
Λένε πως όπου πατάει δεν ξαναφυτρώνει χορτάρι. Είναι ολομόναχος, καταδικασμένος να παρακολουθεί τον αγώνα από µακριά. Μένει καθηλωμένος στη θέση του, στην ερηµιά του, ανάµεσα στα τρία δοκάρια, περιμένοντας τον… τουφεκισµό του. Παλιά φορούσε μαύρα, όπως ο διαιτητής. Τώρα που ο διαιτητής δεν µεταμφιέζεται πια σε κοράκι, ο τερματοφύλακας παρηγορεί τη μοναξιά του µε διάφορους συνδυασμούς χρωμάτων.
Δεν βάζει γκολ. Στέκεται εκεί για να µην του βάλουν. Το γκολ είναι η γιορτή του ποδοσφαίρου: ο σκόρερ φέρνει χαρά, ο τερµατοφύλακας κάνει χαλάστρα. Φοράει το νούμερο ένα στην πλάτη του. Ο πρώτος που θα πληρωθεί; Οχι, ο πρώτος που θα πληρώσει τα σπασμένα. Το φταίξιμο είναι πάντοτε δικό του, ακόµα κι όταν δεν φταίει. Οποιος παίκτης κι αν κάνει πέναλτι, θα την πληρώσει ο τερματοφύλακας: τον αφήνουν εκεί, κατάµονο απέναντι στον δήµιό του, στην απεραντοσύνη του κενού τέρματος. Κι όταν η ομάδα του είναι σε άσχηµη µέρα, πάλι αυτός την πληρώνει, τον βομβαρδίζουν µε απανωτά σουτ, για άλλων αμαρτίες.
Οι υπόλοιποι παίκτες μπορούν να τα θαλασσώσουν µια ή και πολλές φορές, αλλά εξιλεώνονται µε κάποια θεαματική προσποίηση, µια εξαιρετική πάσα, ένα εύστοχο σουτ: εκείνος ποτέ. Το πλήθος δεν συγχωρεί τον τερματοφύλακα. Αφησε τη θέση του σε λάθος στιγµή; Εκανε κακή εκτίµηση; Γλίστρησε η µπάλα µέσα από τα χέρια του; Τα ατσαλένια του δάχτυλα έγιναν πούπουλα; Με ένα και µόνο λάθος του ο τερματοφύλακας καταστρέφει το παιχνίδι, χάνει το πρωτάθλημα, και τότε το κοινό ξεχνά µονομιάς όλα του τα κατορθώματα, και τον καταδικάζει σε αιώνια δυσµένεια. Η κατάρα θα τον κυνηγάει µέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Μπαρµπόζα
Οταν ήταν να επιλέξουν τον καλύτερο τερματοφύλακα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950, οι δηµοσιογράφοι ψήφισαν ομόφωνα τον Βραζιλιάνο Μοασίρ Μπαρµπόζα. Ο Μπαρμπόζα ήταν αναμφίβολα και ο καλύτερος τερµατοφύλακας της χώρας του. Είχε πόδια ελατήρια, ήταν νηφάλιος, σίγουρος για τον εαυτό του και ενέπνεε εμπιστοσύνη στην οµάδα. Συνέχισε να είναι ο καλύτερος τερματοφύλακας µέχρι που αποσύρθηκε, αρκετά χρόνια αργότερα, περασμένα τα σαράντα.
Ολα αυτά τα χρόνια απέτρεψε πολλά γκολ, άγνωστο πόσα, χωρίς ποτέ να τραυματίσει αντίπαλο. Ομως στον τελικό του 1950 ο ουρουγουανός επιθετικός Γκίτζια τον αιφνιδίασε µε ένα σουτ στη δεξιά του γωνία. Ο Μπαρμπόζα, που είχε βγει από την εστία του, εκτινάχτηκε προς τα πίσω, ακούµπησε την µπάλα κι έπεσε. Οταν σηκώθηκε, σίγουρος ότι είχε αλλάξει την πορεία της µπάλας, την είδε να αναπαύεται στα δίχτυα του. Εκείνο ήταν το γκολ που άφησε σύξυλο το Μαρακανά και χάρισε το Κύπελλο στην Ουρουγουάη.
Τα χρόνια πέρασαν, αλλά τον Μπαρμπόζα δεν τον συγχώρεσαν ποτέ. Το 1993, στους προκριματικούς για το Μουντιάλ των Ηνωμένων Πολιτειών, θέλησε να εμψυχώσει τους παίκτες της βραζιλιάνικης οµάδας. Πήγε στη συγκέντρωσή τους, αλλά η ηγεσία του απαγόρευσε την είσοδο. Εκείνη την εποχή ζούσε φιλοξενούμενος στο σπίτι της κουνιάδας του, µε μοναδικό εισόδημα µια σύνταξη πείνας. Ο Μπαρμπόζα σχολίασε: «Στη Βραζιλία, η µεγαλύτερη ποινή για ένα έγκλημα είναι τριάντα χρόνια. Εγώ τιμωρούμαι σαράντα τρία χρόνια για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα».
Ο Καρίσο
Επί ένα τέταρτο του αιώνα µπλόκαρε την µπάλα σαν να είχαν τα χέρια του μαγνήτη, και προκαλούσε πανικό στον αντίπαλο. Ο Αμαδέο Καρίσο δημιούργησε ένα δικό του στυλ στο νοτιοαµερικάνικο ποδόσφαιρο. Ηταν ο πρώτος τερµατοφύλακας που τόλμησε να βγει από την περιοχή του, για να ενισχύσει την επίθεση, διακινδυνεύοντας ο ίδιος, αλλά και προκαλώντας κίνδυνο, µε το να ντριπλάρει συχνά αντιπάλους. Πριν από τον Καρίσο, κάτι παρόμοιο ήταν µια απαγορευμένη τρέλα.
Αργότερα, η τόλµη του έγινε μεταδοτική. Ο συμπατριώτης του Γκάτι, ο Κολομβιανός Ιγκίτα και ο Παραγουανός Τσιλαβέρτ δεν αποδέχτηκαν ούτε αυτοί να είναι απλώς ένας τοίχος, καρφωμένοι στην εστία τους, και απέδειξαν ότι ο τερματοφύλακας µπορεί να γίνει σπαθί.
Ο οπαδός, είναι γνωστό, βρίσκει ευχαρίστηση να απαρνείται τον άλλο: ο παίκτης της αντίπαλης ομάδας είναι άξιος αποδοκιµασίας και περιφρόνησης. Ομως όλοι οι φίλαθλοι της Αργεντινής, οποιασδήποτε ομάδας, λατρεύουν τον Καρίσο, και συµφωνούν λίγο πολύ όλοι ότι κανείς δεν απέκρουε σαν εκείνον στη χώρα.
Παρ’ όλα αυτά, όταν το 1958 η Αργεντινή επέστρεψε µε την ουρά στα σκέλια από το Μουντιάλ της Σουηδίας, το είδωλο έγινε ο αποδιοποµπαίος τράγος. Η Αργεντινή είχε συντριβεί 6-1 από την Τσεχοσλοβακία και παρόμοιος διασυρμός απαιτούσε εξιλέωση.
Ο Τύπος τον στηλίτευσε, το κοινό τον σφύριξε και ο Καρίσο αποκαρδιώθηκε τελείως. Χρόνια αργότερα, στα απομνημονεύματά του, εξοµολογήθηκε µε θλίψη: «Πάντα θυμάμαι περισσότερο τα γκολ που µου έβαλαν παρά εκείνα που αποσόβησα».
Ο Γιασίν
Ο Λεβ Γιασίν σκέπαζε την εστία µε το κορμί του χωρίς ν’ αφήνει ούτε χαραµάδα. Εκείνος ο γίγαντας µε τα µακριά χέρια, ντυμένος πάντα στα μαύρα, είχε ένα απέριττο στυλ, µια χάρη που έµοιαζε να περιφρονεί την υπερβολή των κινήσεων. Σταματούσε τα αστραπιαία σουτ σηκώνοντας μονάχα το χέρι, σαν τανάλια που άρπαζε κι εξαφάνιζε το βλήμα, ενώ το σώµα παρέμενε ακίνητο σαν βράχος. Δίχως να κουνηθεί από τη θέση του, άλλαζε την πορεία της µπάλας µε τη µατιά του και µόνο. Εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο αρκετές φορές, µε αμέτρητες επευφηµίες και ευχαριστίες, αλλά ξαναγύριζε. Δεν υπήρχε άλλος σαν αυτόν. Για πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα ο ρώσος τερματοφύλακας απέκρουσε περισσότερα από εκατό πέναλτι και αποσόβησε ποιος ξέρει πόσα γκολ. Οταν τον ρωτούσαν ποιο είναι το µυστικό του, απαντούσε ότι η συνταγή ήταν να καπνίζει ένα τσιγάρο για να ηρεμεί τα νεύρα του και να πίνει ένα ποτηράκι για να δυναμώνει τους µυς.
Τα τρία δοκάρια: µια κατάρα
Απ’ όλους τους βραζιλιάνους τερματοφύλακες που έχω δει ο Μάνγκα ήταν εκείνος που περισσότερο χαράχτηκε στη μνήμη µου. Είχε πρόσωπο χαρακωµένο από τσεκούρι και σηµαδεμένο από την ευλογιά. Τα τεράστια χέρια του µε τα στραβά δάχτυλα κλειδαμπάρωναν το τέρµα και τα πόδια του έριχναν κανονιές.
Μια φορά στο Μοντεβιδέο τον είδα να βάζει γκολ από το ένα τέρµα στο άλλο: ο Μάνγκα έκανε σουτ από την εστία του και η µπάλα µπήκε στην απέναντι εστία χωρίς να την αγγίξει κανένας παίκτης. Είχε αναγκαστεί να φύγει από τη Βραζιλία και έπαιζε στη Νασιονάλ της Ουρουγουάης, ως εξιλέωση.
Η εθνική οµάδα της Βραζιλίας είχε επιστρέψει από το Μουντιάλ του ’66 µε το κεφάλι σκυφτό, έχοντας αποκλειστεί άδοξα, και ο Μάνγκα ήταν ο αποδιοποµπαίος τράγος της εθνικής καταστροφής. Ο Μάνγκα είχε παίξει µόνο σε έναν αγώνα. Εκανε ένα λάθος, µια άστοχη έξοδο, και είχε την κακή τύχη να βάλει γκολ η Πορτογαλία σε κενή εστία. Εκείνη η κακιά στιγµή ήταν αρκετή για να αποκαλούν για πολύ καιρό τα λάθη των τερµατοφυλάκων μανγκεϊράδας.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και στο Μουντιάλ του 1958, όταν ο τερματοφύλακας Αμαδέο Καρίσο πλήρωσε τα σπασμένα για την αποτυχία της Αργεντινής. Και παλιότερα, το 1950, ο Μοασίρ Μπαρμπόζα ήταν το εξιλαστήριο θύμα για την ήττα της Βραζιλίας στον τελικό στο Μαρακανά που είπαμε παραπάνω.
Στο Μουντιάλ του ’90 το Καμερούν απέκλεισε την Κολομβία, η οποία μόλις είχε δώσει έναν εξαιρετικό αγώνα εναντίον της Γερμανίας. Η αφρικανική ομάδα πέτυχε το γκολ που έκρινε το παιχνίδι από ένα λάθος του τερματοφύλακα Ρενέ Ιγκίτα, ο οποίος βγήκε µέχρι το κέντρο του γηπέδου κι εκεί έχασε την µπάλα. Οι ίδιοι που πανηγύριζαν παρόμοιες παλικαριές όταν έπιαναν θέλησαν να φάνε ζωντανό τον Ιγκίτα όταν επέστρεψε στην Κολομβία.
Το 1993 η εθνική ομάδα της Κολομβίας, χωρίς τον Ιγκίτα, κατατρόπωσε την Αργεντινή στο Μπουένος Αϊρες µε 5-0. Τέτοια ταπείνωση απαιτούσε φωναχτά έναν ένοχο, και ο ένοχος έμελλε να είναι, ποιος άλλος; Ο τερματοφύλακας. Ετσι τη… νύφη την πλήρωσε ο Σέρχιο Γκοϊκοετσέα. Η εθνική της Αργεντινής ήταν αήττητη για παραπάνω από τριάντα αγώνες και όλοι συμφωνούσαν ότι το κατόρθωμα αυτό οφειλόταν στον Γκοϊκοετσέα. Αλλά µετά τη συντριβή από την Κολομβία, ο θαυματουργός στην απόκρουση πέναλτι έπαψε να είναι ο άγιος Γκόικο, έχασε τη θέση του στην Εθνική και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον συμβούλεψαν να αυτοκτονήσει…