Πώς μιλάνε οι δικαστές;

Με αφορμή τις όλο και πιο συχνές δημόσιες τοποθετήσεις δικαστών και ιδίως της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, υπενθύμισαν αρκετοί τη θέση του Σταύρου Τσακυράκη ότι οι δικαστές μιλάνε με τις αποφάσεις τους. Η διατύπωση, που δεν μεταφέρεται καν πλήρης, οδηγεί πολλούς στο εξ αντιδιαστολής συμπέρασμα ότι οι δικαστές δεν πρέπει να μιλάνε με άλλο τρόπο. Δεν είμαι σύμφωνος με κάποια τέτοια απόλυτη «απαγόρευση», θεωρώ ότι η Δικαιοσύνη σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να έχει δημόσιο λόγο προκειμένου να ενημερώσει τους πολίτες ή να δώσει διευκρινίσεις, ακριβώς γιατί η Δικαιοσύνη κρίνεται και λογοδοτεί κι αυτή στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και πρέπει να εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες, αρκεί ασφαλώς να το κάνει με φειδώ, σαφήνεια και χωρίς να εμπλέκεται στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο.

Αυτή είναι άλλωστε και η δυνατότητα που της δίνει ο νόμος, προβλέποντας – και επομένως επιτρέποντας – την ύπαρξη εκπροσώπων Τύπου των δικαστηρίων.

Ομως, αυτό που συμβαίνει, σαφώς υπερβαίνει αυτόν τον σκοπό. Για παράδειγμα, πριν από λίγες μέρες η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έδωσε παραγγελία για κατεπείγουσα προκαταρκτική εξέταση λόγω των δηλώσεων της μητέρας του άτυχου νέου που βρέθηκε νεκρός στη Λάρισα, η οποία μόλις κήδεψε το παιδί της, αλλά θεώρησε σκόπιμο να εκδώσει και ανακοίνωση στην οποία «κατέθεσε» η ίδια για ιδιωτική τηλεφωνική συνομιλία που είχε και η οποία αφορούσε ακριβώς την προκαταρκτική εξέταση για την οποία έδωσε την παραγγελία της. Πώς ακριβώς μια τέτοια άμεση εμπλοκή της στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο για το δυστύχημα των Τεμπών που ήταν ιδιαίτερα οξυμμένος και υποστηρίζοντας την κυβερνητική θέση (ασχέτως αν η περίπτωση αυτή ήταν μια από τις σπάνιες που η κυβέρνηση είχε δίκιο) εξυπηρετούσε την τόνωση της εμπιστοσύνης των πολιτών, ενώ είχε δώσει η ίδια εντολή ακριβώς να εξεταστεί η υπόθεση από τον αρμόδιο εισαγγελέα;

Και μια και αναφερόμαστε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ας θυμηθούμε και το δυσώδες σκάνδαλο των υποκλοπών, ένα από τα ζητήματα που δεν έχει ασφαλώς τη συναισθηματική επιρροή που έχουν τα Τέμπη, αλλά αναμφίβολα έχει σοβαρά κι αυτό κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τη Δικαιοσύνη. Γιατί είναι απολύτως εύλογο οι πολίτες να δυσπιστούν όταν η Δικαιοσύνη τυχαίνει να παίρνει το μέρος της ελεγχόμενης από αυτήν εξουσίας.

Στην υπόθεση των υποκλοπών υπενθυμίζω ότι πάλι η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επενέβη «κατεπειγόντως» και αφαίρεσε τη δικογραφία από τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών σε μια χρονική στιγμή που αυτή ασχολούνταν με το απολύτως κρίσιμο ζήτημα της διασταύρωσης των καταλόγων των παρακολουθουμένων από την ΕΥΠ και το παράνομο λογισμικό και θα ολοκληρωνόταν. Η παραγγελία της μάλιστα απαιτούσε την παράδοση της δικογραφίας και όλων των σχετικών στοιχείων, όπου κι αν βρίσκονταν αυτά, «αυθημερόν»!

Και η αιτιολογία που επικαλέστηκε τότε ήταν η ανάγκη για «επιτάχυνση» της έρευνας. Αφού λοιπόν πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος που «επιταχύνθηκε» η έρευνα που η παραγγελία της διέκοψε στην πραγματικότητα λίγες ημέρες πριν ολοκληρωθεί, εκδόθηκε ένα πόρισμα που αναμφίβολα μόνο την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τη Δικαιοσύνη δεν αύξησε. Θυμηδία προκάλεσε. Η αναγκαιότητα για «ενδελεχή» και «κατεπείγουσα» έρευνα οδήγησε έπειτα από έναν χρόνο σ’ ένα πόρισμα για το οποίο δεν κλήθηκαν καν να καταθέσουν ουσιώδεις μάρτυρες και ύποπτοι για τέλεση αδικημάτων και το οποίο κατέληξε στο παράδοξο συμπέρασμα ότι τέσσερις τυχαίοι ιδιώτες παρακολουθούσαν συμπτωματικά τους ίδιους ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους που παρακολουθούσε και η ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφαλείας, αλλά καμιά υποψία δεν γεννήθηκε για τη σύμπτωση αυτή και καμιά ανησυχία για την εθνική ασφάλεια δεν προκάλεσε η παρακολούθηση του υπουργού Εξωτερικών, του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμυνας, ανώτερων αξιωματικών αρμόδιων για τις προμήθειες οπλικών συστημάτων.

Τέσσερις ιδιώτες, κάποιοι αλλοδαποί, με δεσμούς με ξένα κράτη και ξένες υπηρεσίες, στους οποίους οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις για παράνομη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού, η ελληνική Δικαιοσύνη, μετά την επέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, έκρινε ότι δεν είναι ύποπτοι έστω, ώστε να διαταχθεί περαιτέρω διερεύνηση αν κινδύνευσε η εθνική ασφάλεια, αλλά αυτοί, για ακατανόητους λόγους, απλώς παραβίασαν την ιδιωτική ζωή των κορυφαίων αυτών αξιωματούχων και τους παρέπεμψε για ένα ελαφρύ πλημμέλημα. Θα ήταν κουτσομπόληδες φαίνεται κι ενδιαφέρονταν για την ιδιωτική ζωή του κ. Δένδια. Κι αμέσως μετά, ενώ αποκαλύφθηκε ότι κάποιος ιδιώτης πλήρωσε με την πιστωτική του κάρτα τα μηνύματα που χρησιμοποιήθηκαν για τις παρακολουθήσεις, η Δικαιοσύνη έκρινε λογική τη δικαιολογία του ότι έχασε την κάρτα του και τη βρήκε κάποιος άγνωστος κι έβαλε ένα δικό του pin και τη χρησιμοποίησε κι έτσι δεν ανέσυρε την υπόθεση από το αρχείο στο οποίο βολικά την είχε στείλει με το πόρισμα. Πώς να μην κλονιστεί, έστω ελαφρώς, η εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη;

Και τι είχε κάνει και στην περίπτωση αυτή η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου; Την ίδια μέρα που εκδόθηκε αυτό το πόρισμα των 287 σελίδων κι ενώ δεν προλάβαινε κάποιος να το διαβάσει, εξέδωσε δελτίο Τύπου στο οποίο επαινούσε την αρτιότητα και την επιμέλεια της εξέτασης και μας ενημέρωσε ότι «αναντίλεκτα» δεν προέκυψε τίποτα άξιο λόγου, κάνοντας την κυβέρνηση να πανηγυρίζει επικαλούμενη το δελτίο Τύπου.

Ας επανέλθουμε, λοιπόν, στο ερώτημα «πώς μιλάνε οι δικαστές» και πώς η Δικαιοσύνη διαλέγεται δημόσια με τους πολίτες προκειμένου να τους εμπνέει εμπιστοσύνη, ιδιαίτερα αυτές τις μέρες που οι πολίτες πλημμύρισαν τους δρόμους ακριβώς ζητώντας μια Δικαιοσύνη που να εμπιστεύονται.

Η απάντηση βρίσκεται στη φράση του Τσακυράκη. Οχι όμως μόνο με το εξ αντιδιαστολής συμπέρασμα, αλλά πρωτίστως με την κύρια θέση του. Οτι οι δικαστές μιλάνε κυρίως με τις αποφάσεις τους. Κι αν αυτές οι αποφάσεις δεν πείθουν, όσα δελτία Τύπου κι όσες ανακοινώσεις κι αν εκδοθούν που μαλώνουν τους πολίτες γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, όσα άλλα κι αν πουν, η εμπιστοσύνη δεν αποκαθίσταται. Και πρώτη από όλους έπρεπε η ηγεσία της Δικαιοσύνης να ξέρει ότι οι πολίτες δεν έχουν καμιά υποχρέωση να της έχουν εμπιστοσύνη. Αυτή έχει καθήκον να την εμπνέει. Με τις αποφάσεις της, όχι με ανακοινώσεις.