
Ενας βουλευτής που περιφρονεί το Σύνταγμα και τους νόμους της δημοκρατίας και συμπεριφέρεται ως κοινός τραμπούκος, δήθεν εν ονόματι της Ορθοδοξίας (κατ’ ουσίαν για να βελτιώσει τα προσωπικά και κομματικά ποσοστά), δεν δικαιούται το αξίωμά του. Ως ελάχιστη παρεπόμενη ποινή θα έπρεπε να του επιβληθεί να παρακολουθήσει μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου και Ιστορίας της Τέχνης. Ως βουλευτής μιας φιλελεύθερης πολιτείας θα όφειλε οπωσδήποτε να γνωρίζει ότι η δημοκρατία είναι το καθεστώς στο οποίο δεν επιβάλλουμε τις απόψεις μας με τη βία. Δεν χρειάζεται άλλωστε αφού η ελεύθερη έκφραση και διακίνηση των απόψεών μας κατά κανόνα προστατεύεται, ακόμα και αν η πλειοψηφία έχει διαφορετική γνώμη. Σε μια θεοκρατία είναι τα πράγματα ασφαλώς διαφορετικά, αλλά η δημοκρατία δεν είναι θεοκρατία.
Η Ευρώπη και η Αμερική έμαθαν να σέβονται την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης από τον 18ο αιώνα και ύστερα, καθώς και να διαχωρίζουν την κρατική πολιτική από δόγματα πίστεως. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στον Διαφωτισμό, ούτε φυσικά σε περιφρόνηση του χριστιανισμού, αλλά στη συνειδητοποίηση της επικινδυνότητας των δογμάτων πίστεως όταν καθορίζουν αρχές κρατικής πολιτικής. Η σύμπραξη κράτους και θρησκείας είναι επικίνδυνη και για το κράτος και για τη θρησκεία και προπαντός για την ελευθερία των πολιτών. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά έξω από τη γειτονιά μας ή να μελετήσουμε την ευρωπαϊκή ιστορία. Η Εθνική Πινακοθήκη επιτελεί ένα πολύ σημαντικό έργο ανάδειξης της τέχνης της νεότερης Ελλάδος ως μέρους της ευρωπαϊκής τέχνης αλλά και πέραν αυτής. Στρέφεται και προς το παρελθόν και προς το μέλλον, προσπαθώντας να συνδέσει την ελληνική ζωγραφική με τα διεθνή καλλιτεχνικά κινήματα. Για να εκπληρώσει τη μορφωτική της αποστολή οφείλει να τολμά και να μην ομφαλοσκοπεί. Πρόκειται για αποστολή ύψιστης εθνικής σημασίας. Αρα δεν νοείται να λογοκρίνεται, πολύ μάλλον να γίνεται στόχος βίας και απειλών, επειδή μια έκθεση, δίκαια ή άδικα, δεν αρέσει ή ενοχλεί. Αλλο κριτική, άλλο εξαναγκασμός. Η «τέχνη που προσβάλλει» είναι ένα προσφιλές μοτίβο φανατικών και αστοιχείωτων. Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Δεν έχουν τίποτε να κάνουν με την ύπαρξη ή μη του Θεού, με την πίστη στην Παναγία και τον Χριστό ή την πανανθρώπινη σημασία της εικόνας της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου. Είναι το σημείο που συναντώνται οι μανιακοί και πονηροί όλων των θρησκειών και όλων των δογμάτων προσβλέποντας σε αναβίωση της εικονομαχίας. Ολους αυτούς του άθλιους υποκριτές τους παραλαμβάνει ο Ερασμος στο ανυπέρβλητο έργο του «Μωρίας Εγκώμιον» (μτφρ. Στρατής Τσίρκας, Ηριδανός 1970). Το μόνο σπαθί που παραγγέλλει ο Χριστός να προμηθευτούν οι Απόστολοι είναι εκείνο του πνεύματος και όχι εκείνο «που οπλίζει το χέρι των ληστών και των πατροκτόνων». Αλλά τι να περιμένει κανείς από εκείνους που «θαρρούν πως το πιο ψηλό σκαλί της ευσέβειας το φτάνουν μένοντας ντιπ αγράμματοι»; Η ιστορία της τέχνης θα ήταν ασφαλώς φτωχότερη αν δεν μπορούσε να βασιστεί στη θρησκευτική εικονογραφία του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, «ανατολικής» και δυτικής, και αν οι μεγάλοι ζωγράφοι δεν καταπιάνονταν με θέματα από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
Η βυζαντινή και νεοβυζαντινή, όπως και η δυτική εικονογραφία (ιταλική, γερμανική ή φλαμανδική), ήταν ωστόσο αποτέλεσμα διαρκούς εξέλιξης και ερμηνείας. Αυτό δεν έπαψε να συμβαίνει ούτε όταν πρυτάνευαν λόγοι προπαγάνδας στην Αντιμεταρρύθμιση. Και όπως γνωρίζουμε από τα αριστουργήματα της «ανατολικής» αλλά και της δυτικής τέχνης, δεν τέθηκε ποτέ θέμα αυθεντικής ανάγνωσης των προσώπων και των ιστοριών, ακόμα και όταν ο «Μυστικός Δείπνος» του Βερονέζε χρειάστηκε να μετονομαστεί σε «Δείπνο στο σπίτι του Λευί» για να γίνει δεκτός από τις εκκλησιαστικές Αρχές. Οι εικόνες και οι ερμηνείες τους ανασυντάσσονται διαρκώς. Η Παναγία, ο Χριστός, οι Αγιοι στην παράδοση της χριστιανικής εικονογραφίας, ορθόδοξης ή ρωμαιοκαθολικής, δεν αντιστοιχούν σε κάποιο πρόσωπο με δεδομένα χαρακτηριστικά. Η εικονογράφηση αποτελεί πάντα μια ανθρώπινη ερμηνεία, ιστορικά, πολιτιστικά και θεολογικά προσδιορισμένη. Το ερώτημα είναι αν η Εκκλησία είναι σε θέση να αναγνωρίσει –πέρα από τη συνταγματική τάξη που οφείλει ούτως ή άλλως να σέβεται – φόρμες που θα μπορούσαν να φέρουν την ουσία της χριστιανικής διδασκαλίας και το ηθικό της μήνυμα πιο κοντά στον σύγχρονο άνθρωπο. Δικαιούνται άραγε οι άνθρωποι έναν «προσωπικό Χριστό», όπως τραγουδάει ο Τζόνι Κας;
Ο Κωνσταντίνος Α. Παπαγεωργίου είναι ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου, Νομική Σχολή, ΕΚΠΑ