Όταν ένας νεαρός Κρητικός το… έσκασε από τον πόλεμο στη Σμύρνη το 1922, σταματώντας στην Κρήτη για να αποχαιρετήσει τη μάνα του πριν εγκαταλείψει την Ελλάδα, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό το ταξίδι επιβίωσης θα σηματοδοτούσε την απαρχή ενός νέου κεφαλαίου για ολόκληρη την οικογένειά του και τις επόμενες γενιές.
Ο 20χρονος αυτός Κρητικός από το Γαβαλοχώρι Χανίων ήταν ο Γιώργος Νικάκης. Μετανάστευσε αρχικά στην Αίγυπτο, όπου γνώρισε τη σύζυγό του, Μαρία Στεφανίδου, και από εκεί στην Αυστραλία, πριν από εκατό χρόνια.
Ο πρώτος που τον ακολούθησε από το χωριό του, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήταν ο ανιψιός του, Μιχάλης Νικάκης (γιος του αδελφού του, Κωνσταντίνου), ο οποίος αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα όταν δραπέτευσε από τις Φυλακές Χανίων, όπου βρισκόταν λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. Τη δεκαετία του 1950 ακολούθησαν και άλλα μέλη της οικογένειας, όπως η χήρα αδελφή του Γιώργου Νικάκη, Φιλία Τσακιράκη, τα παιδιά της και επιπλέον ανίψια και συγγενείς.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Για να τιμήσουν αυτό το σημαντικό ορόσημο και να αποδώσουν φόρο τιμής στους προγόνους τους, 125 μέλη της οικογένειας Νικάκη —που εκτείνονται σε πέντε γενιές— συγκεντρώθηκαν στην Κρητική Αδελφότητα Μελβούρνης την Κυριακή, 2 Μαρτίου. Ο χώρος έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο Γιώργος Νικάκης ήταν ένας από τους ιδρυτές της Κρητικής Αδελφότητας και υπηρέτησε ως πρόεδρός της για πολλά χρόνια.
«Πιστεύω πραγματικά ότι κάθε γενιά έχει υποχρέωση να θυμίσει στα παιδιά της τις ρίζες τους», είπε, καλωσορίζοντας τους συγγενείς τη η Fiona Strintzos (Θεανώ Στρίντζου), εγγονή του Κωνσταντίνου Νικάκη.
«Όταν μαθαίνουμε για τους προγόνους μας, τους αγώνες, τις επιτυχίες, τα εμπόδια που αντιμετώπισαν, τις αξίες που πρέσβευαν, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τους γονείς μας, και μέσα από αυτή τη σύνδεση να αποκτήσουμε επίγνωση και μια βαθύτερη γνώση του εαυτού μας».

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΚΑΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΗΣΕ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Σε μια εποχή όπου μια χειραψία ήταν και συμβόλαιο, ο Γιώργος Νικάκης κατάφερε, με ελάχιστη εκπαίδευση, να διευθύνει πολλές επιχειρήσεις, να πλουτίσει και να κερδίσει τον σεβασμό τόσο των Ελλήνων όσο και των Αυστραλών.
Ο Michael Nikakis –το πέμπτο παιδί του Γιώργου Νικάκη και της Μαρίας Στεφανίδου, Ελληνίδας γεννημένης στην Αίγυπτο– μίλησε στον «Νέο Κόσμο» για τα υπέροχα παιδικά του χρόνια στη Μελβούρνη και τη διαρκή επιρροή του πατέρα του.
«Η οικογενειακή ζωή και η ανατροφή μας ήταν τόσο καλή που τη θεωρούσαμε δεδομένη. Κοιτάζοντας πίσω, έχω συνειδητοποιήσει πόσο σπουδαίος άνθρωπος ήταν ο πατέρας μου, όχι μόνο για όσα πέτυχε επιχειρηματικά, αλλά και για όσα μας πρόσφερε στο σπίτι. Η ακεραιότητα και οι αξίες του, διαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσαν εμένα και τα αδέλφια μου».

Ο ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ
Μόνο μία φορά μίλησε ο Γιώργος Νικάκης στον γιο του για την εμπειρία του από τον πόλεμο στην Μικρά Ασία – που στάθηκε και η αφορμή να εγκαταλείψει την Ελλάδα.
Ήταν 17-18 ετών όταν στρατολογήθηκε για να πολεμήσει τους Τούρκους στη Μικρά Ασία.
«Ποτέ δεν μίλησε για τις φρικαλεότητες που είδε, παρά μόνο σε εκείνη τη μοναδική περίπτωση, όταν μού διηγήθηκε πώς βρέθηκε τραυματισμένος σε ένα νοσοκομείο στη Σμύρνη, το 1922, την ώρα που οι Τούρκοι άρχισαν να περικυκλώνουν την πόλη. Ήταν λίγο πριν από την καταστροφή της Σμύρνης και την απαρχή της σφαγής των Ελλήνων. Μου είπε: ‘Είχα δει τι κάναμε στους Τούρκους, και αν επρόκειτο να κάνουν το ίδιο σε εμάς, έπρεπε να φύγω από εκεί’.
Λιποτάκτησε και διέφυγε στην Κρήτη για να αποχαιρετήσει τη μητέρα του, και μετά στην Αλεξάνδρεια, για να αποφύγει τη φυλάκιση».

ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΥΣΕ ΣΕ ΟΛΗ ΤΟΥ ΤΗ ΖΩΗ
«Από εκείνες τις πρώτες εμπειρίες κουβαλούσε μέσα του όλους αυτούς τους φόβους και την αγωνία της επιβίωσης. Αυτό ήταν που τον καθοδηγούσε και τον έκανε να μας προσφέρει τόση ασφάλεια, ώστε να μη χρειαστεί ποτέ να αντιμετωπίσουμε όσα πέρασε εκείνος».
Ο Γιώργος Νικάκης έφτασε στη Μελβούρνη τον Σεπτέμβριο του 1924, με το ιταλικό ατμόπλοιο «Caprera», χρόνια πριν από το μαζικό κύμα της μεταπολεμικής μετανάστευσης, όταν η χώρα ήταν ακόμα έντονα αγγλοκεντρική. Είχε επιβλητική παρουσία, και η ακεραιότητά του ενέπνεε εμπιστοσύνη και σεβασμό σε όλους όσους συναντούσε.
Οι απόγονοί του τον θυμούνται πάντα ντυμένο στην… τρίχα, με κοστούμι και ένα πούρο στο χέρι. Μια από τις αγαπημένες αναμνήσεις των ανιψιών του ήταν η Jaguar που οδηγούσε, η μυρωδιά από τα δερμάτινα καθίσματα και τον καπνό του πούρου, όταν έμπαιναν κρυφά στο πολυτελές αυτικίνητο κάθε φορά που τους επισκεπτόταν.
«Αυτό που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου είναι τα μάτια του – διαπεραστικά, εξερευνητικά – και όμως, στο βάθος τους, υπήρχε καλοσύνη», είπε ο Michael, ενθυμούμενος πόσο συχνά άγνωστοι τού διηγούνταν πόσο ο πατέρας του τούς είχε βοηθήσει στις πιο δύσκολες στιγμές τους.
«Μια ιστορία που άκουγα συχνά είναι το πώς προσέφερε γεύματα σε όσους δεν είχαν να φάνε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης». Προσέφερε τη βοήθειά του διακριτικά, με σεβασμό, δίνοντας κάρτες με την υπογραφή του στο Γραφείο Ανεργίας εκείνης της εποχής. Τους προέτρεπε να τις δίνουν σε όσους έβλεπαν να πεινούν και να δυσκολεύονται, ώστε να μπορούν να φάνε δωρεάν στο εστιατόριό του.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚO ΚΑΙ ΓΕΝΝΑIΟΔΩΡΟ ΠΝΕYΜΑ
Στο ταξίδι του προς την Αυστραλία, ο Γιώργος Νικάκης έγινε φίλος με έναν συμπατριώτη του, τον Γιώργο Σαρικίζη. Γεννημένος στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, ο Σαρικίζης και η οικογένειά του διέφυγαν στην Κω κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στο πλοίο, οι δύο άνδρες έκαναν σχέδια να ανοίξουν μια επιχείρηση μαζί, μόλις συγκέντρωναν το απαραίτητο κεφάλαιο. Μέσα σε έναν χρόνο –ο Νικάκης ως μάγειρας και βοηθός κουζίνας στο Acropolis Club στην οδό Lonsdale και ο Σαρικίζης ως κουρέας– κατάφεραν να ανοίξουν το καφέ «Ομόνοια» στην οδό Russell 246.
Η επιχείρηση πήγαινε καλά. Το καφέ τους έγινε δημοφιλές στους Έλληνες της εποχής, μέχρι που ένα ατυχές περιστατικό στα τέλη του 1929 άλλαξε τα πάντα.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, οι πελάτες τους άρχισαν να ζητούν αλκοόλ. Χωρίς άδεια να σερβίρουν αλκοόλ, οι δύο συνέταιροι το σέρβιραν κρυφά σε… φλιτζάνια του καφέ, μέχρι που κάποιος τους κατέδωσε. Επειδή ο Σαρικίζης ήταν εργένης και είχε λιγότερα να χάσει από τον Νικάκη, ο οποίος είχε οικογένεια, ανέλαβε πλήρως την ευθύνη και απελάθηκε στην Ελλάδα.
Χρόνια αργότερα, δυσκολευόμενος να συντηρήσει την οικογένειά του στην Κω, έψαχνε τρόπο να επιστρέψει. Ο Νικάκης, πρόθυμος να ξεπληρώσει τη θυσία του φίλου του, του έστειλε πρόσκληση, ενημερώνοντάς τον ότι το ποινικό του μητρώο είχε διαγραφεί. Μάλιστα, κατέβαλε την προκαταβολή για ένα διώροφο κτίριο στο South Melbourne και τού το παραχώρησε, βοηθώντας τον να ξαναχτίσει τη ζωή του. Οι δυο τους παρέμειναν φίλοι μέχρι το τέλος.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ 24ΩΡΟ ΚΑΦΕ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ ΚΑΙ ΤΟ CENTENARY HOTEL
Ο Νικάκης προχώρησε στην ίδρυση του πρώτου 24ωρου καφέ στη Μελβούρνη – και πιθανώς στην Αυστραλία – το «George “N” Café». Όταν καταστράφηκε από φωτιά το 1939, το ξανάνοιξε στην οδό Russell, πριν τελικά το πουλήσει για να αγοράσει το Centenary Hotel το 1950, το οποίο έγινε ο πρώτος σταθμός για χιλιάδες Έλληνες μετανάστες που έφταναν εκείνα τα χρόνια στην Αυστραλία.
Την προηγούμενη χρονιά, ο Γιώργος Νικάκης ταξίδεψε στην Κρήτη να δει τους γονείς και τα αδέλφια του για πρώτη φορά από τότε που είχε μεταναστεύσει. Ο γιος του, Michael, θυμάται τον πατέρα του να επιστρέφει από αυτό το ταξίδι άλλος άνθρωπος.
Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, ο πατέρας του έπαθε πνευμονία και, καθώς βρισκόταν σε παραλήρημα σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας, ικέτευε να γυρίσει στην πατρίδα του– και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι ως πατρίδα του εννοούσε την Αυστραλία.
«Από τότε ήταν πολύ διαφορετικός σε ορισμένα από τα διδάγματά του προς εμάς. Άρχισε να αγκαλιάζει πλήρως την Αυστραλία και η σύγκρουση μεταξύ των δύο διαφορετικών πολιτισμών με τους οποίους μεγαλώσαμε, έπαψε να υπάρχει».

Η ΦΙΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗ
Η επίσκεψη του Γιώργου Νικάκη στο πατρογονικό του χωριό το 1949 είναι χαραγμένη στη μνήμη της Κατίνας Ρεράκη, εγγονής της Φιλίας Τσακιράκη, η οποία τότε ήταν 9 ετών.
Την ημέρα που ο Νικάκης μπήκε στον κήπο της αδελφής του, η Κατίνα βρισκόταν δίπλα, στην αυλή του σχολείου, απ’ όπου χάζευε με το στόμα ανοιχτό τον καλοντυμένο άνδρα με το κοστούμι και το καπέλο.
«Δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο ντυμένο με κοστούμι, πόσο μάλλον με καπέλο. Θα μπορούσε να είχε προσγειωθεί και από το φεγγάρι!» λέει γελώντας, θυμούμενη το μπαούλο γεμάτο όμορφα ρούχα και φαγητά που έφερε για όλους.
Αυτή η επίσκεψη σηματοδότησε την αρχή της σταδιακής μετανάστευσης της οικογένειας Τσακιράκη στην Αυστραλία. Η Κατίνα έκλαψε όταν οι θείες της έφευγαν η μία μετά την άλλη, και η καρδιά της ράγισε όταν τρία χρόνια αργότερα μετανάστευσε και η πολυαγαπημένη της γιαγιά, Φιλία.
«Ήταν η χειρότερη ημέρα της ζωής μου, γιατί αγαπούσα τη γιαγιά μου τόσο πολύ. Δεν υπήρχε άνθρωπος στον Κόσμο που να μην την αγαπάει· ήταν τόσο γλυκιά, τόσο έξυπνη… Αν και ήταν αγράμματη και υπέγραφε με έναν σταυρό, θα έλεγες ότι είχε σπουδάσει ψυχολογία με τον τρόπο που ήξερε τα πάντα και μας καθοδηγούσε. Μου υποσχέθηκε ότι όταν μεγάλωνα, θα πήγαινα να τους βρω».
Η Κατίνα τελικά μετανάστευσε στην Αυστραλία όταν έγινε 18 ετών.

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΝΙΚΑΚΗΣ
Η περιπέτεια κυλούσε στο αίμα της οικογένειας Νικάκη, όπως ανακαλύπτουμε μέσα από την ιστορία του πρωτότοκου γιου, Κωνσταντίνου, και του αδελφού του, Εμμανουήλ, που το 1916 ταξίδεψαν στην Αμερική για να εργαστούν στα χρυσωρυχεία της Καλιφόρνιας, όπως έκαναν αρκετοί νεαροί Κρητικοί στις αρχές του 20ού αιώνα.
Τραγικά, ο Εμμανουήλ πέθανε εκεί σε ηλικία 24 ετών, και ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Κρήτη.
Με τα χρήματα που είχε εξοικονομήσει, κατάφερε να ανοίξει ένα βυρσοδεψείο και να αγοράσει γη στην Αγία Κυριακή, όπου έχτισε ένα μεγαλύτερο σπίτι για την οικογένειά του, ανέφερε ο εγγονός του, Con Nikakis, στην οικογενειακόή επανένωση (reunion).
«Τον παππού μου τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά ‘ο Νίκας’. Όσοι τον γνώριζαν τον περιέγραφαν ως έναν ψηλό, δυνατό, επιβλητικό άνδρα, γενναιόδωρο, που ενέπνεε σεβασμό. Τον αποκαλούσαν συχνά ‘λεβέντη’, κάτι που με γέμιζε περηφάνια», πρόσθεσε.
Η Κατίνα Ρεράκη είπε ότι όταν διάβασε για πρώτη φορά το βιβλίο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», σκέφτηκε ότι ο Νίκος Καζαντζάκης είχε βασίσει τον χαρακτήρα του Καπετάν Μιχάλη Ζορμπά σε αυτούς τους απίστευτους άνδρες της οικογένειας Νικάκη.
«Ήταν άντρες με λίγα,αλλά σταράτα λόγια, δυνατοί, που δεν ανέχονταν προσβολές ή αδικίες και ήξεραν να απολαμβάνουν τη ζωή», είπε χαρακτηριστικά.
Ο Κωνσταντίνος δεν μετανάστευσε ποτέ στην Αυστραλία, αλλά ο γιος του, Μιχάλης, που ήταν αριστερός, έφυγε επειγόντως για να συναντήσει τον θείο του Γιώργο, στην Αυστραλία, όπου και εκείνος ευημέρησε. Αργότερα, τον ακολούθησαν και άλλοι γιοι του. Από τα παιδιά του, μόνο δύο έμειναν στα Χανιά.

ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
«Με αυτή την εκδήλωση, γράφουμε μια όμορφη ιστορία. Όχι μόνο για τις ζωές τους, αλλά και για τη σύνδεση μεταξύ όλων μας, που προερχόμαστε από αυτούς τους τρεις», είπε η Fiona Strintzos, στην εφημερίδα μας, εξηγώντας τι την ώθησε να διοργανώσει αυτή την οικογενειακή συνάντηση.
«Είμαστε όλοι αγαπημένοι μεταξύ μας. Μοιραζόμενοι αυτές τις οικογενειακές ιστορίες με την πέμπτη γενιά, μας δίνεται η ευκαιρία να τους εμφυσήσουμε τις αξίες της οικογένειας. Την ακεραιότητα, την αντοχή και τη γενναιοδωρία που διέκριναν τους προγόνους μας. Θα είναι μια επανένωση που θα θυμούνται για πάντα».



The post Η οικογένεια Νικάκη γιόρτασε 100 χρόνια ζωής και δράσης στην Αυστραλία appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.