Καθημερινά πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας επιλέγουν, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΑΣΑ, να κάνουν τις μετακινήσεις τους χρησιμοποιώντας το αστικό λεωφορείο, το τραμ, τον ηλεκτρικό, το τρόλεϊ, τον προαστιακό σιδηρόδρομο ή το μετρό, κοινώς τα ΜΜΜ.
Περίπου 500.000 υπολογίζονται εκείνοι που χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα περιστασιακά.
Ο αριθμός είναι μεγάλος και κανονικά θα έπρεπε να σχεδιάζεται πώς θα γίνει ακόμη μεγαλύτερος, καθώς η αύξηση της χρήσης των ΜΜΜ εις βάρος του αυτοκινήτου θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα κάθε στρατηγικής για την «Πράσινη Μετάβαση».
Μόνο που εάν κανείς ρωτήσει τους χρήστες των συγκοινωνιών της Αθήνας, κυρίως θα ακούσει διαμαρτυρίες: για τη μεγάλη συμφόρηση στις ώρες αιχμής εντός των μέσων και στις στάσεις, για τις καθυστερήσεις στα δρομολόγια, για τα κενά στις συγκοινωνίες. Η επιτόπια έρευνα των «ΝΕΩΝ» κατέγραψε σοβαρά προβλήματα και μεγάλα παράπονα των ανθρώπων που τα χρησιμοποιούν.
Συνωστισμός στα ΜΜΜ
Το πρόβλημα του συνωστισμού είναι το πρώτο που απασχολεί τους πολίτες. Οι στάσεις των αστικών λεωφορείων δεν αδειάζουν σχεδόν ποτέ, αφού πάντοτε υπάρχουν εκείνοι που μένουν απ’ έξω, μη χωρώντας στο διερχόμενο όχημα και μη γνωρίζοντας αν θα χωρέσουν και στο επόμενο. Αρκετές φορές, ο αριθμός όσων περιμένουν είναι μεγαλύτερος από εκείνον που πραγματικά χωρούν σε ένα λεωφορείο ή τρόλεϊ. Οι πολίτες σπρώχνονται, στοιβάζονται και στριμώχνονται όλο και περισσότερο. Ανάλογες εικόνες βλέπει κανείς τις ώρες αιχμής στα βαγόνια του ηλεκτρικού, του μετρό και του προαστιακού. Συχνά οι συρόμενες πόρτες των συρμών κλείνουν οριακά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οι άνθρωποι με τους οποίους μιλήσαμε κάνουν λόγο για κακές συνθήκες μετακίνησης, εξαιτίας παλαιότητας των οχημάτων, των φθορών και των ελλείψεων στις υποδομές. Κατά καιρούς έχουν υπάρξει λεωφορεία που στάζουν νερά από τις οροφές, έχουν σπασμένα παράθυρα, φθαρμένα καθίσματα και συστήματα θέρμανσης και κλιματισμού που δεν λειτουργούν. Ελλείμματα υπάρχουν και στις υποδομές που διευκολύνουν την προσβασιμότητα των ΑμεΑ.
Το αποτέλεσμα είναι καθημερινές εντάσεις για το ποιος θα κάτσει στη μοναδική εναπομείνασα θέση στο βαγόνι του μετρό. Εγκυοι παραμένουν όρθιες καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής γιατί «κανείς δεν σηκώνεται για να καθίσουν!». Καβγάδες για τη μη χρήση μάσκας λόγω συνωστισμού. Συχνές περιπτώσεις όπου άνθρωποι πιάνονται στις πόρτες ή περιστατικά όπου λεωφορεία κινούνται με την πόρτα ανοιχτή.
Ελλιπές δίκτυο
Το επόμενο μεγάλο παράπονο είναι οι καθυστερήσεις, ιδίως στα λεωφορεία. Εχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου οι φωτεινές πινακίδες αναφέρουν ότι το επόμενο λεωφορείο θα περάσει ακόμη και σε… 91 λεπτά. Λύση στο πρόβλημα επιχειρεί να δώσει η εφαρμογή της τηλεματικής. Οι μαρτυρίες, ωστόσο, αναφέρουν πως συχνά υπάρχει απόκλιση στην ώρα που δείχνει η εφαρμογή σε σχέση με την πραγματική ώρα άφιξης, ενώ το βασικότερο ζήτημα είναι πως δεν είναι όλοι οι χρήστες εξοικειωμένοι με αυτού του είδους την υπηρεσία (η οποία, παράλληλα, συνήθως δεν υπάρχει στα αγγλικά για τους τουρίστες).
Και βέβαια, συχνά, το μόνο που κάνει η τηλεματική είναι απλώς να ενημερώνει για την καθυστέρηση. Αποτρεπτικά για τη χρήση των ΜΜΕ είναι και τα κενά στο δίκτυο. Χαρακτηριστική η παρακάτω μαρτυρία: «Διαμένω κάτω από το πάρκο του Ευαγγελισμού και εργάζομαι στα Μελίσσια. Καθημερινά, ξεκινώ μία ώρα και σαράντα λεπτά νωρίτερα. Παίρνω την μπλε γραμμή του μετρό από Ευαγγελισμό και κατεβαίνω Μοναστηράκι. Εκεί περιμένω τον ηλεκτρικό και ύστερα από 11 και πλέον στάσεις φτάνω στο Μαρούσι. Το μοναδικό αστικό λεωφορείο που μπορεί να με μεταφέρει κοντά στην εταιρεία όπου εργάζομαι, στα Μελίσσια, περνάει κάθε 30-40 λεπτά».
Οπως επισημαίνει ο πολιτικός μηχανικός, συγκοινωνιολόγος και πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Συγκοινωνιολόγων Πάνος Παπαδάκος, «η διαφορά ταχύτητας ανάμεσα στη διαμόρφωση των αναγκών εξυπηρέτησης της Αθήνας από τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ) και στη δυνατότητα υλοποίησης των απαραίτητων συστημάτων και υποδομών παραμένει, και πιθανότατα θα συνεχίσει να παραμένει, ανισόρροπη για πολλές δεκαετίες. Η Αθήνα ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση την ανάπτυξη δικτύων ΜΜΜ υψηλής χωρητικότητας»