NYT: Ο Τραμπ μπορεί να μην αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ αλλά να το υπονομεύσει εκ των έσω

Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν ότι η εκλογική νίκη του Τραμπ θα απειλούσε τις θεμελιώδεις αρχές της παγκόσμιας τάξης που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όχι όμως την ταχύτητα με την οποία καταρρέει

Η πρόσφατη στροφή των Ηνωμένων Πολιτειών στη στάση τους απέναντι στο ΝΑΤΟ και την ευρωπαϊκή ασφάλεια έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες καθώς εντείνονται οι φόβοι ότι η κυβέρνηση Τραμπ ενδέχεται να αποσύρει σταδιακά αμερικανικά στρατεύματα από την Ευρώπη.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας, είχε επανειλημμένα απειλήσει με αποχώρηση από τη Συμμαχία, ενώ στη δεύτερη θητεία του φαίνεται να υιοθετεί μια διαφορετική τακτική: αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ εκ των έσω, μέσω της μείωσης της αμερικανικής εμπλοκής, αναφέρουν σε ανάλυσή τους οι New York Times.

Η απόφαση του Τραμπ να ανατρέψει τρία χρόνια κοινού μετώπου  στην υποστήριξη της Ουκρανίας ενάντια στην εισβολή της Ρωσίας και να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με τον Πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει αναγκάσει τους ηγέτες του ΝΑΤΟ να αντιμετωπίσουν ένα θεμελιώδες ερώτημα: Αν ο Πούτιν αποφασίσει να πλήξει ένα μέλος της συμμαχίας, ο Τραμπ θα σπεύσει προς υπεράσπισή του, κάτι που αποτελεί το κλειδί της ισχύος της συμμαχίας;

Η στρατηγική αβεβαιότητα του ΝΑΤΟ

«Πρέπει να υποθέσουμε πως όχι», είπε ανώτερο στέλεχος της γερμανικής κυβέρνησης στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου. Μέσα σε έναν μόνο μήνα, όπως υποστήριξε η ίδια πηγή στους ΝΥΤ, ο  Τραμπ έχει υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στον κανόνα που αποτελεί τον πυρήνα της 75χρονης αμυντικής συμφωνίας: η επίθεση σε ένα μέλος της συμμαχίας θα προκαλέσει την αντίδραση όλων, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αυτός ο φόβος έχει ενταθεί ακόμα περισσότερο αφότου ο Τραμπ άρχισε να επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα του Πούτιν, κατηγορώντας ψευδώς την Ουκρανία ότι προκάλεσε την εισβολή στο έδαφός της και παρουσιάζοντας τη Ρωσία ως το θύμα και όχι ως τον επιτιθέμενο. Πρόκειται για μια αναθεώρηση της σύγχρονης ιστορίας που έχει αφήσει τους συμμάχους του ΝΑΤΟ έκπληκτους και θέτει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα μιας συμμαχίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο επίκεντρό της.

Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι γνώριζαν όταν εξελέγη ο Τραμπ ότι θα απειλούνταν οι θεμελιώδεις αρχές της μεταπολεμικής τάξης. Είχαν ήδη εκφράσει την ανησυχία τους όταν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τραμπ είπε ότι θα «ενθαρρύνει» τους Ρώσους «να κάνουν ό,τι θέλουν» σε μέλη του ΝΑΤΟ που, κατά τη γνώμη του, δεν συνεισέφεραν αρκετά στη συμμαχία. Ήξεραν ότι, ακόμα κι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμεναν στα χαρτιά το ισχυρότερο μέλος του ΝΑΤΟ, οι δημόσιες τοποθετήσεις του Τραμπ θα μπορούσαν να διαβρώσουν τον θεσμό εκ των έσω και να υπονομεύσουν τον στόχο της συμμαχίας, που ιδρύθηκε το 1949 για να αντιμετωπίσει τη Σοβιετική Ένωση.

Όπως αναφέρουν στην ανάλυσή τους οι ΝΥΤ, ωστόσο η ταχύτητα με την οποία όλα έχουν καταρρεύσει έχει δημιουργήσει μια κρίση τεράστιων διαστάσεων, σε μια περίοδο που η ευρωπαϊκή ηγεσία είναι αδύναμη. Η απόφαση του Τραμπ να επιβάλει δασμούς, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ συμμάχων και αντιπάλων, φαινόταν επιζήμια αλλά διαχειρίσιμη.

Όταν ο αντιπρόεδρός του, Τζέι Ντι Βανς, μίλησε στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου την Παρασκευή και έδειξε να στηρίζει την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ο Γερμανός υπουργός Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι «αυτό δεν είναι αποδεκτό».

Αλλά ακόμα κι όταν αποχώρησαν από το Μόναχο, σοκαρισμένοι, λίγοι στην ευρωπαϊκή κοινότητα ήταν προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο ο  Τραμπ όχι μόνο να απειλήσει την αμερικανική υποστήριξη προς την Ουκρανία, αλλά και να ταχθεί ανοιχτά με τον Πούτιν, υιοθετώντας το ψευδές αφήγημά του ότι η Ουκρανία και όχι η Ρωσία προκάλεσε τη σύγκρουση.

Την Πέμπτη, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαφώνησαν με την τυπική δήλωση των χωρών της Ομάδας των 7 (G7), την οποία είχε συντάξει ο Καναδάς για την τρίτη επέτειο της εισβολής την επόμενη Δευτέρα. Σύμφωνα με διπλωμάτες, μεγάλο μέρος της δήλωσης που αφορούσε στην καταδίκη της ρωσικής επιθετικότητας και της παραβίασης της ουκρανικής κυριαρχίας, που συμπεριλαμβανόταν και σε παρόμοιες δηλώσεις κατά την πρώτη και δεύτερη επέτειο, απορρίφθηκε. (Μέλη του στενού κύκλου του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, συγκαταλέγονταν μεταξύ εκείνων που μέχρι πρόσφατα καταδίκαζαν τις ενέργειες της Ρωσίας.)

Το δίλημμα της Ευρώπης

Ευρωπαίοι αξιωματούχοι πιστεύουν, βάσει των όσων άκουσαν την περασμένη εβδομάδα από τον Υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, ότι δεκάδες χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες ενδέχεται να αποσυρθούν από την Ευρώπη τους επόμενους μήνες ή χρόνια. Ο  Χέγκσεθ ήταν ασαφής σχετικά με το ζήτημα και δεν έδωσε λεπτομέρειες. Όμως, στην Ευρώπη, το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι το πόσοι θα φύγουν και αν η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη θα μειωθεί, διατηρώντας μόνο μια συμβολική επίγεια δύναμη, κάποιες ειδικές δυνάμεις και χειριστές διαστημικών συστημάτων, καθώς και μερικές εκατοντάδες τακτικά πυρηνικά όπλα, απομεινάρια του Ψυχρού Πολέμου.

Ένα από τα σενάρια που εξετάζονται είναι εκείνο που θέλει τον Τραμπ μέσω της πρόσφατης στρατηγικής του να εξαναγκάσει τις ευρωπαϊκές χώρες να επιταχύνουν ώστε να αναλάβουν πιο κεντρικό ρόλο στην άμυνα της ηπείρου τους. Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι ο Πούτιν ζητούσε εδώ και χρόνια την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων.

Μέχρι στιγμής, λίγοι Ευρωπαίοι ηγέτες συζητούν δημοσίως τις επιπτώσεις μιας μαζικής απόσυρσης. Όμως, ο Πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, αναφέρθηκε απευθείας στο Μόναχο, όταν κάλεσε σε δημιουργία «ευρωπαϊκού στρατού» ανεξάρτητο από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Ας είμαστε ξεκάθαροι: Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ότι η Αμερική μπορεί να αρνηθεί να συνεργαστεί με την Ευρώπη σε θέματα που την απειλούν», είπε ο  Ζελένσκι το Σάββατο, πριν συγκρουστεί με τον Τραμπ. «Πολλοί ηγέτες έχουν μιλήσει για την ανάγκη η Ευρώπη να έχει το δικό της στρατό. Έναν ευρωπαϊκό στρατό. Πραγματικά πιστεύω ότι έχει έρθει η ώρα. Πρέπει να δημιουργηθούν οι ένοπλες δυνάμεις της Ευρώπης».

Ιδιωτικά, πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ασφαλείας δήλωσαν ότι ο  Ζελένσκι δεν ήταν ο ιδανικός εκπρόσωπος για την ιδέα, δεδομένης της απεγνωσμένης ανάγκης της Ουκρανίας για στρατεύματα, πυρομαχικά και συμμάχους. Ωστόσο, το βασικό του επιχείρημα ήταν σωστό, ανέφεραν, και το ερώτημα του αν η Ευρώπη μπορεί να σταθεί μόνη της, εάν χρειαστεί, αποτέλεσε το κεντρικό θέμα στην άτυπη σύνοδο που συγκάλεσε στο Παρίσι ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες.

Ο Γάλλος διανοούμενος και φιλόσοφος Μπερνάρ-Ανρί Λεβί έγραψε αυτήν την εβδομάδα: «Η Ευρώπη δεν έχει επιλογή. Ο Αμερικανός πρόεδρος, ο υπουργός Άμυνας και ο υπουργός Εξωτερικών μάς είπαν ότι δεν μπορούμε να βασιζόμαστε επ’ αόριστον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρέπει να ενωθούμε ή να πεθάνουμε. Εάν δεν δράσουμε, θα υποστούμε – σε δύο, τρία ή πέντε χρόνια – μια νέα ρωσική επίθεση, αυτή τη φορά σε μια χώρα της Βαλτικής, στην Πολωνία ή αλλού.»

Ωστόσο, όπως λένε Αμερικανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι, η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη είναι πολύ μακριά από το να είναι έτοιμη.

Ανάγκη για ευρωπαϊκή αυτονομία

Πριν από τη δραματική ανατροπή του Τραμπ, Αμερικανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι είχαν αρχίσει να προχωρούν σε μια σταδιακή και προσεκτικά συντονισμένη μεταβίβαση κρίσιμων αμυντικών ρόλων από τις αμερικανικές δυνάμεις στις ευρωπαϊκές. Όμως, πρόκειται για μια διαδικασία που διαρκεί χρόνια, όπως λένε Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ασφαλείας, και γίνεται προσεκτικά ώστε να μην υπάρχουν κενά στην άμυνα. Μια ταχεία αποχώρηση των ΗΠΑ θα άφηνε τεράστια κενά ασφαλείας.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, μεγάλο μέρος της Ευρώπης κατέστρεψε τα άρματά της και έκλεισε τα εργοστάσια που παρήγαγαν βασικά πυρομαχικά, πιστεύοντας ότι ένας χερσαίο πόλεμος στην Ευρώπη ήταν πλέον αδιανόητος. Η Βρετανία και η Γαλλία έχουν, βέβαια, ανεξάρτητες πυρηνικές δυνάμεις, αλλά αυτές είναι ένα μικρό κλάσμα του μεγέθους των αμερικανικών και ρωσικών οπλοστασίων.

Ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Μακρόν, έχουν αρχίσει να παραδέχονται ότι η Ευρώπη αντέδρασε πολύ αργά στις εκκλήσεις των ΗΠΑ να επενδύσει περισσότερο στην άμυνα και να επανεξοπλιστεί. Και αυτές οι συζητήσεις ξεκίνησαν πολύ πριν φανταστεί κανείς ότι ένας Αμερικανός πρόεδρος θα συντασσόταν με τον Πούτιν.

Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, καθώς αποχωρούσε από τη θέση του υπουργού Άμυνας, ο Ρόμπερτ Γκέιτς χρησιμοποίησε την τελευταία του ομιλία στην Ευρώπη για να προειδοποιήσει τι επρόκειτο να συμβεί. «Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η όρεξη και η υπομονή στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, και γενικότερα στον αμερικανικό λαό, να δαπανήσουν πολύτιμους πόρους για χώρες που δεν φαίνονται πρόθυμες να αφιερώσουν τα απαραίτητα μέσα στην άμυνά τους, μειώνεται σταδιακά.»

Οι περικοπές στον προϋπολογισμό, ο παροπλισμός τεθωρακισμένων οχημάτων και αρμάτων μάχης και άλλα βασικά στοιχεία της άμυνας του ΝΑΤΟ και η απροθυμία να πολεμήσουν είχαν μεταφέρει το βάρος της άμυνας της Ευρώπης στις Ηνωμένες Πολιτείες, προειδοποίησε.

Η εισβολή της Ρωσίας στην υπόλοιπη Ουκρανία πριν από τρία χρόνια τελικά οδήγησε σε επανεκτίμηση. Η Γερμανία άνοιξε νέες γραμμές παραγωγής για πυροβολικό, η Φινλανδία και η Σουηδία προσχώρησαν στο ΝΑΤΟ και περισσότερα από 20 κράτη-μέλη της συμμαχίας ξεπέρασαν το όριο του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα. Όμως, τώρα αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα: αν χρειαστεί να αντικαταστήσουν την αμερικανική παρουσία, ακόμη και ο διπλασιασμός των δαπανών τους μπορεί να μην είναι αρκετός.

Πηγή: skai.gr