Και Παναγία και Εύα

Η 8η Μαρτίου, ως Ημέρα της Γυναίκας, άρχισε να γιορτάζεται επισήμως στην Ελλάδα κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Επί «ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια» δηλαδή. Οχι ότι μέχρι τότε δεν υπήρχε γυναικείο κίνημα στην Ελλάδα. Η μάλλον όχι τόσο αναγνωρισμένη, όσο θα της άξιζε, Καλλιρρόη Παρρέν, τα κορίτσια που, από τον 19ο αιώνα, διεκδίκησαν ακόμη και με τη ζωή τους το δικαίωμα να φοιτούν στο Πανεπιστήμιο, οι φεμινίστριες των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων που αγωνίστηκαν για τη γυναικεία ψήφο είχαν να αντιπαλέψουν όχι μόνο με τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής τους αλλά και με πολιτικά και εθνικά γεγονότα που, ανά περιόδους, προκαλούσαν άλλες προτεραιότητες επιβίωσης.

Μετά τη Μεταπολίτευση όμως το γυναικείο κίνημα βρήκε εύφορο έδαφος να επισημοποιηθεί και να κερδίσει τις εντυπώσεις. Και με την ίδρυση, το 1976, της Ενωσης Γυναικών Ελλάδας, με πρόεδρο τη Μαργαρίτα Παπανδρέου που, λίγα χρόνια μετά, έγινε πρώτη κυρία της χώρας, απέκτησε και επίσημη κρατική σφραγίδα. Για το πώς αντιλαμβάνονταν τότε τη γυναικεία χειραφέτηση, έχω μια πολύ χαρακτηριστική ιστορία. Στην πατρίδα μου τη Σύρο, ένας τύπος που επί χούντας μιλούσε για «ησυχία, τάξη και ασφάλεια» και αμέσως μετά έγινε καραμανλικός, μόλις τα ποσοστά άρχισαν να έρχονται τούμπα, μεταπήδησε στην τοπική ΠΑΣΟΚ. Και ήταν ο επίσημος «τελετάρχης» σε κάποια επίσκεψη της Μαργαρίτας, ως πρόεδρος της ΕΓΕ, στο νησί. Κινητοποίησε λοιπόν όσο περισσότερες γυναίκες μπορούσε για την υποδοχή της, με πρώτη και καλύτερη τη σύζυγό του. Η οποία όμως εκείνη την ημέρα είχε δουλειές. Να σιδερώσει ένα «βουνό» ρούχα, να τηγανίσει ψαράκια, αυτές τις δουλειές που οι άλλοι νομίζουν ότι γίνονται από μόνες τους, περνάνε όμως από γυναικεία χέρια. Και, τελικά, συντηρούν μια οικογένεια. Ο σύζυγος λοιπόν επέμενε ότι έπρεπε να κατεβεί, για την υποδοχή, στο λιμάνι μαζί με τις άλλες φεμινίστριες (ολοκαίνουργια γι’ αυτόν λέξη που του άρεσε να τη χρησιμοποιεί). «Δεν πάω» εκείνη, «Θα πας» εκείνος, λόγο στον λόγο άναψε ο καβγάς. Μέχρι που η γειτονιά άκουσε το αμίμητο: «Μωρή ή θα γίνεις φεμινίστρια ή θα σε πλακώσω στα μπουνίδια».

Εγώ λοιπόν στις γυναίκες εκείνων των δεκαετιών θα ήθελα να αφιερώσω τη σημερινή επέτειο. Σε εκείνες που, μπορεί να μην ήξεραν τους όρους των σύγχρονων κινημάτων, αλλά τους βίωναν λόγω οικονομικής ή ψυχολογικής ανάγκης. Στις «Καίτες» και τις «Σούλες» της περιφέρειας που έρχονταν στην Αθήνα για να πάνε στου «Αμάραντου» και με μια χτένα στο χέρι (και πολλούς κιρσούς στα πόδια) ανέστησαν οικογένειες. Στα «υπηρετριάκια» από τα νησιά που πήγαιναν (κρυφά από τα αφεντικά τους) σε σχολές λογιστικής για να ανεξαρτητοποιηθούν. Στις γυναίκες που πήγαιναν με μπλαβιασμένα μάτια στο τμήμα για να καταγγείλουν ξυλοδαρμό κι ας ήξεραν ότι οι αστυνομικοί θα προσπαθούσαν να κουκουλώσουν το συμβάν.

Μπορεί να μην εξέφραζαν τα αιτήματά τους με το πάθος, την οργή, την επιθετικότητα των σημερινών γυναικείων κινημάτων αλλά ήξεραν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους προσβλέποντας στο πρακτικό αποτέλεσμα και όχι στις εντυπώσεις. Σε αυτές τις «γυναικούλες» που μπορούσαν να είναι συγχρόνως και «Εύες» και «Παναγιές». Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το δίπολο, που μπορεί να μας διασώσει.