
Νέα καθυστέρηση καταγράφεται στον προσδιορισμό ημερομηνίας για τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αγκυρα και την ταυτόχρονη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας και Τουρκίας.
Οι εξελίξεις «άμεσα» αποκλείονται υπό το βάρος της αιφνίδιας σύλληψης και προφυλάκισης του Εκρέμ Ιμάμογλου, ωστόσο μένει να φανεί εάν και τι θα προκύψει από τις αναμενόμενες συζητήσεις Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν την επόμενη εβδομάδα, αφού θα συμπέσουν στις Βρυξέλλες για τη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις 3-4 Απριλίου: θα επιταχύνουν τις προετοιμασίες για τη συνάντηση κορυφής και το ΑΣΣ που, σημειωτέον, προσδιορίζονταν αρχικά για τον περασμένο Ιανουάριο, ή θα κρατήσουν «παγωμένη» μέχρι νεωτέρας τη μετάβαση του Πρωθυπουργού στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου.
Όπως έχουν δημοσιεύσει τα «ΝΕΑ» από το τέλος Ιανουαρίου, είχε χαραχθεί ορίζοντας Απριλίου λόγω διεθνούς τοπίου και εκκρεμοτήτων. Το ενδεχόμενο εξελίξεων στο τέλος Απριλίου δεν έχει βγει οριστικά από το τραπέζι, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, αλλά είναι πια το νωρίτερο για την οριστικοποίηση των συνεννοήσεων. Πιθανόν άρα οι δύο πλευρές να αναζητήσουν νέα ημερομηνία στον Μάιο.
Τα γεγονότα με τον Ιμάμογλου
Προσώρας ο Μητσοτάκης κλειδώνει δύο προορισμούς – το Παρίσι σήμερα και την Ιερουσαλήμ την Κυριακή –, ενώ τα δεδομένα για το ελληνοτουρκικό ραντεβού άλλαξαν (και) τα γεγονότα με τον Ιμάμογλου. Φάνηκε στις αναφορές του Μητσοτάκη: «Ο σεβασμός των πολιτικών ελευθεριών αποτελεί βασικό συστατικό μιας δημοκρατίας. Η Τουρκία φιλοδοξεί να συνάψει πιο στενές σχέσεις με την Ένωση, προφανώς αυτό θα μπορεί να γίνει μόνο μέσα στο πλαίσιο των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου».
Και επισφραγίστηκε με την προχθεσινή αποστροφή του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι «καθίσταται δυσχερές να οργανωθεί άμεσα στην Άγκυρα το ΑΣΣ» στο φόντο της «ρευστής» κατάστασης. «Η θέση μας παραμένει αταλάντευτη» είπε ο Παύλος Μαρινάκης, «ότι παραχωρήσεις στο κράτος δικαίου και τις πολιτικές ελευθερίες, δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές και οφείλονται πάντοτε πειστικές απαντήσεις για κάθε επικαλούμενη παραβίασή τους».
Από τη μία πλευρά η Αθήνα δεν εμφανίζεται ως επισπεύδουσα, ούτε όμως θέλει να στείλει μήνυμα αδρανοποίησης της διαδικασίας. Από την άλλη η Άγκυρα θέλει να εμφανίσει «καλό» πρόσωπο στην ΕΕ, εν μέσω διεργασιών για την ευρωπαϊκή άμυνα (στο σχέδιο ReArm Europe προβλέπονται και διαδικασίες που δεν απαιτούν ομοφωνία αλλά ειδική πλειοψηφία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διπλωματική κινητικότητα Αθήνας και Λευκωσίας ώστε να επιτευχθούν δικλίδες ασφαλείας), καθώς και στην Ουάσιγκτον, όπου βρίσκονται ο Φιντάν (για ραντεβού με τον Μάρκο Ρούμπιο) και ο σύμβουλος του τούρκου προέδρου, Τσαγατάι Κιλίτς.
Οι ισορροπίες λεπταίνουν: σκοπός δεν είναι να τορπιλιστούν οι ελληνοτουρκικοί δίαυλοι, αλλά ταυτόχρονα ο Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε τώρα από την Άγκυρα να μη θέσει μπροστά στον Ερντογάν ζήτημα σεβασμού στο κράτος δικαίου – και μάλιστα ως ο πρώτος ευρωπαίος ηγέτης που θα μετέβαινε στη χώρα εν μέσω έκρυθμου πολιτικού σκηνικού με μερόνυχτα επεισοδίων στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον επίκεινται δύο ορόσημα: για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου η Αθήνα επιμένει ότι «η έρευνα και η πόντιση του καλωδίου θα γίνουν σύμφωνα με τις ανάγκες του έργου και τον προγραμματισμό της εταιρείας» ενώ προετοιμάζεται η κατάθεση του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού στην Κομισιόν.
Όσο για το Μεταναστευτικό – καθοριστικό πεδίο στο οποίο επιδιώκεται η συνεργασία της Άγκυρας – η κυβέρνηση θέτει σε προτεραιότητα τις «αποτελεσματικές επιστροφές». Ηδη οι νομικές υπηρεσίες του αρμόδιου υπουργείου αναζητούν τρόπο – τις κατάλληλες διατυπώσεις, δηλαδή – ώστε να χαρακτηριστεί η Τουρκία ασφαλής χώρα, αφότου το ΣτΕ ακύρωσε προηγούμενη απόφαση των υπουργών Εξωτερικών και Μετανάστευσης, κρίνοντας ότι δεν είχε επαρκή τεκμηρίωση και αιτιολογία.