H νέα εποχή Τραμπ και η Ανατολική Μεσόγειος

Η δραματική τροπή στις διατλαντικές σχέσεις αλλά και στη διεθνή τάξη όπως έχει καταγραφεί κατά τις τελευταίες δύο εβδομάδες εγείρει και ερωτήματα για την εξέλιξη των σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών με την Τουρκία. Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν την πείρα της πρώτης θητείας Τραμπ, οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις ήσαν κάθε άλλο παρά ανέφελες. Χαρακτηρίσθηκαν από έντονες διακυμάνσεις, οι οποίες έφθασαν από τη μερική απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων και την ανοχή της τουρκικής εισβολής στη βόρειο Συρία μέχρι την αποστολή προσβλητικού περιεχομένου επιστολής του προέδρου Τραμπ προς τον πρόεδρο Ερντογάν και τη διατύπωση απειλών «καταστροφής της τουρκικής οικονομίας» μέσω Τουίτερ.

Η νέα θητεία Τραμπ ξεκίνησε με μία σαφή αδιαφορία – αν όχι περιφρόνηση – προς θεμελιώδεις αρχές της εννόμου τάξεως, διεθνούς και εσωτερικής, και των διπλωματικών σχέσεων. Πώς θα μπορούσε να επηρεάσει αυτό τις τουρκοαμερικανικές σχέσεις; Ηδη υπήρξε απόπειρα να κλείσει ένα από τα ελάσσονα μέτωπα στις διμερείς σχέσεις, με την παρέμβαση του υπουργείου Δικαιοσύνης να δοθεί τέλος στη δίωξη κατά του δημάρχου της Νέας Υόρκης Ερικ Ανταμς για υπόθεση δωροληψίας από τούρκους αξιωματούχους. Αν και η πρωτοβουλία αυτή θα μπορούσε να ενταχθεί σε μία προσπάθεια αποποινικοποιήσεως συμπεριφορών και πρακτικών που μέχρι τούδε θεωρούντο ποινικώς κολάσιμες, θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί και ως κίνηση καλής θελήσεως προς την Τουρκία.

Επιπλέον, θα μπορούσε να επανεξετασθεί η επιβολή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας λόγω της αγοράς των πυραύλων S-400 από τη Ρωσία η οποία ενεργοποίησε την εφαρμογή της νομοθεσίας εναντίον των αντιπάλων των ΗΠΑ (CAATSA). Αυτή οδήγησε στην αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής, αλλά και την προμήθεια των αεροσκαφών πέμπτης γενεάς F-35, και έθεσε προσκόμματα ακόμη και στην αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των υφισταμένων τουρκικών αεροσκαφών F-16. Ηδη η πρόσφατη πρωτοβουλία Τραμπ να προτείνει στον πρόεδρο της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι την αγορά αεροσκαφών F-35, αν και η Ινδία έχει επίσης αγοράσει  πυραύλους S-400, θέτει ένα ενδιαφέρον προηγούμενο.

Πέραν τούτου, αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η πρόταση Τραμπ για την προσάρτηση της Λωρίδος της Γάζας στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον εκτοπισμό των νομίμων κατοίκων της και τη μετατροπή της σε παραθεριστικό θέρετρο θα υλοποιηθεί, είναι ενδεικτική του ότι το διεθνές δίκαιο δεν αποτελεί παράμετρο που λαμβάνεται υπ΄ όψιν από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρωτοβουλίες για την άρση του αδιεξόδου στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά αντίθετες στο διεθνές δίκαιο και με μόνον σκοπό την προώθηση των αμερικανικών οικονομικών συμφερόντων.

Μια πρόταση π.χ. για την ανοικοδόμηση των Βαρωσίων ή για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ανατολική Μεσόγειο υπό απόλυτο αμερικανικό έλεγχο, χωρίς να γίνονται σεβαστές η κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα Κύπρου και Ελλάδος, θα μπορούσαν να φέρουν σε δύσκολη θέση την κυπριακή και ελληνική πλευρά. Το αμερικανικό παράδειγμα θα μπορούσε εξάλλου να ενθαρρύνει την Τουρκία και άλλες χώρες να προβούν και αυτές σε νέες παράνομες, μονομερείς πρωτοβουλίες.

Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ