοσιάδη), προκειμένου να εκδοθεί και να κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα και στο ελληνόγλωσσο αναγνωστικό κοινό του εξωτερικού. Το οδοιπορικό του φαινομένου Nick Thyssen, που ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1951, ερευνήθηκε και αναδείχθηκε από τον καθηγητή Αναστάσιο Μ. Τάμη και εκδόθηκε σε ένα πολυτελή τόμο τον Νοέμβριο του 2024. Στο βιβλίο αυτό καταγράφεται η ιστορία του Νίκου, ενός εφήβου δεκαπέντε-δεκάξι ετών που εγκαταλείπει την πατρογονική του εστία, τα Βαλιμίτικα Αιγίου και μετά από ένα ταξίδι σαράντα ημερών πάνω στο Κερύνεια, καταπλέει τον Ινδικό Ωκεανό και ξεμπαρκάρει στην Μελβούρνη για να συναντήσει τον αδελφό του, Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε έρθει τρία χρόνια ενωρίτερα, στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών.

Το οδοιπορικό του ξεκινά από τα εσωτερικά προάστεια της Μελβούρνης και η εργασία του στα ρεστοράνια των συμπατριωτών του, εργαζόμενος στις κουζίνες, στους χώρους υποδοχής των πελατών, ενώ ταυτόχρονα ως παιδί προσπαθεί να εξοικειωθεί με το νέο του περιβάλλον. Περνά μέρες και εβδομάδες ατέλειωτες στη μοναξιά και την αποξένωση, ταξιδεύει και εγκαθίσταται για μήνες εργαζόμενος στα καφέ της αγροτικής κωμόπολης του Shepparton, όπου βρίσκει εργασία στο καφέ του θείου του, μέχρι να αποδράσει τελικά ένα βραδινό και να επιστρέψει στη Μελβούρνη. Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια της προσαρμογής, όπου τον προστατεύει η στοργή και μητρική φροντίδα μιας Αυστραλίδας χήρας, η οποία θέτει τον Νίκο και τον φίλο του υπό την προστασία της. Η φιλάνθρωπος αυτή γυναίκα, συγκεντρώνει προοδευτικά και αποταμιεύει το μίσθωμα του ενοικίου που της προσφέρουν οι δύο Έλληνες έφηβοι στο Κάρλτον, για να τους επιστρέψει τα χρήματα, όταν αυτοί αποφασίζουν ένα χρόνο αργότερα να αναζητήσουν άλλη στέγη πλησιέστερη στη εργασία τους. Η στοργή της αποτελεί ψυχική αισιοδοξία για τον Νίκο και τον φίλο του, όπου μαθαίνουν και ενστερνίζονται τον αυστραλιανό τρόπο ζωής, την κοινωνικότητα του χώρου, την καθιέρωση του καθημερινού ντουζ, τις συνήθειες του τραπεζιού και της κοινωνικής συνάντησης.

Ακολουθεί η ολοκλήρωση του κύκλου στον χώρο της εστίασης. Ο Νίκος αφού περιφέρεται εργαζόμενος στα περισσότερα και πλέον δημοφιλή εστιατόρια των συμπατριωτών του στο κέντρο της Μελβούρνης, αποσπώντας την εκτίμηση και την αγάπη των σημαντικότερων τότε ταγών του Ελληνισμού, συμπεριλαμβανομένου και του θείου του Απόστολου Μπουγά (Paul Tailor), συμμετέχει στην ίδρυση της ποδοσφαιρικής ομάδας του Παναιγιάλειου, ενσωματώνεται στη ζωή της Ομογένειας, γνωρίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα στο κέντρο της Μελβούρνης, σχετίζεται με νέους που αργότερα θα διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική παροικία, συμπεριλαμβανομένου και του συντοπίτη του Μιλτιάδη Χρυσαυγή που αργότερα έμελλε να παίξει πρωτεύοντα ρόλο στα εκκλησιαστικά πράγματα της Αυστραλίας και αρχίζει να επιχειρεί εμπορικά σε μια εποχή που η Μελβούρνη, φιλοξενούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Ο περήφανος παππούς-Nick με τα επτά εγγόνια του τα Χριστούγεννα του 2022. Εμπρός από αριστερά: Nik Thyssen, Luke Quinn, Nick Thyssen, Dakota Thyssen και Marlo Katis. Πίσω σειρά από αριστερά: Nick Quinn, Sebastian Katis και Taylor Quinn

Ανοίγει δικό του milk bar και παντοπωλείο για να προσφέρει εκεί εργασία στις αδελφές του τις οποίες προσκάλεσε μαζί με τους γονείς του από την Ελλάδα και οι οποίοι αρχίζουν την εγκατάστασή τους στη Μελβούρνη από το 1955. Στο κοσμοπολίτικο προάστειο της St Kilda ιδρύει συνεταιρικά με ένα καλόγνωμο και στοργικό Εβραίο επιχειρηματία το δικό τους καφέ, συγκεντρώνοντας εκεί τον καλλιτεχνικό και κοσμοπολίτικο κόσμο, δεκάδες επίδοξους αλλά και αποτυχημένους καλλιτέχνες και μουσικούς, αλλά και σημαντικούς διανοούμενους που περνούσαν τα βραδινά να γευτούν κάτι το ελληνικό και να ρουφήξουν τον καφέ τους ατενίζοντας στο βάθος του ορίζοντα τον ήλιο που έσβηνε στο τέλος του κόλπου της Μελβούρνης. Εβραίοι και Ιταλοί τραγουδιστές και ζωγράφοι, Έλληνες και Μαλτέζοι μικροεπιχειρηματίες, νεαρές κοπέλες που αναζητούσαν μέλλον και προστασία, φοιτητές και φοιτήτριες που προσλαμβάνονταν ως σερβιτόροι, Αυστραλοί που έτρεχαν να προλάβουν να ξεδιψάσουν με την μπύρα τους στις τρεις τέσσερις εκεί διάσημες μπυραρίες, πριν πέσει η νύχτα και κλείσουν με τη δύση του ηλίου, αργότερα αποτελούσαν την πελατεία του Νίκου και του Εβραίου συνεταίρου του, ο οποίος διέθεσε το κεφάλαιο, από χόμπι, γιατί έβγαζε πολλά χρήματα από άλλες επιχειρήσεις.

Εκεί ήρθε και του ζήτησε εργασία ως σερβιτόρα τότε μία έφηβος Αυστραλέζα, με σταχτιά μάτια, ζωηρά και πανέξυπνα, σπινθηροβόλα αλλά και νωχελικά, η Μωρήν. Τον εντυπωσίασε η σβελτάδα και η σιγουριά που είχαν οι κινήσεις της, του άρεσε ο αέρας που απέπνεε, ο οργανωμένος τρόπος με τον οποίον κινούνταν μέσα στην απέραντη σάλα του καφέ. Την προσέλαβε και έκτοτε ενώθηκε η ζωή τους για τα επόμενα εβδομήντα χρόνια, σε μια σχέση που του προσέφερε αυτοπεποίθηση, και αισιοδοξία, μια σχέση μέσα από έναν αδιάσπαστο και ευοίωνο γάμο, που τους προσέφερε στιγμές άπιαστης ευτυχίας, αλλά και γεγονότα που τους σημάδεψαν τη ζωή με άφατο πόνο.

Οι δυο τους στη συνέχεια ξεκινούν την απίστευτη πορεία τους προς τον θρίαμβο, την καινοτομία, την εφαρμογή των νέων ιδεών που γεννούσε ο ανήσυχος και εφευρετικός χαρακτήρας του Νίκου. Ξεκινούν από ένα μανάβικο στα νότια προάστεια της Μελβούρνης, όπου και διαλέγουν την ποιότητα των φρούτων ως πρώτης διαλογής και τα υπόλοιπα τα συσκευάζουν σε φρουτοσαλάτες με τις οποίες αρχίζουν να προμηθεύουν μεγάλα ξενοδοχεία και διάσημα εστιατόρια. Την ημέρα του γάμου τους, εγκατέλειψαν για μερικές ώρες τον πάγκο της διαλογής κι εκεί που έκοβαν τις φρουτοσαλάτες, παντρεύτηκαν, γεύτηκαν ένα απλό δείπνο στο σπίτι της πεθεράς του και στη συνέχεια επέστρεφαν στον πάγκο παραγωγής για να ολοκληρώσουν τις παραγγελίες της επόμενης ημέρας.

Σύντομα ο εφευρετικός Νίκος αντιλαμβάνεται ότι η πορτοκαλάδα που υπήρχε στη διάθεση του κοινού ήταν σε τσίγκινες κονσέρβες, με συγκεντρωμένη σκόνη πορτοκαλιού, χωρίς τη γεύση, την ποιότητα και την απόλαυση του φυσικού χυμού. Έτσι πείθει τον διευθυντή αγορών του μεγαλύτερου ξενοδοχείου της Μελβούρνης ότι αντί για κονσέρβα χυμό, θα μπορούσε να του φέρει φυσικό χυμό, μαζί με τις φρουτοσαλάτες, απόλυτης γεύσης και ποιότητας χωρίς συντηρητικά, χωρίς κονσέρβες, ώστε να μην ταλαιπωρούνται στις κουζίνες του ξενοδοχείου και να κόβουν τα δάκτυλά τους οι βοηθοί μάγειρα. Όταν γεύτηκε την εξαιρετική σπιτίσια ποιότητα του χυμού, ο διευθυντής του παρήγγειλε 500 λίτρα για την επόμενη ημέρα, και μετά 1000 λίτρα για την μεθεπόμενη, μέχρι να καταναλώνονται τελικά εκατομμύρια λίτρα φυσικού χυμού τον χρόνο. Έτσι αρχίζει να παράγει φυσικό χυμό πορτοκαλιού, εργοδοτεί δέκα-δεκάξι άτομα να κόβουν και να στύβουν τα πορτοκάλια, οργανώνει δικά του εργαστήρια παραγωγής τα οποία σύντομα εξελίσσονται σε εργοστάσια παραγωγής, αρχικά στο Cartlon και στη συνέχεια στο Brunswick. Καταργεί τα κονσερβοκούτια, υιοθετεί για πρώτη φορά στην Αυστραλία τα χαρτοκούτια, και συνεργάζεται με τις βρετανικές εταιρείες για την παραγωγή ειδικών χάρτινων κονταίηνερς, και πλαστικούς γκουβάδες των δέκα και είκοσι κιλών. Η βιομηχανία, παραγωγή και συσκευασία φυσικών χυμών με την εφευρετικότητα του Νίκου περνάει σε μια νέα εποχή παγκοσμίως. Ο φυσικός χυμός Πάτρα καθιερώνεται σε εκατοντάδες καταστήματα, υπεραγορές, αναψυκτήρια, λέσχες, εστιατόρια ως ο πλέον δημοφιλής χυμός στην χώρα.

Ο Nick με μέλη του προσωπικού του. Φωτογραφίες: Supplied

Ο Νίκος με τις νέες πάντοτε και καινοτόμες ιδέες ξεχύνεται στις απέραντες φάρμες εσπεριδοειδών στην Βικτώρια και ΝΝΟ, συνεργάζεται με τους φρουτοπαραγωγός, τους φαρμαδόρους, τους πείθει με την εντιμότητα, την ευθύτητα και τη γενναιοδωρία του. Τους προσφέρει καλύτερες τιμές στα προϊόντα του από ό,τι οι συνεταιρισμοί τους, τους πληρώνει χωρίς καθυστερήσεις, αρχίζει να ενισχύει τις τοπικές οικονομίες, να εργοδοτούνται εκατοντάδες άτομα και να στηρίζονται οικονομικά εκατοντάδες οικογένειες. Η παρουσία του Νίκου στην αχανή επαρχία αποτελεί εγγύηση έντιμης συνεργασίας. Ο ίδιος του επεκτείνεται στην αγορά απέραντων φαρμών, αγοράζει κι εκτρέφει χιλιάδες βοοειδή, στα οποία παράγει τη δική του ζωοτροφή, αναμειγνύοντας τις φλούδες από τα πορτοκάλια με το άχυρο και τους σπόρους και ταΐζει με αυτά τα βόδια, κι όχι τις αγελάδες για να μην αλλοιώνεται το γάλα τους. Στα εργοστάσια που ιδρύει κατασκευάζει και τροποποιεί τα μηχανήματα που σύρουν τα πορτοκάλια και τα ανεβάζουν σε σιδερένιες ράγιες για να ρίχνουν τα πορτοκάλια στους στις στυφτικές μηχανές. Εφευρίσκει δικούς του μηχανισμούς που τελειοποιούν τα μηχανήματα άνωσης των πορτοκαλιών αλλά και της καθόδου τους προς τις στυφτικές μηχανές.

Απλώνει τη δράση του και σε χυμούς άλλων φρούτων και κατασκευάζει φρουτοσαλάτες και φρέσκες σούπες που τις λανσάρει για πρώτη φορά στην Αυστραλιανή και παγκόσμια αγορά. Με δική του εφεύρεση δεκαπλασιάζει τη διάρκεια ζωής της φρέσκης σούπας από τρεις ημέρες σε τρεις εβδομάδας και πουλά τα δικαιώματα της εφεύρεσης στους Βρετανούς βιομηχάνους με εκατοντάδες χιλιάδες λίρες και ποσοστά στις πωλήσεις της στη παγκόσμια αγορά.

Την επόμενη εβδομάδα το δεύτερο μέρος της καταπληκτικής ιστορίας του Nick Thyssen.

To βιβλίο Nick Thyssen: The Story of a Great Innovator to Remember πωλείται στα βιβλιοπωλεία των Ελληνικών Κοινοτήτων της Μελβούρνης και της Πέρθης, στο Ελληνικό Μουσείο (Hellenic Museum), στο καταστήματα Nikos Cakes στο Oakleigh και στο Fairfield, καθώς διατίθεται και ταχυδρομικώς στις διευθύνσεις Steve Petrou <[email protected]; Anastasios Tamis [email protected]

The post Μεταφράστηκε στην ελληνική το βιβλίο για τον καινοτόμο επιχειρηματία Nick Thyssen (Νικολάου Θεοδοσιάδη) appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.