Χωρίς πυξίδα

Κλονισμένη από την αναπάντεχη ανάδυση της τραγωδίας των Τεμπών στην κορυφή της επικαιρότητας, η κυβέρνηση πιστεύει ότι αυτό που θα κρίνει τις επόμενες εκλογές είναι αποκλειστικά η οικονομία. Πιστεύει δηλαδή πως μια αύξηση των μισθών και των αμοιβών, ένα καλύτερο εισόδημα και στοχευμένες φοροελαφρύνσεις ή επιδοτήσεις στη μεσαία τάξη μπορούν να αντιστρέψουν το κρατούν αίσθημα. Βλέπει στις επιδοτήσεις ένα κοινωνικό πυροσβεστήρα. Κάνει λάθος.

Η πρόσφατη ιστορία έχει δείξει πως, όταν διαμορφωθεί στο κοινό η εικόνα – θετική ή αρνητική – για μια κυβέρνηση ή ένα πολιτικό πρόσωπο, δύσκολα αλλάζει. Το 1981, ’82 και ’83 ήταν χρονιές ύφεσης αλλά το ΠΑΣΟΚ θριάμβευσε στις ευρωεκλογές του 1984 και τις εκλογές του 1985. Ο δείκτης ανισότητας ανέβηκε απότομα από το 2004 έως το 2007 αλλά ο Κώστας Καραμανλής παρέμενε δημοφιλής.  Οι ανισότητες μειώνονταν τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ η δημοτικότητά του κατέρρεε. Ολες οι απελπισμένες κυβερνήσεις κάνουν παροχές όταν πνέουν τα λοίσθια χωρίς αποτέλεσμα. Το μοιραίο 2009 είναι μια πρόσφατη υπενθύμιση.

Το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι πιο βαθύ. Η ξαφνική έκρηξη για τα Τέμπη συνοψίζει αιτήματα που πριν από λίγα χρόνια ήταν υποσχέσεις της. Η Δικαιοσύνη διατηρεί τη θεσμική (τουλάχιστον) συνάφεια με την εκτελεστική εξουσία που επιλέγει την ηγεσία της. Και, επίσης, εξίσου βραδυκίνητη όσο και στο παρελθόν – αν όχι χειρότερη. Η διαφάνεια παραμένει αίτημα χωρίς αντίκρυσμα. Ολο και περισσότεροι αισθάνονται ότι οι κοινωνικοί διαχωρισμοί βαθαίνουν, οι κόσμοι που ζουν μαζί στη χώρα απομακρύνονται αντί να συγκλίνουν και, κατεξοχήν, ο μικρόκοσμος της πολιτικής – και της οικονομικής – εξουσίας. Για τους πολίτες, το σχήμα είναι απλό – ίσως και απλουστευτικό, αλλά η απλότητα έχει καταλυτική δύναμη: υπάρχουν οι πολλοί, αυτοί που τα παιδιά τους θα μπορούσαν να είναι στο τρένο, κι εκείνοι που δεν θα τους περνούσε ποτέ από το μυαλό ότι υπάρχει και ο σιδηρόδρομος για τη Θεσσαλονίκη.

Το αδιέξοδο είναι συνολικό. Ο κλονισμός αποκάλυψε το έλλειμμα εσωτερικής συνοχής, πολιτικής συνάφειας ανάμεσα στα στελέχη και κεντρικού κυβερνητικού σχεδίου. Η πρώτη τετραετία Μητσοτάκη είχε καθαρή στόχευση: σταθεροποίηση της χώρας, κοινωνική εξομάλυνση και οικονομική ανάκαμψη. Ανταμείφθηκε. Η δεύτερη δεν έχει στίγμα, ούτε καν προτεραιότητες. Τώρα δεν έχει ούτε πολιτικό κεφάλαιο, ακόμη κι αν ήθελε να επιστρέψει στη μήτρα των μεταρρυθμίσεων. Η διαχείριση ως σχέδιο για τη χώρα συναντά στα Τέμπη την απόλυτη αποτυχία της.

Εστω κι έτσι, η ιδέα της επαναπροσέγγισης με τη μεσαία τάξη είναι στον πυρήνα της σωστή. Αλλά απαιτεί ένα νέο πολιτικό σχεδιασμό. Δύσκολο να δει κανείς πώς αυτό θα συμβεί στις σημερινές συνθήκες και με τον εθισμό των κυβερνητικών επιτελών στην ανάγνωση δημοσκοπήσεων.

Ο Θόδωρος Πάγκαλος συνήθιζε να λέει πως ψήφος ευγνωμοσύνης δεν υπάρχει. Ισχύει κατεξοχήν για τη μεσαία τάξη. Τα μεσοστρώματα ψηφίζουν για το μέλλον. Οι πολιτικοί αξίζουν όσο η πιθανολογούμενη επόμενη απόφασή τους, όχι εκείνες που προηγήθηκαν. Κερδίζει μόνο όποιος δίνει προοπτική.