
Είχα περάσει μια φοβερή ιλαρά, το 1966 πρέπει να ήταν, και μάλλον είχα ξεκινήσει να πηγαίνω σχολείο στο 68ο Δημοτικό της Δ΄ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας της Θεσσαλονίκης· το έλεγαν «εβραίικο σχολείο», επειδή βρισκόταν στον φτωχομαχαλά των εβραίων καπνεργατών, κάτω από το Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής. Είχα γεμίσει σπυριά, με πονούσε το φως στα μάτια και ανέρρωσα στο ημίφως, με τα παντζούρια κλειστά σχεδόν στο παραθύρι του χαμόσπιτου εκείνου του παραμυθένιου σπιτιού, με τον πάντα ασβεστωμένο τοίχο που χώριζε τα σπίτια το ένα από το άλλο, την τζανεριά στη μέση της αυλής, τα λουλούδια στο παρτέρι της γιαγιάς μου, Ολγα την έλεγαν, που αναφωνούσε συχνά τούρκικες παροιμίες και ρώταγα να μάθω τι σημαίνουν· κάποιες ήταν άσεμνες, αλλά ορισμένες με συνοδεύουν ακόμη σαν συμβουλές. Ο τουρκόφωνος παππούς μου λεγόταν Κώστας. Τα πρώτα λόγια που άκουσα και καταλάβαινα ως παιδί ήταν τα τούρκικα. Ηρθε από το Ικόνιο στην Ελλάδα και δήλωσε τουτουντζής, επειδή εργαζόταν στα καπνά. Εδώ τον βάφτισαν Καπνίδη. Υιοθέτησε μια κόρη που την έλεγαν ήδη Κωνσταντίνα. Εβγαλαν κι εμένα Κώστα· χαμός από… κάπα-κάπα. Ηταν και καπνεργάτης όπως η γιαγιά και, βέβαια, ΕΔΑτζής. Η πρώτη μνήμη που έχω ως παιδί, ήμουν δυόμισι χρονώ, είναι η πόντια γιαγιά μου, να μπαίνει στο σπίτι ένα απόγευμα και να φωνάζει «Το φάγανε το παλικάρι»! Ακολούθησε κοπετός για τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Η άλλη μνήμη είναι μες στο ίδιο έτος, όταν πήγαμε να πάρουμε από το μαιευτήριο, τον Αγιο Στυλιανό, τη μαμά μας και τον νεογέννητο αδελφό μου, τον «Ευλιπιδάκη», δεν έλεγα το ρω. Και μετά στον νου έρχεται ο παππούς μου, αυτός ο αγράμματος πλανόδιος μανάβης με το κάρο, ναι είχαμε και αχούρι στην αυλή μας στην πάροδο Λιγδών 7β. Απέναντι από το σπίτι ήταν η κοινόχρηστη βρύση της γειτονιάς και πιο κάτω, μετά από μια χωμάτινη αλάνα όπου παίζαμε μπάλα και πετροπόλεμο, επί της Αγίων Πάντων ένα καταπληκτικό χαμάμ, όπου πηγαίναμε τα Σάββατα. Ολα τα σάρωσε η λαίλαπα της αντιπαροχής και του τσιμέντου, σε μια προσπάθεια να γίνει η εθνική «ομογενοποίηση» της πόλης, χωρίς οθωμανικά και χωρίς εβραϊκά δομικά στοιχεία και μνημονικά χνάρια.
Ο Κώστας είχε βαθιές ρυτίδες που τόνιζαν τα αδρά χαρακτηριστικά του· ήταν ο ίδιος πονεμένος, αγαπησιάρης, πολύ ψυχοπονιάρης και για λαϊκός μανάβης ήταν κομψός κύριος. Μου έμαθε να φροντίζω πάντα ώστε τα παπούτσια μου να είναι γυαλισμένα· μπορεί να μη φοράς τα καλά ρούχα σου, αλλά να έχεις πάντα γυαλισμένα και καθαρά παπούτσια, μου έλεγε. Ημουν κάτω από πέντε όταν μου έμαθε να φτιάχνω χαρταετούς με καλαμόξυλα, με αλευρόκολλα, με ζύγια, ουρές και απ’ όλα. Είχα φοβερές ουρές στον χαρταετό, διότι στα τελάρα από τα φρούτα του μανάβη παππού μου υπήρχαν άφθονα πολύχρωμα χαρτιά, μακρόστενα κομμένα σε θυσάνους, που προστάτευαν τα φρούτα. Τη μέρα που έπαψαν να πονάνε τα μάτια μου από το φως και αισθάνθηκα λίγο καλύτερα, η μάνα μου μ’ έκανε ένα μπάνιο στη σκάφη, με έντυσε ζεστά επειδή της το ζήτησε ο παππούς μου, για να με πάρει στους ώμους του, καβαλίκα το έλεγε, και να με πάει σε ένα φωτογραφείο.
Πρέπει να ήταν περίοδος Αποκριών και ήξερε ότι είχα μια προτίμηση στα γουέστερν –πηγαίναμε πολύ συχνά σινεμά με τη μάνα μας, δεν υπήρχε άλλη ψυχαγωγία. Ζήτησε από τον φωτογράφο να με ντύσει και να με φωτογραφίσει. Αυτή είναι η φωτογραφία από εκείνη την εκδήλωση της αγάπης του. Τη βρήκα ξεχασμένη σε ένα συρτάρι που καθάριζα στο σπίτι της μάνας μας, αφού μας άφησε. Ο Κώστας Καπνίδης πέθανε νέος στα 56 του από καρκίνο στο ήπαρ. Δεν είχε ασφάλιση, δεν κολλούσε ένσημα, δεν έκανε αυτασφάλιση, «γαμώ το ΙΚΑ!» αναφωνούσε. Εγώ τότε ήμουν δεν ήμουν δέκα. Δεν μου αρέσουν οι Αποκριές καθόλου, τις θεωρώ σαχλαμάρα και φτηνή ψυχαγωγία· τις απεχθάνομαι. Η ευωχία τους είναι ακατανόητη. Υστερα από αυτή τη φωτογραφία δεν ξαναντύθηκα καρναβάλι.
Ο Κώστας Θεολόγου είναι διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου στη Σχολή ΕΜΦΕ ΕΜΠ