
Το προτελευταίο τεύχος του «Economist» είχε πρωτοσέλιδο το ερώτημα: «Θα σώσει ο Μερτς τη Γερμανία;». Παρά τη συμπάθεια του περιοδικού στις νεοφιλελεύθερες ιδέες του επόμενου καγκελάριου, ήταν διάχυτος ο σκεπτικισμός για τη ρεαλιστικότητα των προτάσεών του. Στέλεχος της BlackRock, φίλος και οπαδός του Σόιμπλε, αποδοκίμαζε ως όχι αρκούντως δεξιές τις θέσεις της Μέρκελ σε όλα τα επίπεδα, και ιδίως στο οικονομικό. «Τολμήστε περισσότερο καπιταλισμό» είναι ο τίτλος του βιβλίου που έγραψε πριν αποχωρήσει πρόσκαιρα από την πολιτική. Η συνταγή του για την έξοδο από την κρίση είναι περισσότερες φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους και τις επιχειρήσεις και νέες περικοπές στο κοινωνικό κράτος.
Ακόμη λιγότερο πιθανό από το να σώσει τη Γερμανία, όμως, είναι να σώσει την Ευρώπη. Από τους πιο φιλοατλαντικούς πολιτικούς, υπερηφανεύεται για τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ, τις οποίες έχει επισκεφτεί περισσότερες από 100 φορές. Στο κρίσιμο δίλημμα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ενωση, την ενίσχυση της στρατηγικής της αυτονομίας ή την απόπειρα επαναφοράς των ευρωατλαντικών σχέσεων στην προ Τραμπ εποχή, είχε επιλέξει τη δεύτερη λύση. Μέχρι τη διάψευση παρόμοιων φρούδων ελπίδων από την ομιλία Βανς στο Μόναχο, υποστήριζε ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να κατευναστεί εάν οι Ευρωπαίοι αγόραζαν περισσότερα F-35 και αύξαναν αρκετά τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Κάτι χειρότερο από υποτέλεια δηλαδή, μια μορφή προστασίας τύπου μαφίας.
Προφανώς δε προσυπογράφει τη συνταγή καταστροφής του ΓΓ Γραμματέα του ΝΑΤΟ για αύξηση των αμυντικών δαπανών με μείωση αυτών για τις συντάξεις, την υγεία και την εκπαίδευση. Απορρίπτει την ιδέα κοινού χρέους της ΕΕ, όπως έγινε τα χρόνια της πανδημίας, για να στηθεί η ευρωπαϊκή κοινή άμυνα. Αντί για αυτό αναζητεί την αντικατάσταση της πυρηνικής ομπρέλας των ΗΠΑ από αυτή του ΗΒ και της Γαλλίας.
Βεβαίως, για να μην αδικήσουμε τον γερμανό πολιτικό, δεν είναι χειρότερος από τους άλλους ευρωπαίους ηγέτες. Είδαμε κάποιο ευρωπαϊκό σχέδιο για την ειρήνη στην Ουκρανία; Ακόμη και σήμερα, η απάντηση στα εκβιαστικά σχέδια ειρήνευσης του Τραμπ είναι η αποστολή περισσότερων όπλων, η παράταση δηλαδή του πολέμου, λες και δεν έχει βλάψει αρκετά την οικονομία και τη γεωπολιτική θέση της Ευρώπης. Το πιο ενδεικτικό του κενού στρατηγικής: η ΕΕ αντί να σχεδιάσει τη στρατηγική της αυτονομία, ανέθεσε τα χαρτοφυλάκια εξωτερικής πολιτικής και άμυνας σε δύο βάλτους πολιτικούς, την Εσθονή Κάλλας και τον Λιθουανό Κουμπίλιους. Αυτό ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία κάθε αυτόνομου ευρωπαϊκού εγχειρήματος, μια που η κοινή αντίληψη στη Βαλτική είναι ότι η ήπειρός μας δεν μπορεί να επιβιώσει μακριά από τον μεγάλο αμερικανό αδελφό.
Μία διέξοδος υπάρχει, την οποία οι ευρωπαϊκές ελίτ δεν φαίνονται ικανές να ακολουθήσουν: ταυτόχρονη υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και θεμελίωση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης απέναντι στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό απαιτείται κυρίως μια ιστορικά αναγκαία πολιτική απόφαση: η πολιτική χειραφέτηση από τον Μεγάλο Αδελφό, η εγγύηση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ με έρεισμα τη ρήτρα αλληλεγγύης του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης ΕΕ και η δημιουργία ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι καθηγητής Δημόσιου Δικαίου,
αν. εμπειρογνώμονας ΟΗΕ, πρώην υπουργός Εξωτερικών