
Οι πρόσφατες διαδηλώσεις για το δυστύχημα των Τεμπών υπήρξαν ογκώδεις και μαζικές. Απροσδόκητα ίσως, καθώς έχουν παρέλθει δύο χρόνια από την τραγωδία. Εξού και το πολιτικό σύστημα, συνολικά, αιφνιδιάστηκε. Μοιραία, επομένως, προκύπτει το ερώτημα γιατί «γέμισαν» οι πλατείες. Υπάρχει μια σειρά από λόγους.
¢ Κατ’ αρχάς, το τραγικό δυστύχημα έχει προκαλέσει έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Αφενός γιατί υπήρξε πολύνεκρο με θύματα νέους, κυρίως, ανθρώπους. Αφετέρου διότι κάθε πολίτης μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του στη θέση ενός επιβάτη τρένου. Η ταύτιση είναι αναπόφευκτη.
¢ Δεύτερον, υπάρχει καχυποψία για τους χειρισμούς κυβέρνησης και Δικαιοσύνης. Σε όλες τις μετρήσεις, εδώ και έναν χρόνο, η πλειονότητα της κοινής γνώμης εκτιμά ότι η κυβέρνηση επιχειρεί «συγκάλυψη» της υπόθεσης. Συναφώς η εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα έχει μειωθεί. Αν και η δικαστική έρευνα προοδεύει, είναι φανερό πως τα βήματα προόδου κρίνονται από τους περισσότερους πολίτες ανεπαρκή. Εξέλιξη που αντανακλά ενδεχομένως τη διαχρονική δυσφορία για την αργή απονομή δικαιοσύνης.
¢ Τρίτον, η αυξανόμενη δυσπιστία έναντι των κυβερνητικών χειρισμών εγγράφεται σε ένα περιβάλλον ευρύτερης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Κάτι που διαπιστώθηκε εν μέρει στις κάλπες των ευρωεκλογών. Αφενός με τη φθορά της ΝΔ κι αφετέρου με την αποχή – ρεκόρ. Εκτοτε, βάσει των δημοσκοπήσεων για τις εθνικές κάλπες, η κυβέρνηση δεν έχει καλύψει τις εκλογικές απώλειες, με συνέπεια να αυξάνεται ο αριθμός των αναποφάσιστων ψηφοφόρων. Ταυτόχρονα οι ενδείξεις για διατήρηση της αποχής σε υψηλά επίπεδα παραμένουν. Τόσο πέρυσι όσο και φέτος, στον δείκτη της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία, η επιλογή «κανένας» συγκεντρώνει διψήφιο ποσοστό, ανταγωνιστικό του Πρωθυπουργού.
¢ Τέταρτον, οι πολιτικές συνθήκες σήμερα διαφέρουν από εκείνες που επικρατούσαν σε προηγούμενες τραγωδίες. Υπό την έννοια πως δεν υφίσταται αξιόπιστος υποδοχέας της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Οταν, για παράδειγμα, το 2018 συνέβη η φονική πυρκαγιά στο Μάτι, η τότε αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ προηγείτο ήδη σημαντικά στις μετρήσεις έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ είναι αδύναμη και η αντιπολίτευση συνολικά κατακερματισμένη. Συναφώς η πλειονότητα της κοινής γνώμης δείχνει καχύποπτη εκτιμώντας ότι επιχειρείται πολιτική «εκμετάλλευση» της υπόθεσης. Η απουσία πειστικής εναλλακτικής διευρύνει το έλλειμμα αντιπροσώπευσης των πολιτών από τα κόμματα. Οδηγεί έτσι σε κοινωνική κινητοποίηση από τα «κάτω» που διευκολύνεται από τη λειτουργία των social media. Κάτι που εκ των πραγμάτων συντηρεί τον κατακερματισμό και ωθεί τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης σε έναν άχαρο ανταγωνισμό οξύτητας χωρίς πολιτικό διά ταύτα.
¢ Πέμπτον, στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τα Τέμπη, το αίσθημα ασφάλειας για τη λειτουργία των τρένων δεν αποκαταστάθηκε. Με αποτέλεσμα να διογκωθούν οι αντιδράσεις και η αναδιάρθρωση του σιδηροδρόμου να γίνει πιεστικό κοινωνικό αίτημα.
Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με μια ευρεία διαμαρτυρία για ένα τραγικό δυστύχημα στο πλαίσιο μιας σωρευτικής κοινωνικής δυσαρέσκειας που σημαδεύει συνήθως τις δεύτερες τετραετίες στην Ελλάδα. Με τη διαφορά ότι τη φορά αυτή δεν υφίσταται πολιτική εναλλακτική. Συνεπώς η εκτόνωση της κοινωνικής έντασης παραμένει ένα από τα πολιτικά ζητούμενα.
Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης στο Queen Mary University of London και διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Το βιβλίο του «Selection Criteria in Party Leadership Elections in Greece»
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Palgrave