
Από τη μέρα της αποκατάστασής της, η Δημοκρατία είχε ένα κεντρικό στόχο: την ευημερία των πολιτών. Παρά τις καχεκτικές επιδόσεις στην οικονομική ανάπτυξη κι ανεξάρτητα από το κόμμα που κυβερνούσε, ακόμη και ανεξάρτητα από την πορεία της οικονομίας, ή τις διεθνείς εξελίξεις, το κριτήριο επιτυχίας ή αποτυχίας των κυβερνήσεων ήταν το επίπεδο των εισοδημάτων, της αγοραστικής δύναμης και του κορεσμού της διαρκώς αυξανόμενης καταναλωτικής διάθεσης όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Παρ’ όλες τις νωπές εμπειρίες της κρίσης, η αποτίμηση των προηγούμενων ηγεσιών στις σφυγμομετρήσεις βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το τι «έδωσαν» – πολύ λιγότερο με το πώς προετοίμασαν τη χώρα, πώς οργάνωσαν το μέλλον της, σε ποια κατεύθυνση την οδήγησαν, πόσο θωράκισαν ή υπέσκαψαν τις προοπτικές της. Ακόμη και σήμερα, ίδια είναι η κρατούσα αντίληψη: αφού βγήκαμε από την κρίση, μπορούμε να επιστρέψουμε στη χαρούμενη προηγούμενη μέρα της. Μόνη τροχοπέδη στον κατήφορο παραμένει η δέσμευση για δημοσιονομική συνέπεια και η επίγνωση ότι κανείς δεν θα δώσει ξανά τα δανεικά για μια νέα ευφορία.
Δεν υπάρχει έλλειψη κατανόησης των αλλαγών που συντελούνται. Υπάρχει άρνηση ανάληψης της ευθύνης για τη διατύπωση του «διά ταύτα» που συνεπάγονται. Χωρίς αμφιβολία, επικρέμαται πολιτικό κόστος. Και στη σημερινή συγκυρία βρίσκονται χωρίς πολιτικό κεφάλαιο οι φορείς που διατηρούν ένα στοιχειώδες αίσθημα ευθύνης για τη μελλοντική πορεία. Αλλά τα ζητήματα έχουν τεθεί. Ο ιστορικός Κώστας Κωστής στην πρόσφατη ομιλία του στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών έδωσε ένα πλήρες περίγραμμα. Η Ευρώπη παραμένει ό,τι καλύτερο έχουμε – αλλά η ύπαρξή της στο μέλλον δεν είναι πια αυτονόητη και η Ελλάδα χρειάζεται προετοιμασία για όλα τα σενάρια, ακόμη και τα χειρότερα. Η οικονομία δεν μπορεί, επομένως, να υπολογίζει ότι θα υπάρχουν πάντοτε κάποια ακόμη κονδύλια από τις Βρυξέλλες. Η άμυνα θα απαιτεί όλο και περισσότερους πόρους – και μαζί μεγάλες επενδύσεις για εθνικές υποδομές (όπως το έχει περιγράψει αναλυτικά εδώ, στα «ΝΕΑ» του Σαββατοκύριακου, ο Αντώνης Καμάρας). Ο πληθυσμός θα μειώνεται και θα γερνάει. Το ασφαλιστικό όλοι ξέρουν πως δεν έχει λυθεί οριστικά αλλά κανείς δεν αποτολμά έστω μια νύξη. Μια χώρα με υψηλή μέση ηλικία πληθυσμού χρειάζεται ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα υγείας, κοινωνικής πρόνοιας και εκπαίδευσης: αλλαγή δομών, στόχων και κατανομής των πόρων. Πολλοί θα δυσκολευτούν σήμερα αν πρόκειται να οργανωθεί ένα αύριο, στο οποίο πιθανόν δεν θα ζήσουν. Αυτοί οι πολλοί ψηφίζουν – και αγανακτούν επίσης. Συχνά δίκαια, αλλά αυτό δεν αναιρεί πως δίκιο μπορεί να έχει και μια επόμενη γενιά, χωρίς λόγο, χωρίς ψήφο.
Μια από τις πρώτες λογικές κινήσεις θα ήταν η δημιουργία ενός εθνικού ταμείου που θα συγκέντρωνε πόρους για μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε ευθυγράμμιση με τις εθνικές στρατηγικές προτεραιότητες. Πράγματι, κάτι τέτοιο σχεδιάζει (εδώ και δύο χρόνια) η κυβέρνηση. Θα ξεκινήσει τη δραστηριότητά του με «δύναμη πυρός», όπως διαφημίζεται, κάπου 300 εκατ. ευρώ. Για ένα μέτρο σύγκρισης, το αντίστοιχο νορβηγικό ταμείο – το μεγαλύτερο στον κόσμο και πρότυπο για όλα τα άλλα – έχει μόνο στην Ελλάδα τοποθετήσεις 850 εκατ. ευρώ.
Στη δημόσια συζήτηση είναι πολύ φανερό τι λείπει. Λείπει κάποιος – πρόσωπο; Φορέας; Ομάδα ανθρώπων; Πολιτικό κόμμα; – που θα τολμήσει να πει ότι στον νέο κόσμο που προβάλλει προέχει η μελλοντική ανθεκτικότητα της χώρας. Η ευημερία δεν είναι πια προτεραιότητα.