
Τέμπη και Μάτι. Δύο σύγχρονες τραγωδίες που έχουν προκαλέσει πληγές οι οποίες δεν θα κλείσουν ποτέ στις οικογένειες και τους φίλους των αδικοχαμένων συνανθρώπων μας. Που έχουν χαράξει ανεξίτηλα στη συλλογική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Και μάλιστα ως εγκλήματα, που θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί εάν αυτοί που έπρεπε έκαναν ό,τι έπρεπε.
Ο αγώνας για δικαίωση συνεχίζεται και θα συνεχιστεί. Το επιβεβαιώνουν ο Ηλίας Παπαγγελής, πατέρας της Αναστασίας που έχασε τη ζωή της στη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη και ο Αρης Χερουβείμ που έχασε τη μητέρα του Ευπραξία, την αδελφή του Βασιλική και τις πεντάχρονες ανιψιές του Ευπραξία-Μελίνα και Μαρία-Ηλιάνα στην πυρκαγιά στο Μάτι. Δύο συνάνθρωποί μας που κάθισαν στο ίδιο τραπέζι για πρώτη φορά, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση των «ΝΕΩΝ».
Συναντηθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας. Πρώτος κατέφθασε ο Αρης Χερουβείμ ενώ ακολούθησε, λίγα λεπτά αργότερα, ο Ηλίας Παπαγγελής. Συστήθηκαν γρήγορα ο ένας στον άλλο, με μια χειραψία που δήλωνε κατανόηση και συμπόνια. Η συζήτηση ξεκίνησε κατευθείαν και, σε αρκετές στιγμές, αποδείχθηκε καταιγιστική.
Ο Αρης μίλησε πρώτος, για τις ημέρες πριν από τον χαμό των ανθρώπων του. «Το σπίτι στο Μάτι ήταν πάντα εξοχικό. Η αδελφή μου ήθελε να φύγει από την Αθήνα, να πάει να μείνει μόνιμα εκεί και πήρε και τη μητέρα μου μαζί. Κανονικά δεν θα ήταν εκείνη τη Δευτέρα εκεί, λόγω κάποιων χαρτιών που περίμενε εδώ και καιρό. Αυτή όμως επέμεινε. “Οχι, εγώ φεύγω τώρα”, μας είπε.
Ηταν η πρώτη μέρα που το Μάτι έγινε μόνιμη κατοικία της. Η μέρα της ήταν σαν κάθε άλλη, δηλαδή πήγε το πρωί, δούλεψε, γύρισε το μεσημέρι, προφανώς κοιμήθηκε, δεν ήξερε τίποτα και όταν ξύπνησε ήταν ήδη αργά». Και συνέχισε: «Εγώ είχα μιλήσει με τη μητέρα μου το πρωί και με ξαναπήρε στις 6 το απόγευμα και μου λέει “βλέπω καπνό”. Εκλεισα το τηλέφωνο για να ψάξω να δω τι γίνεται. Ανοιξα κανάλια και τα site, όλα μέχρι τότε έλεγαν μόνο για την Κινέτα. Μισή ώρα μετά μου ξανατηλεφωνεί και μου λέει “καιγόμαστε, τη βλέπω τη φωτιά”. Το μόνο που μπόρεσα να της πω εκείνη τη στιγμή ήταν γιατί δεν φύγανε. Εκλεισα γρήγορα το τηλέφωνο με σκοπό να προλάβουν να φύγουν, αυτή ήταν και η τελευταία κουβέντα μας». Το ερώτημα που του βγαίνει στη συνέχεια μοιάζει με παράπονο: «Δεν ξέρω γιατί με πήρε εκείνη την ώρα, αν με πήρε να με αποχαιρετήσει, αυτό μου έχει μείνει ερώτημα». Για να προσθέσει ότι στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από την πύρινη λαίλαπα, άφησαν το αμάξι που μπορεί να είχε ήδη καεί – «δεν το γνωρίζω», μας λέει – και ξεκίνησαν περπατώντας όπου κατάφεραν να προχωρήσουν μόνο 100 μέτρα. «Εκεί τους βρήκαμε».
«Λαχείο» η επιβίωση
Σε αυτό το σημείο, ο Ηλίας τον ρώτησε αν υπήρχε κάποιος τρόπος να γλιτώσουν, όπως να κλειστούν στο υπόγειο του σπιτιού. «Δυστυχώς, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, το άγχος σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν είμαστε εκπαιδευμένοι να διαχειριζόμαστε τέτοιες περιστάσεις, καθιστά την επιβίωση… λαχείο», απάντησε ο Αρης. Στην περίπτωση του χαμού της Αναστασίας, ο Ηλίας «ξεδιπλώνει» τις μοιραίες εκείνες μέρες. «Είχε κατέβει από Θεσσαλονίκη, ήταν φοιτήτρια στο πρώτο έτος του Γεωπονικού. Την προηγούμενη Παρασκευή, έφυγε για το Καρναβάλι στην Πάτρα, με καμιά εικοσαριά παιδιά από τη σχολή της. Ηταν να γυρίσει την Τρίτη το απόγευμα, γιατί την Τετάρτη το πρωί είχε εργαστήριο. Η μητέρα της πήγε να την πάρει από τα πρακτορεία γιατί εγώ είχα δουλειά και την πήγε απευθείας στον Σταθμό Λαρίσης, όπου επιβιβάστηκε στη μοιραία αμαξοστοιχία».
Υπογραμμίζει ότι οι ώρες που ακολούθησαν αφότου είχε γίνει γνωστή η σύγκρουση ήταν χαοτικές. «Εγώ το έμαθα στις 11.30 το βράδυ, καθώς έβλεπα μια εκπομπή στην τηλεόραση και σταμάτησε για έκτακτο γεγονός, μεταδίδοντας ότι είχαν συγκρουστεί δύο τρένα. Αμέσως παίρνω τηλέφωνο την Αναστασία, όμως δεν απάνταγε. Ξανά, ξανά και ξανά, καμία απάντηση. Λέω, κάτι θα έχει γίνει. Διακόπτουν πάλι την εκπομπή και λένε ότι συγκρούστηκε επιβατική με εμπορική αμαξοστοιχία. Πήρα και την αδελφή της που είχε μείνει πίσω στη Θεσσαλονίκη και της είπα να παίρνει και αυτή τηλέφωνο, μήπως το σηκώσει. Τίποτα».
Η συνέχεια της αφήγησης συγκλονίζει: «Πήγα και ξύπνησα τη μητέρα της. Τα μεσάνυχτα φύγαμε για τη Λάρισα και στις 3:15 τα ξημερώματα φτάσαμε στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο. Γινόταν εκεί ένας χαμός και είχαν ένα κατάλογο με αυτούς που είχαν φτάσει, τραυματισμένοι βαριά και ελαφριά. Είπαμε το όνομα, δεν ήταν εκεί. Φύγαμε από εκεί και πήγαμε στο Κρατικό που είναι μέσα στην πόλη. Ούτε εκεί ήταν. Από ένστικτο είχα ήδη καταλάβει ότι είχε τελειώσει το θέμα αλλά πήγαμε ξανά πίσω στο πανεπιστημιακό. Ξημέρωσε, τίποτα, πάλι πίσω στο άλλο νοσοκομείο. Επίσης κανένα νέο. Μετά αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο σε άλλα νοσοκομεία, γιατί μας είπαν ότι κάποιοι πήγαν στο ΑΧΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη, κάποιοι στης Καρδίτσας, στου Βόλου. Παίρναμε όλη μέρα τηλέφωνα».
Τα συναισθήματα που μας δημιούργησε η κατάληξη δεν περιγράφεται εύκολα με τις λέξεις στο χαρτί. «Κάποια στιγμή βρήκαμε κάτι ανθρώπους, οι οποίοι πήγανε στο τρίτο βαγόνι που ήταν η Αναστασία και μας λένε δεν υπάρχει τίποτα. Το πιο πιθανό να μας έλεγαν ψέματα, γιατί την είδανε νεκρή. Η Αναστασία δεν κάηκε ζωντανή, της έπεσε όλη η οροφή πάνω της, με τη σύγκρουση, έσπασε η πλάτη του καθίσματος, έπεσε, έτσι της ήρθε όλη η οροφή πάνω της και πέθανε από ασφυξία. Οι μέρες πέρναγαν η μία μετά την άλλη. Μας ζήτησαν DNA και έδωσε η γυναίκα μου. Ε, πλέον το είχαμε καταλάβει. Την Πέμπτη γυρίσαμε το απόγευμα στην Αθήνα, γιατί ήταν και τα άλλα τρία παιδιά πίσω και έπρεπε να είμαστε όλοι μαζί. Την Παρασκευή το απόγευμα μας πήραν τηλέφωνο και μας είπαν πως ταυτοποιήθηκε η σορός και την Κυριακή το βράδυ έφτασε στο νεκροταφείο του Ζωγράφου. Την επόμενη μέρα, στη Λυκούρια Καλαβρύτων, έγινε η ταφή. Δεν ανοίξαμε το φέρετρο, δεν την είδαμε ποτέ ξανά».
Τραγωδία δίχως τέλος
Είχα μπροστά μου δυο ανθρώπους όπου είχαν χάσει τους δικούς τους, ό,τι πιο πολύτιμο. Μαζί και τη χαρά για τη ζωή, έστω κι αν γνώριζαν και γνωρίζουν πως αυτή συνεχίζεται. Δεν ήξερα τι να πω, το μόνο που σκαφτόμουν ήταν πως γίνομαι αυτήκοος μάρτυρας μιας «τραγωδίας δίχως τέλος», μιας και αυτοί οι άνθρωποι δεν θα σταματήσουν ποτέ να παλεύουν για δικαίωση. Ευτυχώς για εμένα η συζήτηση «κύλησε» μόνη της και δεν χρειάστηκε να θέσω κάποιο ερώτημα.
Για λίγο επικράτησε βεβαίως η σιωπή των βουβών συναισθημάτων, που ο χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Την έσπασε ο Αρης, λέγοντας πως «τον επόμενο καιρό από την πυρκαγιά έγινε μεγάλη προσπάθεια από το κράτος και την κυβέρνηση να πείσουν τους κατοίκους ότι δεν μπορούσαν να ασκήσουν μήνυση.
Αν το είχαν κάνει όλοι, όμως, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, διότι είναι άλλο οι 100 μηνύσεις και άλλο οι 5.000. Πλέον είναι γνωστό, εξάλλου, πως ακόμη και εκείνοι των οποίων δεν κάηκε ούτε το σπίτι θα μπορούσαν να υποβάλουν μήνυση μόνο και μόνο για την ψυχική οδύνη. Επίσης, τόσο για το Μάτι όσο και για τα Τέμπη θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα αν είχαμε κάνει ομαδική μήνυση». Πρόκειται για μια διαπίστωση στην οποία συμφώνησαν αμφότεροι – κι αυτό δεν είναι τυχαίο.
Ο Ηλίας και ο Αρης τονίζουν επίσης πως, με βάση τις εμπειρίες τους, υπάρχουν και άλλα κοινά στοιχεία.
Αρχικά, όπως λένε, «δεν ξέρουν τι έχουν θάψει. Πολλών ανθρώπων οι σοροί ταυτοποιήθηκαν και ύστερα έγινε γνωστό ότι η σορός την οποία παρέλαβε η οικογένειά τους δεν ήταν τελικά η σωστή. Αδιανόητα πράγματα, τα οποία αποτελούν και ασέβεια προς τους νεκρούς». Θεωρούν τρομερό ότι στην περίπτωση της πυρκαγιάς στο Μάτι μέσα σε τρεις μέρες είχαν ήδη μαζέψει πάνω από 700 αμάξια και αντίστοιχα στη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη από την επόμενη μέρα κιόλας είχε αρχίσει επιχείρηση καθαρισμού και μπαζώματος του χώρου.
Διαπιστώνουν, ακόμη, ότι και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε εγκληματική αμέλεια – και άρα, συγκεκριμένες ευθύνες: Οταν εκδηλώθηκε η πυρκαγιά στο Μάτι το 112 δεν είχε τεθεί σε λειτουργία ενώ έπρεπε αυτό να είχε γίνει πριν από αρκετά χρόνια. Αντίστοιχα, στα Τέμπη η εγκατάσταση του συστήματος τηλεδιοίκησης το οποίο επίσης ποτέ δεν τέθηκε σε λειτουργία, ενώ ήταν ήδη αγορασμένο. «Αυτά που ζήσαμε και ζούμε ακόμη είναι ανήκουστα», λένε με μία φωνή και εμφανή οργή.
Στη συζήτησή μας δεν θα μπορούσε παρά να τεθεί δήλωση του νυν Πρωθυπουργού ότι θα υπάρχει ασφαλές και εκσυγχρονισμένο σιδηροδρομικό δίκτυο από το 2027. Οι συνομιλητές μας σχολιάζουν πως «δεν γίνεται ο Πρωθυπουργός της χώρας να δηλώνει αυτό το πράγμα. Είναι σαν να μας λέει πρακτικά πως αν επιβιβαστείτε σε τρένο πριν απ’ το 2027 δεν θα είστε ασφαλείς. Αν όντως είναι έτσι, τότε καλύτερα να μη λειτουργεί μέχρι το 2027 το σιδηροδρομικό δίκτυο».
Κοινός αγώνας
Πλέον και για τους δύο το μέλλον είναι ξεκάθαρο και θεωρούν πως και ο αγώνας τους είναι κοινός. Και μάλιστα, όχι μόνο για τους ανθρώπους που επηρεάστηκαν άμεσα από τις δύο αυτές τραγωδίες, αλλά και για όλους όσοι τακτικά εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για τη συνολική εικόνα της χώρας μας. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι κανείς από τους δύο δεν έχει μεγάλες προσδοκίες για το αποτέλεσμα των δικών, αλλά ξεκαθαρίζουν πως αυτό δεν τους εμποδίζει από το να συνεχίσουν να προσπαθούν.
Οσο για το μήνυμα που θέλουν να στείλουν, είναι απλό: «Οφείλουμε να βάλουμε τέλος στην κρατική αμέλεια και ανευθυνότητα. Στα ρουσφέτια και στα “δωράκια” στα διάφορα συμφέροντα.
Εχει έρθει η ώρα να αλλάξουμε σελίδα, να ενισχυθούν η παιδεία και ο πολιτισμός, η κουλτούρα μας να αλλάξει, να προσεγγίσει ένα πιο ευρωπαϊκό πρότυπο ζωής. Οι άνθρωποι να συμμετέχουν πιο ενεργά στην κοινωνία, το σύστημά μας να εξελιχθεί και να φτάσει πιο κοντά σε αυτό της Ελβετίας, όπου ο λόγος του λαού έχει πιο συχνή παρουσία στη λήψη αποφάσεων». Οι δύο συνομιλητές μας διαμηνύουν με σαφήνεια, τέλος, ότι οι συγκεκριμένες τραγωδίες δεν είναι υπόθεση μιας ή δύο κυβερνήσεων, αλλά είναι αποτέλεσμα χρόνιων προβλημάτων τα οποία πρέπει να επιλυθούν – «ειδάλλως η ιστορία θα επαναληφθεί και θα υπάρξουν και άλλα θύματα». Και οι δύο ελπίζουν πως η νέα γενιά είναι αυτή που θα αλλάξει τα πράγματα. Δεν επιθυμούν μια «σταυροφορία» κάποιου μεμονωμένου προσώπου, αλλά θα κάνουν το παν ώστε όσοι και όσες έχουν ευθύνη να κριθούν ένοχοι, να τιμωρηθούν.
Η πικρή αλήθεια είναι πως οι άνθρωποί τους δεν θα γυρίσουν πίσω και αυτό το γνωρίζουν πρώτα οι ίδιοι. Υπό μία έννοια, λοιπόν, ο θρήνος και η απώλεια μετατράπηκε σε καύσιμο για να αλλάξουν αυτά τα χρόνια προβλήματα.