«Δεν είναι ώρα να δείχνουμε ο ένας τον άλλο με το δάχτυλο»

Υστερα από σχεδόν δύο χρόνια στην οδό Νίκης, ο χρόνος του μοιράζεται ανάμεσα σε Ηρώδου Αττικού και Αμαλίας – στον πρώτο όροφο του Μεγάρου Μαξίμου και στον έκτο του Μεγάρου Μποδοσάκη. Εκτός από τον Πρωθυπουργό, με τον οποίο ξεκινά και τελειώνει τη μέρα του, ο κύκλος των καθημερινών συνομιλητών του περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τον υπουργό Επικρατείας Ακη Σκέρτσο, την ηγεσία των παραγωγικών υπουργείων, τον επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του Πρωθυπουργού Μιχάλη Αργυρού. Το επιβάλλει η θεσμική του θέση, ως Νο 2 στην κυβέρνηση, αν και οι αρμοδιότητές του ήταν διευρυμένες και στην προηγούμενη διετία ως ο πρώτος τη τάξει υπουργός. Τελευταία πάντως η οθόνη του κινητού τηλεφώνου αναβοσβήνει με μεγαλύτερη συχνότητα. Σε 45 λεπτά σωρεύονται 45 μηνύματα στο WhatsApp, εκεί όπου τα λέει (και) με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Αφήνοντας πίσω την ευθύνη του ταμείου του κράτους, ο Κωστής Χατζηδάκης απέκτησε επιτελικό ρόλο εντός Μαξίμου στην πιο δύσκολη καμπή της κυβέρνησης. Οχι μόνο επειδή η ΝΔ, στην οποία είναι αντιπρόεδρος, βρίσκεται σε συνεχιζόμενη πολιτική και δημοσκοπική πίεση. Αλλά διότι καταγράφεται μια κρίση εμπιστοσύνης, λόγω Τεμπών, που τελικά αγγίζει πρόσωπα και θεσμούς στο σύνολό τους. Σε αυτό το σκηνικό ζύγισε την πρωθυπουργική πρόταση. Το σκέφτηκε. «Εχω δυσκολία να λέω “όχι” όταν πρέπει να ανεβώ ανηφοριές. Το θεωρώ δειλία». Επηρέασαν, λέει, τα μαθήματα ζωής από τον στρατιωτικό πατέρα του – το «παραταξιακό και πατριωτικό καθήκον». Και τώρα, στην πιο πιεστική φάση της εξαετίας, αναγνωρίζει ότι (θα) χρεώνεται αυτομάτως και ο ίδιος ό,τι πάει στραβά. Είναι μόνο ο συντονισμός; Μάλλον όχι. Δουλειά του, να λειτουργήσει την ίδια στιγμή και εξισορροπητικά σε μια κυβερνητική έδρα με στελέχη που έχουν διαφορετικές αφετηρίες, διαδρομές και βιογραφικά, υπό το βλέμμα μιας Κοινοβουλευτικής Ομάδας με μέλη που έχουν επίσης διαφορετικές διαδρομές, τρόπους έκφρασης, σημεία αναφοράς. «Ηρθα για να χτίσω, όχι να γκρεμίσω, ούτε να κατηγορήσω κανέναν. Στο τέλος της μέρας η προσπάθεια γίνεται για την πατρίδα που είναι αρκετά ταλαιπωρημένη για να την ταλαιπωρήσουμε και άλλο». Δεν τον ενθουσιάζουν οι ταμπέλες που του κολλούν μετά την ορκωμοσία του το περασμένο Σάββατο, όπως «επιτελάρχης», «στέλεχος ειδικών αποστολών», «υπερυπουργός». Μετά βίας δέχεται το μετριοπαθέστερο «υπουργός συντονισμού» – υπήρξε άλλωστε και επισήμως αυτός ο τίτλος σε παρελθούσες κυβερνήσεις.

Στη διάρκεια της συζήτησης ξεχωρίζει μία φράση του. Την αναφέρει τρεις φορές: «Δεν είναι ώρα να δείχνουμε ο ένας τον άλλο με το δάχτυλο – να μην κουνάμε το δάχτυλο». Μπορεί να ερμηνευτεί και ως σινιάλο-προειδοποίηση στο γαλάζιο οικοσύστημα. Μπορεί να ερμηνευτεί και ως έμμεση παραδοχή για σταβοπατήματα που έγιναν στην επικοινωνία της κυβέρνησης με τους πολίτες. «Πρέπει να μιλήσουμε με λογική και αυτονόητη ευαισθησία. Αν χαθεί η κοινή λογική, δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε ως έθνος».

Οι ευθύνες για τα Τέμπη

Με τις λέξεις «λογική» και «ευαισθησία» μπαίνει στην κουβέντα για την τραγωδία των Τεμπών. Αν υπάρχουν ευθύνες, λέει, είναι σαν να θες να κρύψεις τον ελέφαντα στο δωμάτιο. «Ε, δεν κρύβεται. Τεράστια ανοησία αν πιστεύει κανείς ότι μπορεί κάτι να κρυφτεί. Με τόση κοινωνική ευαισθητοποίηση, με 250 δικηγόρους στο πεδίο της διερεύνησης». Τραβώντας διαχωριστική γραμμή με «θεωρίες εκτός πραγματικότητας», επιμένει ότι «δεν κρύψαμε ούτε το ανθρώπινο λάθος που παραδέχεται ο ίδιος ο σταθμάρχης, ούτε την εξαιρετικά προβληματική κατάσταση στον ΟΣΕ. Δεν μπορεί να διαγραφεί αυτή, ούτε οι ευθύνες μας». Και όσο η κυβέρνηση παλεύει να διαλύσει «το νέφος σύγχυσης» σύμφωνα με τον Μητσοτάκη και τη δυσπιστία της κοινωνίας σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, για τον Χατζηδάκη η μεγαλύτερη «τιμωρία» της κυβέρνησης θα ήταν να μείνει πίσω ως η κυβέρνηση της συγκάλυψης: «Οχι μόνο για το αρνητικό χρώμα, αλλά γιατί αυτό δεν θα συνδεόταν με την οικονομία, με την κοινωνική ασφάλιση ή οτιδήποτε άλλο, αλλά με την ίδια την ανθρωπιά».

Μιλάει για εσφαλμένους χειρισμούς – ιδίως όταν αναπτύσσονταν θεωρίες, «μύθοι που αρχίζουν να καταρρίπτονται» – με την αποστροφή ότι «εδώ δεν ισχύει κάτι που μάθαμε από το σχολείο: Μηδενί δίκην δικάσης, πριν αμφοίν μύθον ακούσης» (σ.σ. μην καταδικάσεις κανέναν πριν ακούσεις την ιστορία και από τους δύο). Για τον ίδιο είναι κρίσιμο «να αποδώσουμε τις πραγματικές ευθύνες» και τελικά κανείς να μην πει σε μερικά χρόνια «μα τι ήταν αυτά που λέγαμε τότε; Και πολύ περισσότερο με κόστος την αποσταθεροποίηση της χώρας». Εχει νόημα, διερωτάται, «να ξαναζήσουμε τον Σίσυφο όχι ως μύθο αλλά ως πραγματικότητα;».

Υπάρχουν ακόμα τρεις λέξεις τις οποίες επαναλαμβάνει τακτικά. Τις δύο, τη «σεμνότητα» και την «αποτελεσματικότητα», τις είπε και όταν παρέδωσε τον κουμπαρά της χώρας στον διάδοχό του Κυριάκο Πιερρακάκη. «Αν δεν έχουμε συναίσθηση, σεμνότητα και αποτελεσματικότητα, δεν θα μπορέσουμε να τα καταφέρουμε». Επιβεβαιώνει ξανά τη σημασία που αποδίδει στον τρόπο που οι κυβερνώντες μιλούν στους πολίτες. Με το δικό του σκεπτικό, ελλείψει συντεταγμένης αντιπολίτευσης, «ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας αισθάνεται ότι είναι ανάγκη να την υποκαταστήσει», ενώ η καχυποψία που αποτυπώνεται σε όλα τα γκάλοπ της περιόδου «είναι θέμα αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, διότι από την κρίση δεν κερδίζουν τα βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης».

Μήπως έχει χτυπήσει προ πολλού η κατάρα της δεύτερης τετραετίας; Αποκρούει την κατηγορία ότι η ΝΔ ξέχασε τις μεταρρυθμίσεις («αλίμονο στα ποδήλατα που δεν ποδηλατούν» λέει και παραπέμπει στα μη κρατικά ΑΕΙ, στον δικαστικό χάρτη, στα μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής κ.ά.), αλλά αναγνωρίζει ότι εξ ορισμού η δεύτερη τετραετία είναι πιο δύσκολη από την πρώτη. «Αρχίζεις να πιστεύεις ότι είσαι σπουδαίος και τρανός! Γι’ αυτό και στους συνεργάτες μου λέω πάντα “σε όποιο γραφείο μπαίνετε να κοιτάτε πρώτα την πόρτα της εξόδου”».

Δηλώνει «μαχητής» («στρατιώτη» τον λένε όσοι τον γνωρίζουν) καθώς και ότι δεν έχει απωθημένα – «και αύριο το πρωί να φύγω έχω αρκετά να διηγούμαι, ξεκινώντας από το χωριό μου στην Κρήτη και φτάνοντας μέχρι εδώ». Εξ ου και δεν θέλει να σχολιάσει το παραμικρό για τις παρασκηνιακές συζητήσεις του αν η πρόταση Μητσοτάκη λειτουργεί και ως νεύμα ως προς την κούρσα διαδοχής όταν έρθει η ώρα. Ούτε μπαίνει στα βαθιά μιας άλλης παρασκηνιακής κουβέντας, εκείνης που αφορά τα περιθώρια δημιουργίας νέου κόμματος στο δεξιό φάσμα: «Τα κόμματα δεν παραγγέλλονται στον φούρνο ή στον ράφτη για να έρθουν έτοιμα. Είναι αποτέλεσμα πάντοτε κοινωνικών διεργασιών και εμπνεύσεως των πολιτών. Σε περιόδους κρίσης όντως υπάρχει κινητικότητα. Ας θυμηθούμε, υπήρξαν κόμματα που ήρθαν και εξαφανίστηκαν».

Οι εκλογικές προκλήσεις

Προσεκτικά προσεγγίζει και τις εκλογικές προσκλήσεις. «Οι πολίτες δεν ψηφίζουν τόσο από ευγνωμοσύνη, ψηφίζουν με βάση τις προσδοκίες τους. Πρέπει να πείσουμε όχι μόνο ότι κάναμε πέντε σοβαρές αλλαγές, αλλά ότι μπορεί και πάλι η Ελλάδα να ακουμπήσει πάνω μας συγκριτικά με τους αντιπάλους μας. Στόχος είναι πάντοτε είναι η αυτοδυναμία. Οταν το λέγαμε στις προηγούμενες εκλογές, δεν μας πίστευε κανένας». Παράλληλα όμως καρφώνει τους πολιτικούς αντιπάλους της ΝΔ: «Ποια είναι η προσφορά των κομμάτων που λένε ότι δεν θέλουν να συνεργαστούν με τη ΝΔ; Αυτή την ώρα το λένε όλοι. Δικαίωμά τους. Και δικαίωμά μου να πω ότι δεν υπηρετούν την προοπτική του τόπου, πολύ περισσότερο που την ίδια στιγμή δηλώνουν ότι δεν θέλουν να συνεργαστούν ούτε μεταξύ τους». Αναρωτιέται δηκτικά ποια «υπηρεσία» προσφέρουν στους πολίτες: «Είμαστε εκεί για να μας βλέπουν σε τηλεόραση και στη Βουλή να πετροβολάμε ο ένας τον άλλο; Μπράβο μας!».

Την «εκτόξευση» που, όπως λέει σκωπτικά, υπόσχονται αρκετοί από την αντιπολίτευση «θα την παρακολουθώ από μακριά, εμείς θέλουμε καθαρό λογαριασμό με τους πολίτες». Καλό νοικοκυριό, αλλιώς, αφού για εκείνον είναι «αρετή» η νοικοκυρεμένη διαχείριση. Εξάλλου το άφησε αυτό ως συμβουλή και στον Πιερρακάκη. «Οι σειρήνες θα υπάρχουν πάντα, αυτό το “δώσε, δώσε, δώσε”» είπε ο πρώην στον νυν ταμία του κράτους, «αλλά αν υπακούσει κανείς στις σειρήνες, θα τιμωρηθεί και μετά και πριν από τις εκλογές». Συνολικά ο Χατζηδάκης δηλώνει ταυτόχρονα κατά της σχολής του λαϊκισμού και κατά της σχολής της κολακείας στους πολίτες, με την αποστροφή «αλίμονο στον ταμία του κράτους που δεν νοιάζεται για το ταμείο. Κι εγώ με σταυρό εκλέγομαι, ξέρω τι αρέσει και τι όχι στον ψηφοφόρο. Αλλά…». Το διακύβευμα της σταθερότητας το φέρνει στο προσκήνιο μέσω οικονομίας: «Εχουμε κατορθώσει να ανεβάζουμε την οικονομία χωρίς να θέτουμε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα που είναι το θεμέλιο. Και θα μπορέσουμε να το κάνουμε στο μέλλον στον βαθμό που η χώρα θα συνεχίσει μπροστά με πολιτική σταθερότητα».

Στην κατεύθυνση αυτή το Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο ποντάρουν πολύ στον περιορισμό φοροδιαφυγής – μία εκ των πηγών από τις οποίες «βρίσκουμε λεφτά, η άλλη είναι η ανάπτυξη».

Τι εκκρεμεί στην οικονομία

Μένει, όπως ομολογεί, να γίνουν κι άλλα: το ψηφιακό μητρώο αποστολής, το ψηφιακό πελατολόγιο για ορισμένες δραστηριότητες, το υποχρεωτικό ηλεκτρονικό τιμολόγιο για όλες τις δραστηριότητες. Αυτό που σε προσωπικό επίπεδο κρατά, έχοντας πια κλείσει πίσω του την πόρτα του γραφείου στο κτίριο του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, είναι ότι το όνομά του δεν συνδέθηκε με αρνητική εξέλιξη. Νιώθει υπερήφανος για μια σειρά από «δύσκολες» κινήσεις. Στελέχη που συνεργάστηκαν μαζί του τον θεωρούν «doer» – ούτε ο ίδιος ξεχνά ότι οι δικοί του τον έχουν αποτυπώσει ως «Σούπερμαν» σε γενέθλια τούρτα του με τα εμβλήματα της ΔΕΗ, της Ολυμπιακής, του ΟΣΕ, το 2021. «Ναι, προχώρησαν 15 αποκρατικοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, κάτι που στέλνει μήνυμα ότι η Ελλάδα γίνεται μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα». Θεωρεί ότι τώρα η χώρα χρειάζεται μια «αξονική τομογραφία» στις παροχές, ένα μητρώο «για να ξέρουμε ποιος παίρνει τι και χωρίς να περιορίσουμε επιδόματα, αυτά να καταλέγονται με πιο δίκαιο τρόπο σε αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη» – και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.

Σε δύσκολες ώρες για την κυβέρνηση και σε ορίζοντα 25 μηνών μέχρι την εθνική αναμέτρηση, μιλά για πέντε πολιτικές, εκτιμώντας ότι εφόσον υπηρετούνται θα καλύπτονται διευρυμένα ακροατήρια: «αξιόπιστη» εξωτερική πολιτική, «ισχυρή» εθνική άμυνα, «σκληρότητα» απέναντι στο έγκλημα, «δυνατή» οικονομία, «ουσιαστική» κοινωνική πολιτική. Ξορκίζει άλλωστε τα όρια Δεξιάς – Κέντρου – Αριστεράς ως προς τις πολιτικές: «Οι πολιτικές στη μετανάστευση ή η προστασία από το έγκλημα δεν απομακρύνουν τους κεντρώους – θα έλεγα, καλύπτουν και κομμάτι των αριστερών. Τι θέλουμε; Μια Αστυνομία με δεμένα χέρια; Το δόγμα “κάντε ότι κοιμάστε” για να θυμηθούμε την εποχή ΣΥΡΙΖΑ;».

Οσο για τη ΝΔ, σε μια περίοδο που η παράταξη επιζητεί επανασυσπείρωση της κομματικής βάσης της, ο αντιπρόεδρος, ένα στέλεχος γέννημα θρέμμα της ΝΔ που υπηρέτησε και τους δύο πρώην πρωθυπουργούς Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, επισημαίνει με νόημα ότι «μόνο οι μικροί δεν αλλάζουν» και ότι «πρέπει να έχουμε αρχές και κατευθύνσεις, αλλά οι πολιτικές δεν είναι λατρευτικά αντικείμενα». Λέει, συνεπώς, «ναι» στις συνθέσεις: «Επιτρέπουν και την κίνηση προς τα μπροστά και τη διόρθωση των εσφαλμένων κινήσεων. Αυτή είναι η δύναμη ενός κόμματος, να διορθώνει τα όποια λάθη».