Ηταν θυμωμένο εκείνο το απόγευμα, με τα αστραπόβροντα να μαστιγώνουν κινητούς και ακίνητους στόχους και με τον θόρυβό τους να θυμίζει οπλοπολυβόλα. Ο Φέρεντς Πούσκας κοίταξε απελπισμένος την επανάσταση του καιρού. Πώς θα ανέβαινε στο Χαλάνδρι για να φάει γουρουνόπουλο στου Μίμη; Εριξε μια κλεφτή ματιά στην Τσόχα, μπας και έβλεπε κάποιο σημάδι ότι θα ημερέψει ο καιρός, τίποτα. Απελπισία! Γυρίζοντας απότομα προς τα πίσω, η μεγάλη του κοιλιά τράκαρε τον Μίμη Δομάζο που ετοιμαζόταν να φύγει αδιαφορώντας για τη βροχή. Ο καλπάζων συνταγματάρχης τον μαστίγωσε αμέσως.
«Πού πας, ρε κοντέ; Θα λιώσεις. Γύρνα πίσω μπας και γλιτώσεις. Ή φύγε να γλιτώσουμε εμείς από σένα. Ετσι κι αλλιώς δεν κάνεις και τίποτα. Γυρνάς σαν σβούρα με την μπάλα κι είσαι πάντα στο ίδιο σημείο. Κρίμα που δεν με πρόλαβες να με δεις να παίζω για να καταλάβεις τι πάει να πει δεκάρι!».
Ο κοντός έβγαλε γλώσσα μεγαλύτερη από το μπόι του.
«Εσύ, μίστερ, έπαιζες στον… Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο! Από τότε άλλαξε το ποδόσφαιρο, αλλά εσύ δεν πήρες χαμπάρι! Αν δεν ήμουν εγώ στην ομάδα, θα σε είχαν διώξει με τις κλωτσιές!».
Τους άρεσε να τσιγκλάει ο ένας τον άλλο, ήταν το παιχνίδι τους, αυτή η γλυκιά καραμέλα της πρόκλησης.
«Μιμάκο, την επαφή μου με την μπάλα δεν την έχεις δει ούτε στον ύπνο σου! Αν σουτάρω από ‘δώ, μπορώ να στείλω το τόπι στη σημαία του Αϊ-Γιώργη στον Λυκαβηττό. Εσύ το πολύ πολύ να σημαδέψεις τον απέναντι φούρνο!».
«Πάμε στοίχημα;», του σφύριξε ο Δομάζος, που τον έπιασε από τον ώμο για την καθοριστική βολή.
«Οχι ευκολούρες όμως. Πάμε κάτω, στον τάφο του Ινδού. Κι όποιος βάλει με το πόδι τα περισσότερα καλάθια είναι ο νικητής. Ο χαμένος πληρώνει το τραπέζι στην ταβέρνα του Μίμη. Είσαι μέσα ή κωλώνεις;».
Χόρευε η κοιλιά του Πούσκας από τα γέλια!
«Κοντέ, ούτε στο όνειρό σου!».
Εχωσε το κεφάλι του πιο μέσα γιατί έσταζε η πόρτα και φώναξε τον φροντιστή της ομάδας, τον Μήτσο τον Μπακούρο.
«Ρε γίγαντα, φέρε μου ένα ζευγάρι παπούτσια. Ισια, ε; Οχι με τάπες μη φάω καμιά τούμπα!».
Αναψαν ένα μικρό φως και χώθηκαν στον τάφο του Ινδού, πεισμωμένοι κι οι δυο από την πρόκληση. Ο Δομάζος πέταξε πρώτος το γάντι.
«Διάλεξε εσύ μπάλα για να μη μου λες μετά ότι έχασες απ’ αυτό. Ικανό σε έχω. Κι έλα τώρα κοντά μου να μάθεις μπάλα!».
Ξεκίνησαν να σουτάρουν από διάφορα σημεία του γηπέδου μπάσκετ, σημαδεύοντας το καλάθι. Μέσα ο ένας, μέσα κι ο άλλος. Από τη γωνία, από τη σέντρα, από μπροστά, από πίσω, από παντού.
Ο Πούσκας κρυφογελούσε βλέποντας τον Δομάζο να σκυλιάζει.
«Λοιπόν, για να τελειώνουμε, γιατί βλέπω ότι έχεις κουραστεί κι είσαι και δεκαπέντε χρόνια μικρότερος. Θα σουτάρουμε από το απέναντι καλάθι. Πέντε σουτ ο καθένας. Και μετά, όταν θα έχεις χάσει, πήγαινε πάρε ένα τσάι κερασμένο από μένα. Και να έχεις έτοιμα τα λεφτά για την ταβέρνα!».
«Μίστερ, είσαι τελειωμένος. Κι έκανες λάθος να τα βάλεις μαζί μου. Και να πεις αύριο στα παιδιά ότι ο Δομάζος μ’ έσκισε».
Φώναξαν τον Μπακούρο να στρίψει νόμισμα για να δουν ποιος θα σουτάρει πρώτος. Θα ξεκινούσε ο άνθρωπος με τα 632 επίσημα γκολ στην καριέρα του και τις 544 συμμετοχές σε Χόνβεντ και Ρεάλ Μαδρίτης.
Οταν ευστόχησε στα τέσσερα από τα πέντε γκολ, στράφηκε στον Δομάζο, σκουπίζοντας με μια πετσέτα το ιδρωμένο του πρόσωπο.
«Κατάλαβες τώρα, κοντέ, ποιος είναι το καλύτερο δεκάρι; Μπορώ να σημαδέψω δεκάρα στον αέρα με την μπάλα, εσύ μπορείς να σημαδεύεις μόνο το κεφάλι του Αντωνιάδη».
Ο Δομάζος κοιτούσε μια την μπάλα και μια το καλάθι. Τίναξε ελαφρά το πόδι του και ξεκίνησε. Μέσα η πρώτη. Η δεύτερη. Η τρίτη. Η τέταρτη. Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν από το τελευταίο σουτ. Εσκαψε την μπάλα, ταμπλό και μέσα! Πέντε στα πέντε.
«Θες να το ξανακάνω για να δεις πώς γίνεται; Θες να το βάλω χωρίς ταμπλό; Θες να σημαδέψω τη σημαία στον Λυκαβηττό κι ας κουνιέται; Και κοίτα, αν εσύ είσαι συνταγματάρχης, εγώ είμαι στρατηγός! Κατάλαβες τώρα;».
Στο ταξί που πήραν για να τους πάει στην ταβέρνα και με τη βροχή να έχει κοπάσει, ο Πούσκας ήταν αμίλητος σε όλη τη διαδρομή.
«Τα κλασικά…», είπε στο γκαρσόνι που πήγε να πάρει την παραγγελία.
«Τι συμβαίνει; Ακεφιές; Ή πόνος από την ήττα;», τον πείραξε ο Δομάζος. Σιγά μην τον άφηνε έτσι.
Αφού έφαγε τις πρώτες μπουκιές από το γουρουνόπουλο και κατέβασε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί, ο Πούσκας στράφηκε στον Δομάζο.
«Ακου, κοντέ, είσαι ένα από τα μεγαλύτερα δεκάρια που έχω δει στη ζωή μου! Ισως και να κάνεις καλύτερα πράγματα από δαύτους! Αλλά πάντα θα σε προκαλώ γιατί μπορείς και καλύτερα! Και ξέρεις κάτι; Ηταν λάθος αυτό που είπα, ότι έντεκα αυτοί, έντεκα κι εμείς. Αυτοί δεν έχουν Δομάζο, εμείς τον έχουμε! Κι είναι ένας και μοναδικός!».
Ενωσαν τα κεφάλια κι έβαλαν τα γέλια.
«Ακου, μίστερ, θες να με εξοντώσεις μ’ αυτά τα γουρουνόπουλα! Δεν θα πάρω. Πες στο παιδί να μου φέρει ένα κοτόπουλο φιλέτο και μια σόδα. Α, κι αν θες, ξαναπαίζουμε αύριο. Αλλά όποιος χάσει θα περπατήσει γυμνός στην Αλεξάνδρας!».
Ο Πούσκας μπούκωσε το στόμα του με μια γιγάντια πιρουνιά κι έκανε το γνωστό νόημα.
«Μισό κιλό γουρούνι ακόμα».