«Σεισμοί, λοιμοί και καταποντισμοί» την εβδομάδα που πέρασε αλλά μέσα σε ένα φλέγον ειδησεογραφικό τοπίο κατάφεραν να αναδυθούν δύο ζεϊμπέκικα. Και τα δύο ως ένα είδος σπονδής μπροστά στον έκθαμβο Αντώνη Ρέμο. Το ένα ήταν του Παύλου Ντεγκρές και το άλλο του Βασίλη Μπισμπίκη. Το ένα πριγκιπικό και το άλλο αλήτικο. Το ένα κοστουμάτο και το άλλο με την κοιλιά έξω. Ο,τι καλύτερο για να αρχίσουν οι συγκρίσεις και το «ποιος το χόρεψε καλύτερα;». Ο «αδαής» ή ο «παράφρων»; (Στο έργο του Μπέρνχαρντ αναφέρομαι προς άρση παρεξηγήσεων). Και τι να πεις; «Δεν τα ‘δα»; Μόνο αν είσαι πάνω από 85 ετών και ζεις σε απομονωμένο χωριό της Ηπείρου.
Κι έτσι βρεθήκαμε να μιλάμε για ζεϊμπέκικα. Που είναι ένας εξαιρετικός λαϊκός ρυθμός, αλλά ως χορό να το ξαναδούμε λίγο καθώς διάβασα πολλά αυτές τις μέρες. Δηλαδή αυτά που ακούω χρόνια περί ενός κιμπάρικου, αντρίκιου χορού που χορεύεται έτσι και δεν χορεύεται αλλιώς και διάφορες άλλες «εντολές προς στριβολιζόμενους». Σαν να έχουμε κάπως αναγάγει το ζεϊμπέκικο σε ιερό τελετουργικό, κάτι σαν μυστήριο κατά τη διάρκεια του οποίου ανοίγουν οι ουρανοί, ανοίγει η γη και, γενικώς, συντελούνται μυστικιστικά πράγματα που έχουν να κάνουν με τη μέθεξη και τους συμβολισμούς και τη σημειολογία. Και ότι είναι «κλειστός» χορός και χορεύεται απαρεγκλίτως σε όσο χώρο πιάνει ένας τάφος και ότι συμβολίζει την απόλυτη απελπισία και τις κλειστές πόρτες και δεν θυμάμαι αν επιτρέπεται ή όχι το ποτήρι στο μέτωπο (καν’ το όπως ο Ντεγκρές) ή να χτυπήσεις με το χέρι το πάτωμα, άσε που παλιά κρατούσαν και τραπέζι με τα δόντια (μόνο που το σκέφτομαι νομίζω ότι θα πέσουν τα δικά μου δόντια).
Ψυχραιμία παιδιά. Ενας χορός είναι. Που όσο κι αν έχει ρίζες στην παράδοση, όσο κι αν ερίζουν για το αν μας έρχεται από τους ζεϊμπέκηδες ή την Αρχαία Ελλάδα, όσο και αν το έχει υμνήσει ο Τσαρούχης και το έχει αποθεώσει ο Χαριτόπουλος, έχει παραμορφωθεί (και εργαλειοποιηθεί) τόσο πολύ που πλέον οι συμβολισμοί του είναι καθαρά εγκυκλοπαιδικοί. Τι σκέφτομαι όταν ακούω σήμερα για ζεϊμπέκικο (χωρίς να το δω καν); Μια ψευδαίσθηση μαγκιάς με το άλλοθι της λαϊκής ψυχής. Γι’ αυτό και υιοθετήθηκε από τους πολιτικούς σε περιόδους άκρατου λαϊκισμού. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τα ζεϊμπέκικα του Τσοχατζόπουλου ή του Γιώργου Παπανδρέου στην Τουρκία που λέγαμε – τρομάρα μας! – ότι περνούσαν και μηνύματα στη γείτονα. Ή τα ζεϊμπέκικα του Δημήτρη Κουτσούμπα που μου προκαλούν φοβερή αγωνία διότι (δεν ξέρω γιατί) νομίζω ότι σε κάποια αεροπλανική φιγούρα θα ακουστεί ένα σκρατς και θα ξηλωθεί η πισωραφή του παντελονιού και δεν λέει.
Λοιπόν, αφήστε τους ανθρώπους να χορέψουν ζεϊμπέκικο όπως θέλουν. Θέλει να το χορέψει ο Μπισμπίκης σαν να ήταν ο μαύρος στρουμπουλός κύκνος στη «Λίμνη των κύκνων»; Ετσι να το χορέψει. Θέλει ο Ντεγκρές να βάλει ποτήρι στο κεφάλι; Δεν πα’ να βάλει κι όλο το σερβίτσιο. (Κι έχω την εντύπωση πως αν ερωτηθεί από δημοσιογράφο άλλη μια φορά αν χορεύει καλύτερα ο ίδιος ή ο Μπισμπίκης, θα πετάξει και διαβατήρια και ονόματα και θα εγκατασταθεί στη Δανία. Και ξέρετε κάτι ζεϊμπέκικα που χορεύουν οι Δανοί).