Η χρεοκοπία όπως και η δεκαπενταετής πολιτική διαχείρισή της κλόνισαν κάθε εκδοχή δικαίου. Και η συμβολική εκδοχή, η αίσθηση δίκιου στη καθημερινότητα και η κυριολεκτική εκδοχή, μέσα από τις πράξεις της «εφαρμοσμένης» δικαιοσύνης, έχουν διαβρωθεί. Η κ. Κωνσταντοπούλου, πολυετώς, θεμελιώνει τον πολιτικό της ισχυρισμό δικαιοκεντρικά. Κατά τη θεώρησή της η δικαιική κατασκευή είναι το ισοδύναμο της πολιτικής πραγμάτωσης. Αμφίδρομα. Σε θεωρητικό επίπεδο, ορθά. Η πραγματικότητα που διαμορφώνει η πολιτική πρέπει να χωρά στις χαραμάδες (ή και να τις διανοίγει ή αναχαράσσει) που αφήνει η δικαιοσύνη. Και το αντίστροφο. Η δικαιοσύνη ελίσσεται ανάμεσα στις αντιφατικές ράγες που διαμορφώνει η πολιτική με βάση στιγμιαίες συλλογικές (ή και λομπίστικες) επιθυμίες. Μερικές φορές αυτή η τεταμένη σχέση αποδίδει. Σε άλλες, όχι. Ισως και σε αντίθεση με την παλαιότερη θεώρηση της Αριστεράς ότι «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», το ταξικό δίκιο (που ουσιαστικά αφήνει σε εκκρεμότητα τη «διόρθωση» του γενικού δικαίου προς το «προλεταριακό» δίκιο) ή τη θεώρηση της πολεμικής Δεξιάς, όπου δίκιο είναι το δίκιο «των δικών μας παιδιών», η κ. Κωνσταντοπούλου, ως εμβριθής νομικός, θεωρεί ότι οι δικαιικές κωδικοποιήσεις μπορεί να αποτελέσουν τον άξονα, τον κορμό, της πολιτικής επιτέλεσης.
Την περίοδο μάλιστα που ήταν Πρόεδρος της Βουλής, συνέστησε μια πολυεθνική επιτροπή η οποία θα αποδείκνυε τον παράνομο χαρακτήρα του ελληνικού χρέους και άρα θα υπέσκαπτε και την απαίτηση εξόφλησής του.
Τα συμπεράσματα αυτής της επιτροπής θεωρούσε ότι μπορούσαν να αποτελέσουν κεντρικό σημείο κρούσης με τους δανειστές. Μια πολιτικονομική κατασκευή μπορεί να υπερκεράσει την ισχύ εκείνου που ελέγχει πλήρως τη διατροφική, ενεργειακή και χρηματική λειτουργία της χώρας. Ενα (έστω τεκμηριωμένο) «χαρτί», έναντι των τροφίμων και του ρευστού. Είναι αλήθεια ότι πρόσφερε ένα διαπραγματευτικό εργαλείο που πνίγηκε στον πανικό των άδειων ταμείων και της μέριμνας της τότε κυβέρνησης για αναβολή της περιόδου σκληρής εξόφλησης (που όντως επετεύχθη για μετά το 2033). Η υπόθεση ελληνικό χρέος, βέβαια, είναι υπόθεση δομής και όχι ένα στιγμιαίο έγκλημα, μια αβλεψία της στιγμής. Η πολιτική, οικονομική, ηθική επίλυσή του προϋποθέτει πολύ πιο σύνθετους, πολιτισμικούς ανακαθορισμούς από μια απλή λογιστική, φορμαλιστική ανάταξη. «Χυμένα γάλατα» λένε στον τόπο μας για περασμένα και τετελεσμένα.
Ολα τα χρόνια η κ. Κωνσταντοπούλου δραστηριοποιούνταν με κέντρο το δίκαιο και την αναγωγή του στην ευρύτερη έννοια της Δικαιοσύνης (πολιτικής, θεσμικής, ηθικής κ.λπ.). Είναι θεσμικά εμμενής (γι’ αυτό είναι επιπόλαιο να χαρακτηρίζεται ως αντισυστημική) και εν πάση περιπτώσει πάντα ο πολιτικός της λόγος είχε και έχει ισχυρά δικανικά χαρακτηριστικά. Ε, σήμερα η συνολική λαϊκή αίσθηση για την έκλειψη δικαίου, αυτό τον λόγο τον φέρνει στην επιφάνεια.
Η κ. Κωνσταντοπούλου αναδύεται ως το υποκατάστατο των πολλαπλών εκλείψεων δικαίου στη λαϊκή αντίληψη. Δεν αποτελεί τον «άγραφο» και ανεξάντλητο πολιτικά «Τσίπρα» του 2015 μεταχρονολογημένο, αλλά την αντήχηση ενός ελλείμματος. Ετσι πρέπει να ιδωθεί και όχι μέσα από τις εύκολες αποκαθηλώσεις που ο πολιτικός κλασικισμός συνήθως κάνει.
Τα «Τέμπη», όπως έχω γράψει πολλές φορές, δεν είναι μόνο το έγκλημα, αλλά και το αντιληπτικό σύστημα που ενεργοποιεί. Ητοι, μια ολική, συχνά εκμηδενιστική, θεώρηση: η χώρα είναι διεφθαρμένη, η δικαιοσύνη, η πολιτική, τα στελέχη τους, το κράτος, όλα είναι «πουλημένα». Ολα τα προβλέψιμα και ταξινομημένα στη λαϊκή πρόσληψη πολιτικά κόμματα πέφτουν, γιατί συγγενεύουν με αυτή την «έκπτωση». Η δημοσκοπική άνοδος της κ. Κωνσταντοπούλου ενέχει αυτές τις αποταμιεύσεις. Για αυτό και η εκδήλωση του φαινομένου δεν θα λήξει, ούτε καν με την πιθανή αυριανή κάμψη της κ. Κωνσταντοπούλου. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο μηδενισμός και ο πεσιμισμός είναι τα εδραία νέα πολιτικά (και θεωρησιακά) χαρακτηριστικά. Και θα βρίσκουν αυλάκι, θα εκφράζονται εκλογικά, ακόμη και ανεξαρτήτως του σχήματος που θα τα ενθυλακώνει.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ