
Ηταν η τελευταία γενιά της εποχής των ηρώων του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αντλησε από την ανιδιοτέλεια, τον ρομαντισμό και το πείσμα των παικτών του Μεσοπολέμου και ταυτόχρονα έφτασε στα πόδια της η πρώτη αχνή λάμψη του οργανωμένου ποδοσφαίρου.
Βγαλμένη, θαρρείς, από κάποια βιβλική αφήγηση, η εξέλιξη του Ολυμπιακού ξεκινά από τους «Πατριάρχες» αδελφούς Ανδριανόπουλους, περνά στην επόμενη γενιά, στον Βάζο, τον Ράγγο και τον Συμεωνίδη και αυτοί με τη σειρά τους παραχωρούν θέση και χώρο για νέες ιστορίες στην ομάδα της δεκαετίας του ’50, στον Μουράτη, τον Κοτρίδη, τον Ρωσίδη, τον Θεοδωρίδη, τον Δαρίβα, τον Υφαντή, τον Μπέμπη και φυσικά στους Χέλμηδες, τους «Εθνικούς» που έμελλε να μεγαλουργήσουν με μεγάλο αντίπαλο.
Σκέπασε τα πάντα
Σε μια εποχή που τα ποδοσφαιρικά κατορθώματα ήταν κυρίως κομμάτι προφορικών αφηγήσεων, εκείνη η ομάδα του Ολυμπιακού επισκίασε όχι μόνο αντιπάλους, μα και ό,τι είχε προηγηθεί στην «ερυθρόλευκη» ιστορία. Μέχρι το 1950, ο Ολυμπιακός μετρούσε 8 πρωταθλήματα, στο τέλος της σεζόν 1958-59 έχει φτάσει τα 15. Αντίστοιχα, είχε κατακτήσει μόλις μία φορά το Κύπελλο Ελλάδας (1947) και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 είχε φτάσει τα 8 και είχε πετύχει 5 νταμπλ, τα τρία από αυτά συνεχόμενα (1957, 1958, 1959), ρεκόρ ακατάρριπτο μέχρι και σήμερα.
Η ομάδα που σφυρηλάτησε τον Θρύλο της κυριαρχίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο, μετατρέποντας κάθε γήπεδο της χώρας σε προέκταση του Καραϊσκάκη
Αν προσθέσουμε σε αυτά και μερικούς δευτερεύουσας σημασίας τίτλους, όπως τα κάθε λογής Κύπελλα (Χριστουγέννων, Πάσχα), με αντιπάλους ωστόσο που αγωνίζονταν και στην τελική φάση του Πανελληνίου Πρωταθλήματος, η κυριαρχία του Ολυμπιακού αποδεικνύεται ακλόνητη στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι τίτλοι θα ήταν ακόμη περισσότεροι αν είχαν διεξαχθεί στη διάρκεια του ’50 κανονικά όλες οι τελικές φάσεις του Πανελληνίου Πρωταθλήματος, ας μην ξεχνάμε όμως ότι μιλάμε για μια χώρα που τότε προσπαθούσε ακόμα να μαζέψει τα κομμάτια της από τον πόλεμο και τον Εμφύλιο.
Φυσικά, η κορωνίδα όλων των επιτυχιών ήταν η κατάκτηση των έξι συνεχόμενων πρωταθλημάτων από το 1954 έως και το 1959, με την οποία καθιερώθηκε ο Ολυμπιακός ως Θρύλος και η δημοφιλία του γιγαντώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Τότε ήταν που σμιλεύτηκε το ιδιαίτερο δέσιμο με τους οπαδούς του σε όλη την επικράτεια. Η προσωνυμία αυτή υπήρξε καθοριστική για τη σχέση του Ολυμπιακού με τους φιλάθλους του και έβαλε την ομάδα σε μια νέα διάσταση, πέρα από τα αμιγώς αγωνιστικά της χαρακτηριστικά.

Η σεζόν 1956-57 υπήρξε σαρωτική για τον Ολυμπιακό αλλά και η απαρχή μιας τρομερής τριετίας με συνεχόμενα νταμπλ. Στη φωτογραφία, η ενδεκάδα εκείνης της ομάδας από το περιοδικό «Αθλητικά Χρονικά». Πάνω σειρά: Θεοδωρίδης, Ρωσίδης, Κίνλεϊ (Σούλης), Ξανθόπουλος, Μπέμπης, Κοτρίδης. Κάτω σειρά: Μουστακλής, Πολυχρονίου, Υφαντής, Ιωάννου, Δαρίβας
Ο Θρύλος δεν ήταν μόνο μια ομάδα ποδοσφαίρου, αλλά μια μόνιμη πηγή υπερηφάνειας και ένα συστατικό ταυτότητας για τους φιλάθλους της. Το «Ο-λυ-μπι-α-κός, Ο-λυ-μπι-α-κός» ηλέκτριζε τις μάζες όχι μόνο στο Καραϊσκάκη ή στη Λεωφόρο, έδρα στην οποία αγωνιζόταν η ομάδα έως ότου ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αναβάθμισης του φαληρικού σταδίου, μα και σε κάθε γήπεδο της Ελλάδας – σε ένα ματς στη Δράμα για το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα βρέθηκαν 5.000 οπαδοί του Ολυμπιακού.
Τις ανοιχτές προπονήσεις στο Καραϊσκάκη τις παρακολουθούν 10.000-15.000, ανάλογα με τη σπουδαιότητα του αγώνα. Ηταν αυτή η ιαχή που, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, δόνησε το στάδιο στη διάρκεια του τελευταίου αγώνα της σεζόν με αντίπαλο την ΑΕΚ, ακούστηκε σε όλο τον φαληρικό όρμο και αφύπνισε τους παίκτες της ομάδας ώστε να γυρίσουν μέσα σε ένα ημίχρονο το εις βάρος τους 2-0, να ισοφαρίσουν σε 2-2 και να στεφθούν πρωταθλητές Ελλάδας για 6η συνεχή χρονιά.
Το κεφάλαιο των Χέλμηδων
Σε εποχές που το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό, ο Ολυμπιακός ευτύχησε να έχουν το γενικό πρόσταγμα στο τμήμα οι Γιάννης και ο Βαγγέλης Χέλμης, οι οποίοι έδιναν μεγάλη έμφαση σε ζητήματα τακτικής, φυσικής κατάστασης, αλλά και της συνολικής εύρυθμης λειτουργίας του τμήματος. Υπήρξαν σκαπανείς του ελληνικού ποδοσφαίρου, μα και παθιασμένοι οραματιστές. «Η καθιέρωσις του επαγγελματισμού είναι που θα δώση την δυνατότητα σε εμάς τους προπονητάς να επιβάλουμε την πειθαρχία στους παίκτας […] Ζητάμε εντατική προπόνηση, καλή ζωή, αλλά εις αντάλλαγμα τι τους προσφέρουμε; Τίποτε!», δήλωνε σε συνέντευξή του το 1956 στον «Ταχυδρόμο».
Ολυμπιακός της εποχής είχε στις τάξεις του παίκτες με αθλητικά προσόντα, γρήγορους για τα δεδομένα της εποχής, ικανούς να αφομοιώνουν τις καινοτομίες των Χέλμηδων, όπως το πρέσινγκ ή τη χρήση πλάγιων μπακ για την ανάπτυξη του παιχνιδιού.
Οι νεωτερισμοί ήρθαν να μπολιάσουν έναν κορμό ποδοσφαιριστών που ήταν Πειραιώτες και έτσι οι ρίζες της ομάδας έσμιγαν ακόμα πιο σφιχτά με εκείνες της πόλης. Ο Μουράτης γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε στο Νέο Φάληρο. Ολη του η ζωή περικλειόταν στο τρίγωνο Καραϊσκάκη – Πειραιώς – Εργοστάσιο της ΔΕΗ. Ο Υφαντής ήταν από την Αγιασοφιά. Ρωσσίδης και αυτός από το Νέο Φάληρο, μεγάλωσε μέσα στο τότε Ποδηλατοδρόμιο. Ο Κοτρίδης ήταν από τη Δραπετσώνα, ενώ ο Σούλης Κίνλεϊ μεγάλωσε στη Νίκαια. Μα και όσοι δεν ήταν Πειραιώτες προέρχονταν από τις εργατικές γειτονιές της Αθήνας.
Το σύνολο που δημιούργησαν οι Χέλμηδες ένωσε το πάθος, τη φυσική κατάσταση και την τακτική πρωτοπορία, φτιάχνοντας έναν Ολυμπιακό που δεν ήταν απλώς πρωταθλητής, αλλά συνώνυμο του ποδοσφαιρικού μεγαλείου
Ο Μπέμπης μεγάλωσε στον Βοτανικό και έφτιαξε το όνομά του στα γήπεδα των Πετραλώνων και του Ταύρου. Ο Δαρίβας μεγάλωσε στου Ψυρή. Και φυσικά, υπήρχε η μία εξαίρεση, ο πιο Πειραιώτης και από τους Πειραιώτες, ο Σάββας Θεοδωρίδης από τους Αμπελόκηπους. Ολοι αυτοί, μια μυθική στρατιά παικτών δεν χάρισαν μόνο αγωνιστικές επιτυχίες, αλλά αφιέρωσαν κάθε μέρα της ζωής τους στον Ολυμπιακό. Εζησαν με τον Ολυμπιακό γιατί αυτό θεωρούσαν χρέος τους.
Επικές αφηγήσεις
Σε αντίθεση με όσα πέτυχαν οι προπολεμικές μορφές του συλλόγου, οι παίκτες της πρώτης «χρυσής ομάδας» του Ολυμπιακού είχαν την τύχη να διηγηθούν τα κατορθώματά τους οι καλύτεροι και πιο επιδραστικοί storytellers της εποχής. Η φήμη του Ολυμπιακού χτιζόταν καθημερινά μέσα από τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων, από τα ασπρόμαυρες φωτογραφίες των πρωταγωνιστών του, από τη γλαφυρότατη καταγραφή κάθε φάσης των αγώνων του, από τα σκίτσα που απεικόνιζαν κάθε γκολ του.
Ηταν οι «άσσοι της μπάλας», οι «χαλκέντεροι αμυντικοί», οι «βιρτουόζοι του φουτ-μπωλ». Ηταν αυτοί που έκαναν τα κεφάλια στα καφενεία και τα σφαιριστήρια να συγκεντρώνονται πάνω από την εφημερίδα και να ακούν τον έναν που θα διάβαζε την ανταπόκριση του αγώνα. «Παγκόσμιοι Πρωταθλητές» έγραψε την επομένη της κατάκτησης του 6ου συνεχόμενου πρωταθλήματος η «ΟΜΑΔΑ» και εξηγούσε αναλυτικά ότι η επίδοση αυτή δεν είχε σημειωθεί σε κανένα άλλο πρωτάθλημα του κόσμου.
Κυρίως όμως ήταν η γάργαρη φωνή του ραδιοφωνικού σπίκερ, οι τρεις λέξεις σε αυτή τη σειρά «γκολ, αγαπητοί ακροαταί», η κυριακάτικη ιεροτελεστία της ακρόασης του ποδοσφαιρικού αγώνα, που έκανε τον Ολυμπιακό Πειραιώς να γίνει Ολυμπιακός όλης της Ελλάδας λόγω των ασυναγώνιστων επιτυχιών του. Ο Ολυμπιακός, μέσω των ραδιοφωνικών μεταδόσεων, έγινε μέρος της καθημερινότητας για εκατομμύρια Ελληνες, ανεξαρτήτως περιοχής ή κοινωνικής τάξης.

Γέμιζε τα γήπεδα της Ελλάδας και τις καρδιές των φιλάθλων ο μεγάλος Ολυμπιακός της δεκαετίας του ’50
Με τον καιρό, η ομάδα απέκτησε φανατικούς υποστηρικτές σε όλη την Ελλάδα, και η φήμη της εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα της Αθήνας και του Πειραιά. Οι τίτλοι, οι επιτυχίες και η δημοτικότητα που απέκτησε η ομάδα δημιούργησαν ένα ισχυρό θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκαν οι μελλοντικές επιτυχίες του Ολυμπιακού.
Τόσες δεκαετίες μετά και δεν χρειάζεται απόδειξη για όλα αυτά. Αρκεί η εικόνα του Σάββα Θεοδωρίδη στη φυσούνα του γηπέδου να εμψυχώνει τους βασικούς λίγο πριν πατήσουν το χορτάρι.
Στη δεκαετία του 1950, ο Ολυμπιακός κυριάρχησε στο ελληνικό ποδόσφαιρο με μια ομάδα που είχε πάθος για νίκη.