Περιμένοντας να δοθεί η εκκίνηση των 5 χλμ. στο πλαίσιο του 13ου Ημιμαραθωνίου της Αθήνας, κοιτάς γύρω. Στήνεις αφτί και παρακολουθείς τις συζητήσεις των «συναθλητών» σου: του νεαρού με στολή γυμναστηρίου που περιγράφει στους φίλους του τις ασκήσεις που του έχει συστήσει ο γυμναστής για αποθεραπεία. Του νεαρού ζευγαριού που συμμετέχει για πρώτη φορά και διαβάζει στο κινητό τις τελευταίες λεπτομέρειες για τη διαδρομή. Της μητέρας με ένα καροτσάκι για δύο που προσπαθεί να καθησυχάσει το 4χρονο της ότι «ξεκινάμε σε λίγο», ενώ το πιο μικρό παιδί της μισοκοιμάται απολαμβάνοντας τον ήλιο.
Του ώριμου κυρίου που εξηγεί τους λόγους που δεν αφήνει αγώνα για αγώνα: «Κάποτε έτρεχα στα περισσότερα, τώρα “έπεσα” στα 5 χλμ. Δεν θα το έχανα, όμως, με τίποτα». Γιατί; Κι εκεί που περιμένεις επιχειρήματα περί της σημασίας της άθλησης για την υγεία, ή έστω της συμμετοχής σε μια γιορτή (που, παρεμπιπτόντως, αυτή τη φορά συγκέντρωσε περίπου 25.000 άτομα!), σε αιφνιδιάζει: «Γιατί μου δίνει μια μοναδική ευκαιρία να γνωρίσω την άλλη όψη της πόλης». Το ξανασκέφτεσαι. Και είναι αλήθεια. Σηκώνεις το βλέμμα και χαζεύεις (ίσως για πρώτη φορά) τα κτίρια ενός δρόμου που διασχίζεις καθημερινά. Αριστερά ένα πανέμορφο πολυώροφο κτίριο του Μεσοπολέμου, εγκαταλελειμμένο – μια μπαλκονόπορτα με σπασμένο τζάμι στον 6ο όροφο πηγαινοέρχεται με τον αέρα. Δεξιά του δρόμου, ακριβώς απέναντι, ένα επίσης πολυώροφο κτίσμα της ίδιας εποχής, που ανακαινίζεται εδώ και χρόνια, περιμένει τις τελευταίες λεπτομέρειες πριν παραδοθεί.
Δίνεται η εκκίνηση. Λίγο πιο κάτω, ένα μαυρισμένο κτίριο από τα καυσαέρια. Ενώ τα πόδια προσπαθούν να κάνουν τους σωστούς διασκελισμούς, παρατηρείς στην ταράτσα ενός σύγχρονου κτιρίου δυο πολυθρόνες στραμμένες με θέα προς τον Λυκαβηττό – προφανώς κάπου εκεί θα λειτουργεί Airbnb. Πιο κάτω ένα δέντρο, ένα παρτέρι που δεν έχει ακόμα ανθίσει. Καθημερινές εικόνες μιας πόλης που βλέπουμε, αλλά μέσα στο άγχος της καθημερινότητας… δεν βλέπουμε.