
Ο δρόμος ήταν γεμάτος. Το Σύνταγμα ήταν γεμάτο. Το κέντρο έκλεισε πάλι από κόσμο, όπως και στις 28 Φεβρουαρίου. Ημασταν εκεί, αλλά κανείς δεν ήθελε να είναι εκεί. Δεν έπρεπε να ήμαστε εκεί. Δεν έπρεπε να θρηνούμε βουβά αυτούς τους 57 ανθρώπους. Δεν έπρεπε να νιώθουμε θυμό κι απελπισία που δύο χρόνια μετά το δυστύχημα ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο το πώς, το γιατί και κυρίως το τι έχει γίνει ώστε το «ποτέ ξανά» να πάρει σάρκα και οστά.
Εκείνο το βράδυ δεν ήμουν στο τρένο. Θυμάμαι να έρχεται έκτακτη ειδοποίηση στο κινητό για σύγκρουση τρένων στα Τέμπη και νεκρούς επιβάτες. Οι επόμενες ώρες ήταν εφιάλτης. Προσπαθούσα να βρω τον κολλητό μου στο τηλέφωνο. Ανεβοκατέβαινε Αθήνα – Θεσσαλονίκη κάθε εβδομάδα λόγω της σχέσης του. Ηταν να πάρει είτε το βραδινό, είτε το πρωινό. Ετσι μου είχε πει όταν μιλήσαμε τελευταία. Στον πανικό της είδησης δεν είχα ασχοληθεί να δω το από πού και το για πού κινούσε το τρένο. Με ένοιαζε μόνο να τον βρω. Ωσπου να απαντήσει και να μου πει ότι κοιμόταν και θα έπαιρνε το πρωινό με καθησύχαζα. Ελεγα στον εαυτό μου πως σίγουρα θα ήταν σε μεσαίο βαγόνι, γιατί να, και πέρυσι που ήταν στα τελευταία, έπεσε πάνω τους ένα τρένο από πίσω και μετά παίρνανε αποζημιώσεις. Κι αν είχε κάτσει στα μπροστινά, ώστε να είναι στο κυλικείο και να διαβάζει;
Μετά την 28η Φεβρουαρίου 2023 ο φίλος μου δεν ξαναμπήκε στο Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Εγώ δεν ξαναμπήκα στον Προαστιακό για Αίγιο και Κιάτο. Η πικρή – βιωμένη πια – εμπειρία έγινε φόβος. Είχε επίσης πια ονοματεπώνυμα. 57 κιόλας. Στο μυαλό μου ξανάρχονταν οι στιγμές που ξεμείναμε στη Μαγούλα και ήρθε ρυμουλκό τρένο, τις φορές που το τρένο δεν ξεκινούσε μετά τη στάση για 30 ή 40 λεπτά, τις φορές που το δρομολόγιο των 2 ωρών κατέληγε να διαρκεί 4. Μετά την 28η Φεβρουαρίου ακόμα και στο μετρό μπαίνουμε πάντα στα μεσαία βαγόνια. Ποτέ στην άκρη. Το τραύμα εκεί να επιμένει ανεπούλωτο. Γι’ αυτό κατέβηκα στις συγκεντρώσεις και χθες, και στις 28 Φλεβάρη και πρόπερσι. Γιατί κάθε φορά που βρίσκομαι μέσα στο πλήθος, νιώθω πως δεν είμαι μόνος με αυτό το βάρος, με αυτόν τον φόβο και την απελπισία που κουβαλάω μέσα μου. Γιατί βλέπω ανθρώπους να κρατούν πανό με τα ονόματα των νεκρών, να τα γράφουν με μπογιά μπροστά από τη Βουλή, να αφήνουν 57 φαναράκια να πετάξουν πάνω από το Σύνταγμα στη μνήμη των παιδιών και σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να είναι το όνομα του φίλου μου εκεί ή το δικό μου.
Γιατί κάθε συγκέντρωση είναι το ενσώματο αίτημά μας για απονομή δικαιοσύνης και δεν αμαυρώνεται ούτε από τους μπάχαλους ούτε από την ανικανότητα της αστυνομίας να προστατεύσει μια ειρηνική διαδήλωση.
Κάθε συγκέντρωση, είναι μια υπόμνηση ότι το τραύμα αυτό δεν έκλεισε, ότι ο φόβος δεν έσβησε, ότι τίποτα δεν άλλαξε πραγματικά. Και όσο δεν αλλάζει, όσο το «ποτέ ξανά» παραμένει μετέωρη υπόσχεση, γράμμα κενό, τόσο θα είμαστε εκεί. Οχι επειδή θέλουμε, αλλά γιατί δεν μπορούμε να λείπουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά.